Η δυσάρεστη εκκρεμότητα ενός πολέμου

ΤΙ ΔΕΝ ΕΧΕΙ ΕΙΠΩΘΕΙ ΑΥΤΟΝ ΤΟΝ χρόνο για τον πόλεμο στην Ουκρανία; Οι πολίτες, συχνά και οι καλοπροαίρετοι, αρχίζουν «να μην αντέχουν» τη δυσάρεστη εκκρεμότητα του πολέμου.

Αυτή η επιθυμία, αν δεν συνδέεται με κάποια πολιτική δολιότητα ή με μασκαρεμένη «κατανόηση προς τη ρωσική πλευρά», μοιάζει εύλογη και κατανοητή: στις σύγχρονες κοινωνίες οι άνθρωποι δεν έχουν κατά νου τη στρατιωτική βία και τις πολεμικές καταστροφές. Φοβούνται ενδεχομένως την καταστροφή από σεισμό ή πλημμύρα, ανησυχούν για χρέη ή για κάποια επικείμενη ιατρική εξέταση, όχι όμως τις βολές του πυροβολικού ή τους πυραύλους.

Ένα «παλιάς κοπής», άγριο πολεμικό μέτωπο, με πολιορκίες πόλεων και ερείπια, με πτώματα σκορπισμένα σε αγρούς και καμένα τανκ, συνεχίζει να παραμένει αδιανόητο. Και τώρα που κλείνει χρόνος με αυτό το αδιανόητο, πολλοί λένε πως έχουν κουραστεί.

Θα πει κανείς πως κάτι τέτοιο είναι πολυτέλεια, σκέτος αστικός εγωισμός και ηθική δειλία. Δεν είναι όμως απαραίτητα κάτι τέτοιο. Στις φιλελεύθερες δημοκρατίες οι πολίτες δεν είναι «προορισμένοι» για τον πόλεμο, ούτε για την κατανόηση ούτε για τη διεξαγωγή του.

Και επειδή ζούμε πια σε έναν πολιτισμό του χρυσόψαρου, με διαρκή απόσπαση προσοχής και αβαθές «σκρολάρισμα», δυσκολευόμαστε να αισθανθούμε τη διάρκεια του πολέμου. Δεν έχουμε μεγάλες δυσκολίες με τους εφήμερους κρότους, τα θερμά επεισόδια ή τα σποραδικά πυρά. Τώρα όμως, έναν χρόνο μετά τις 24 Φεβρουαρίου του 2022, η διάρκεια αυτού του πολέμου γίνεται κι αυτή πηγή αυτής της ιδιόμορφης κόπωσης.

Κάπου εδώ όμως τελειώνει η κατανόηση της θεμιτής, φυσιολογικής κόπωσης. Από ένα σημείο και μετά, η επίκληση της κρύβει άλλες σκέψεις και προθέσεις. Γιατί είναι η διάρκεια ακριβώς και η φύση αυτού που συμβαίνει στην Ουκρανία που διδάσκει κάτι για το τι σημαίνει να είναι κανείς πολίτης.

Από πολλές απόψεις, το κοσμοϊστορικό μήνυμα αυτού του χρόνου είναι η αξιοπρέπεια της παρουσίας ενός λαού μέσα στην τραγωδία που του έτυχε. Αυτός ο συνδυασμός χιούμορ, καρτερικότητας και σθένους, η δυνατότητα της πιο σύγχρονης, αστικής ζωής να μη λυγίσει στον νόμο των ερειπίων και στη λογική των καταφυγίων, όλο αυτό μας έδειξε τι σημαίνει πολίτης μιας χώρας.

Ο πολίτης δεν είναι στρατιώτης ούτε πλάσμα της θυσίας και του ηρωισμού. Είναι κοινός, καθημερινός άνθρωπος με χίλιους δυο φόβους και μικρές ιδιοτέλειες, που ωστόσο αντέχει και ενίοτε υψώνεται πάνω από το συνηθισμένο του πεπρωμένο. Κουράζεται κι αυτός, ιδίως μάλιστα αυτός που υποφέρει τις άμεσες συνέπειες του πολέμου. Δεν αφήνει όμως την κούραση και τη λύπη του, τον θυμό ή την εξάντλησή του να τον οδηγήσουν στην αναξιοπρέπεια και στην υποταγή στο μοιραίο.

Όπως λοιπόν ο πολίτης της Ουκρανίας έμαθε να συνδυάζει το ήθος της αντίστασης με συνήθειες και τρόπους της πιο cool σύγχρονης ζωής, έτσι κι εμείς, οι τρίτοι και «απέξω», πρέπει να μάθουμε πώς να συνδυάζουμε την αλληλεγγύη με το ενδιαφέρον για τις δικές μας μέριμνες, τις δικές μας προσωπικές και συλλογικές ανάγκες. Η κόπωση είναι φυσιολογική όχι όμως και η εγκατάλειψη των Ουκρανών στη μοίρα τους ή η πίεση να αποδεχτούν «επιτέλους» τον ακρωτηριασμό της χώρας τους.

Η κόπωση και τα άλλα «δικά μας προβλήματα» δεν είναι έτσι επιχείρημα ικανό να σταθεί απέναντι στην έμπρακτη, αδιάσπαστη αλληλεγγύη. Προβάλλοντας τον συλλογισμό στη διεθνή εμπειρία και συζήτηση για το τι κάνουμε λοιπόν με τον πόλεμο στην Ουκρανία, δεν μπορούμε να είμαστε με όλους. Αν έχει δίκιο ο Τίμοθι Σνάιντερ, η Αν Απλμπάουμ ή ο Ραφαέλ Γκλικσμάν, αυτό σημαίνει πως ο Χάρμπερμας ή ο Τζέφρι Σακς έχουν άδικο. Αν έχει δίκιο ο Ντέιβιντ Γκίλμουρ, τότε ο Ρότζερ Γουότερς με τις συμβατικές θέσεις του στυλ «ποιος προκάλεσε τη Ρωσία» έχει άδικο. Αν έχουν δίκιο τόσοι διεθνείς καλλιτέχνες που επιμένουν στην ενεργητική αλληλεγγύη με τους Ουκρανούς, οι δικοί μας δεκάδες και εκατοντάδες σιωπηλοί ή ίσων αποστάσεων θυμόσοφοι καλλιτέχνες έχουν άδικο.

Καθώς ο πόλεμος κλείνει έναν χρόνο και όλοι θέλουμε να τελειώσει για να μπορέσει αυτή η χώρα να ανασυγκροτηθεί και να τιμήσει τους νεκρούς της, η κόπωση είναι μια πραγματικότητα, ένα αναντίρρητο ψυχικό και κοινωνικό δεδομένο στις περισσότερες κοινωνίες. Δεν είναι όμως πολιτικό επιχείρημα ούτε δικαιολογεί εκπτώσεις στην αλληλεγγύη. Και αν υπάρχει ανάγκη για ένα νέο κίνημα ειρήνης, αυτό σε καμιά περίπτωση δεν θα έπρεπε να αδιαφορεί για το αν θα νικήσει ένας μεταμφιεσμένος ολοκληρωτισμός ή όχι.