Η παλαιστινιακή πόλη Τζενίν, οι νέες ισραηλινές επιθέσεις και η πάλαι ποτέ ζωή στους καταυλισμούς.
Σκόρπια αντικείμενα, σε διάπλατους πια στο φως της ημέρας χώρους, με την ίδια σιωπή που συνήθως συνοδεύει τις σκιές, κάπου εκεί στους καταυλισμούς της Τζενίν.
Ενα κοράνι πεταμένο στην άκρη του μισογκρεμισμένου δωματίου. Δίπλα του ένα βιβλίο εκμάθησης της αγγλικής γλώσσας, μια εντυπωσιακή φωτογραφία του Ντι Κάπριο χαμογελαστού, κεφάτου, έμπλεου ζωής, σαν την πλέρια ζωή που έκρυβε μέσα της λίγο πριν από τους βομβαρδισμούς η Χανάν, η 16χρονη Παλαιστίνια που ονειρευόταν να ταξιδεύσει στην Αμερική.
Δεν είχαν περάσει παρά τρεις εβδομάδες που έλεγε στις φίλες της ότι στη Βοστώνη, σε κάποιο πανεπιστήμιο, μια ομάδα Παλαιστινίων έχει ειδικευτεί σε θέματα γενετικής και προγραμματίζει να αναλάβει τα έξοδα των σπουδών νεαρών Παλαιστινίων που θα ‘θελαν να κάνουν τέτοιες σπουδές.
Τώρα η Χανάν περιφέρεται μόνη στους λασπωμένους δρόμους του καταυλισμού. Οι γονείς της σκοτώθηκαν την πρώτη μέρα των βομβαρδισμών κι ο αδελφός της κρύβεται, βαριά τραυματισμένος, σ’ ένα γειτονικό σπίτι. O αδελφός της, λοιπόν, αυτό το όμορφο παλικάρι των 19 χρόνων που έσφυζε από ζωή και κέφι, τρεις μέρες τώρα κουρνιάζει κάτω από ένα τρίποδο τραπέζι, με το σώμα του και το πρόσωπό του πνιγμένα στα εγκαύματα. Ισα που πρόλαβε να τρέξει, τη στιγμή που μια χειροβομβίδα τραυμάτιζε θανάσιμα τους δύο κολλητούς του φίλους. Κάτι μικρά παιδιά τριγυρίζουν δίπλα του, πότε του τραγουδούν, πότε του παριστάνουν τους Ισραηλινούς στρατιώτες, πότε κόβουν κομμάτια από τα ρούχα τους και του σκεπάζουν τις πληγές του.
Η Χανάν δεν μπορεί να τον πλησιάσει, γιατί θα τον προδώσει. Ενας ξένος δημοσιογράφος που την είδε να περπατάει κλαίγοντας, της είπε πως σύντομα όλα θα τελειώσουν κι ότι θα μπορέσει να μεταφέρει τον αδελφό της στο νοσοκομείο. Αν ζει μέχρι τοτε, ψιθυρίζει η Χανάν. Αλλωστε έχει ακούσει πως κυκλοφορεί φιρμάνι στα ισραηλινά νοσοκομεία να μη δέχονται Παλαιστίνιους τραυματίες. Αλλά μήπως τα λιγοστά παλαιστινιακά νοσοκομεία διαθέτουν πια τα φάρμακα για να βοηθήσουν τον αδελφό της;
Η Χανάν παρακολουθεί με προσοχή τα βήματα του ξένου δημοσιογράφου και κάποια στιγμή αλαφιάζει. Πρόσεχε πού πατάς, του φωνάζει με σπασμένα αγγλικά. Εκεί που είσαι, ακριβώς από κάτω βρίσκεται το γειτονόπουλό μου, ο Αμπού. Νεκρό θα είναι. T’ άκουσα να ουρλιάζει τη στιγμή που η στέγη έπεφτε στο κεφάλι του. Και να σκεφθείς ότι ήταν διανοητικά ανάπηρο. H μάνα του του κρατούσε ώρες το στόμα κλειστό για να μην τον ακούσουν οι Ισραηλινοί που περιπολούσαν τη νύχτα. Τώρα κανείς από την οικογένεια δεν ζει για να εκφράσει φωναχτά την αγωνία του…
Στην επόμενη γειτονιά, ο ίδιος δημοσιογράφος κοντοστέκεται για να δει αυτό που λέμε θαύμα της ζωής. Μια ομάδα πιτσιρικαρίας με το βλέμμα γουρλωμένο σαν για πρώτη φορά στον θαυμαστό κόσμο της Ντίσνεϊλαντ παρακουθεί μια γυναίκα που αγωνίζεται να φέρει στον κόσμο το μωρό της. Είναι ακουμπισμένη ανάμεσα σε κάτι τεράστιες πέτρες, από αυτές των χαλασμάτων, το πρόσωπό της το ‘χει καλύψει με τη μανδήλα και άφωνη σχεδόν, λουσμένη στον ιδρώτα, επιχειρεί να δώσει συνέχεια σ’ αυτό που πιστεύει εκείνη ορθό, λογικό, αναμενόμενο. Τη γέννηση ενός παιδιού.
