Ο Ρίσι Σούνακ ίσως είναι η τελευταία ευκαιρία για τους Τόρις να διατηρήσουν την ενότητά τους και την πολιτική τους επιβίωση, με δεδομένο ότι σήμερα οι Εργατικοί στην Βρετανία προηγούνται των Συντηρητικών κατά τριάντα ποσοστιαίες μονάδες.

 Οι αναλυτές δεν έχουν δώσει ιδιαίτερη σημασία στην αριθμητική τάξη των πραγμάτων στο Ηνωμένο Βασίλειο όσον αφορά, τουλάχιστον, τον αριθμό των πρωθυπουργών πριν και μετά το Brexit. Μετά το δημοψήφισμα του 2016 και την ετυμηγορία του βρετανικού λαού για έξοδο της χώρας από την ΕΕ, η χώρα μετράει συνολικά πέντε πρωθυπουργούς όσους δηλαδή τα προηγούμενα 37 χρόνια.

Είναι προφανές ότι οι πολιτικοί, οικονομικοί και κοινωνικοί μετασεισμοί του προκάλεσαν και προκαλούν σοβαρά ρήγματα στους κόλπους του Συντηρητικού κόμματος τα οποία καλείται να αμβλύνει ο νεοεκλεγείς Ρίσι Σούνακ, ο οποίος στις πρώτες του δηλώσεις είπε πως είναι η στιγμή που οι Τόρις ή θα ζήσουν ή θα πεθάνουν.

Ο Ντέιβιντ Κάμερον υποσχέθηκε δημοψήφισμα κατά τη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας του, το 2015, για να διευθετήσει τη μακροχρόνια εσωτερική διαμάχη του κόμματός του για τη συμμετοχή στην ΕΕ. Ο Κάμερον και οι περισσότεροι ανώτεροι Συντηρητικοί – μην ξεχνάμε τον ανεκδιήγητο Φάρατζ –  έκαναν εκστρατεία κατά του Brexit. Στο επίμαχο δημοψήφισμα, οι οπαδοί του Brexit νίκησαν, ο Κάμερον παραιτήθηκε, ήρθε η Τερέζα Μέι (“Remainer” η οποία αναγκαστικά αλλαξοπίστησε) και οι ήδη σοβαρές εσωτερικές διαμάχες στους Τόρις έγιναν σοβαρότερες.

Η βασική πρόκληση της Τερέζα Μέι ήταν να εξισορροπήσει τις υποσχέσεις της εκστρατείας για το Brexit – “ανάκτηση του ελέγχου” στη μετανάστευση και το εμπόριο – με την ανάγκη διατήρησης των σχέσεων με ένα μπλοκ – ΕΕ-  που αντιπροσώπευε το ήμισυ του εμπορίου και μοιραζόταν ένα χερσαίο σύνορο με το Ηνωμένο Βασίλειο στη Βόρεια Ιρλανδία.

Οι περισσότεροι ψηφοφόροι και οι περισσότεροι πολιτικοί, δεν φάνηκε αρχικά να αντιλαμβάνονται την πραγματικότητα και τις σοβαρές επιπτώσεις σε πολλούς τομείς της οικονομίας. Η Τερέζα Μέι απέτυχε να ελιχθεί ανάμεσα στους «πουριτανούς» και τους πραγματιστές του Brexit και παραιτήθηκε μετά από τρία δύσκολα χρόνια.

Τότε εμφανίστηκε ο Μπόρις Τζόνσον, ο οποίος προκήρυξε και κέρδισε πρόωρες εκλογές υποσχόμενος να “υλοποιήσει το Brexit”.

Οι εκλογές του 2019, και γενικότερα η θητεία του Τζόνσον είδαν τους βουλευτές του κόμματος και το εκλογικό του σώμα να μετατοπίζονται από τον «κεντρισμό», τύπου Κάμερον σε ένα πιο σκληροπυρηνικό όραμα για το Brexit, τη μετανάστευση και το εμπόριο.

Για μια μεγάλη μερίδα του Συντηρητικού Κόμματος, η προσήλωση στο Brexit συνδυάστηκε – ατυχώς τελικά – με μια γενικότερη καχυποψία για την τεχνογνωσία και τους θεσμούς, αλλά και την πεποίθηση ότι ένα αδέσμευτο Ηνωμένο Βασίλειο μπορεί να σταθεί όρθιο και…μόνο του ως παγκόσμια δύναμη. Μα η γκλαμουράτη εποχή της Βρετανικής αυτοκρατορίας προ πολλού είχε παρέλθει. ‘Η μήπως όχι για τους Τόρις, το κόμμα που έχει ζωή διακοσίων ετών και σήμερα εμφανίζεται διχασμένο όσο ποτέ στο παρελθόν; Πόσο εφικτή είναι πλέον η πολυπόθητη ενότητα των Συντηρητικών και πόσο ευέλικτος μπορεί να γίνει ο νέος πρωθυπουργός Ρίσι Σούνακ ώστε να συμφιλιώσει το κόμμα και παράλληλα να ανοίξει ένα αρχικά μικρό παράθυρο επικοινωνίας με την ΕΕ; Τα βλέμματα όλων είναι στραμμένα στην εξαγγελία του οικονομικού προγράμματος των Τόρις και στις αντιδράσεις του βρετανικού λαού όπως αυτές θα αποτυπωθούν σε προσεχείς δημοσκοπήσεις.