Τα κορίτσια που αγκαλιάσαμε
Με τα οποία πλαγιάσαμε,
Τους φίλους που ήπιαμε παρέα,
Τους συγγενείς, που μας τάισαν και μας αγόραζαν τα πάντα,
Τ’ αδέλφια και τις αδελφές, που μας αγάπησαν τόσο,
Τους γνωστούς, τους τυχαίους γείτονες στο πάνω πάτωμα,
Τους συμμαθητές, τους δάσκαλους, – όλους μαζί,
– Γιατί δεν τους βλέπω πια,
Που εξαφανίστηκαν;
Πλησιάζει το φθινόπωρο, άλλη μια άνοιξη έρχεται,
Η νέα άνοιξη θορύβους άγνωστους βγάζει στις φυλλωσιές,
Μπροστά μου όμως ξαναπερνάνε, με προσπερνάνε μέσα στη νύχτα,
Στην ολόφωτη μέρα – όμορφα άγνωστα πρόσωπα.
Είναι άραγε όλοι αυτοί νεκροί, αν είναι δυνατόν να είναι αλήθεια.
Καθένας που μ’ αγάπησε, μ’ αγκάλιασε, γέλασε,
Αν είναι δυνατόν να μην ακούω από μακριά του αδελφού την κραυγή,
Αν είναι δυνατόν να έχουν φύγει,
Και να απέμεινα μοναχός;
Εδώ είναι, ανάμεσα στους παλιούς και τους νέους δρόμους,
Περπατάω μόνος, δίχως να συναντώ κανέναν πια,
Απαγορεύεται να μπω: στα στενά καθαρά σκαλοπάτια
Και τα ξένα διαμερίσματα ηχούν στον πόνο μου.
Ήχησε, ήχησε, λοιπόν, νέα ζωή πάνω στον θρήνο μου,
Και, μέτρα πόσες ακόμη, νέες αγάπες, συνήθισε, πόσες και πόσες; ακόμη απώλειες,
Στ’ άγνωστα πρόσωπα, στον ξένο θόρυβο και στα νέα φορέματα,
Ήχησε, ήχησε, λοιπόν, κλείνοντας μου κατάμουτρα την πόρτα.
Φώναξε, λοιπόν, από πάνω μου με το νέο, μεγάλο λάβαρο σου,
Τράνταξε από πάνω μου, αντανακλώντας την σκιά μου
Με την σκληρή σου πέτρα,
Την φωτεινή πέτρα που ‘ναι φάρος μέσ’ στο σκοτάδι,
Αφήνοντας με, αφήνοντας με μαζί με τους νεκρούς μου.
Ιωσήφ Μπρόντσκι “Το ιντερμέτζο του Ιούνη”
Στη φωτογραφία ο ποιητής με την Μαρία Σοσάνι, μεταφράστρια του στα Ιταλικά και δεύτερη σύζυγό του, όπως τους συνέλαβε ο φακός του επιστήθιου φίλου του Μιχαήλ Μπαρίσνικοφ.
 facebook Δημήτρης Τριανταφυλλίδης