Ο δημοσιογράφος επιταχύνει το βήμα του. Θέλει να βρει κάποιον να φωνάξει, να βοηθήσει τη γυναίκα. Το μάτι του παίρνει μια ομάδα Ισραηλινών στρατιωτών που περιπολούν. Εχουν πάψει πια να πυροβολούν. Και τι έχει απομείνει δηλαδή για να πυροβολούν; Αλλωστε, η απόφαση του Ισραηλινού ανωτάτου δικαστηρίου να αναθέσει στο στρατό και στις οργανώσεις αρωγής να μαζέψουν τα πτώματα της Τζενίν και να τα παραδώσουν στους Παλαιστινίους δεν αμφισβητείται από κανέναν. Τους προλαβαίνει και τους εξηγεί τι συμβαίνει. Στην αρχή, εκείνοι κάνουν ότι δεν καταλαβαίνουν, για να αγριέψουν γρήγορα, λέγοντας στον έκπληκτο δημοσιογράφο: «να πεθάνει η σκύλα».
Κι εκείνος έχοντας δει από απόσταση αναπνοής το τι σημαίνει να μισείς με τέτοιο πάθος, σκέφθηκε εκείνο τον ποιητή των φοιτητικών του χρόνων που έλεγε: φαίνεται πως χάσαμε τον φωτεινό κόσμο, όπου η μία σκέψη έκοβε την άλλη ξεκάθαρα. Τώρα, υπάρχει απλώς ένας ορυμαγδός σκέψεων, τις περισσότερες φορές αποτρόπαιων σκέψεων.
Λέγεται ότι ανάμεσα στους πεφωτισμένους Παλαιστινίους, αυτούς που στην πραγματικότητα σύρουν τις γραμμές της ελπίδας για έναν ολόκληρο λαό, υπάρχουν θαυμάσιοι ποιητές. Ενας από αυτούς είναι ο Μαχμούντ Νταρουίς, του οποίου οι ποιητικές συλλογές έχουν μεταφραστεί στα γαλλικά και κυκλοφορούν ήδη με επιτυχία.
«Η ποίηση της αντίστασης πρέπει να ξεκινάει από εσένα τον ποιητή», έλεγε στις αρχές της δεκαετίας του ’70 ο νεαρός τότε Μαχμούντ Νταρουίς που σήμερα περιλαμβάνεται στον εσωτερικό κύκλο του Γιασέρ Αραφάτ, ενώ παράλληλα είναι στενός συνεργάτης της Παλαιστίνιας πρεσβευτού στη Γαλλία.
Τριάντα χρόνια μετά τα πρώτα σκιρτήματα της ποίησης και του μύθου, όλοι μιλούν για τον πατριωτικό λυρισμό του ποιητή που σήμερα πια συγκαταλέγεται μεταξύ των πιο μεγάλων του αραβικού κόσμου. «Εχει σημασία», λεει ο ποιητής, «να γαλουχείς τα παιδιά με το νέκταρ της ελευθερίας, αρκεί να μην τους το δίνεις αποξενωμένο από τη μαγεία του μύθου και της ποίησης. Αρκεί το όνειρο για την ίδρυση παλαιστινιακού κράτους να μην το παρουσιάζεις αποστεωμένο, αφυδατωμένο, γυμνό, χωρίς πολύχρωμες κορδέλες. Εννοιες, όπως της ελευθερίας, της πατρίδας, του σεβασμού του συναθρώπου περνάνε υποχρεωτικά μέσα από τον στίχο και τα μεταφορικά μηνύματά του. Αλλιώς παραμένουν στεγνές δυσνόητες εκφράσεις».
Στους χωματένιους δρόμους της Τζενίν, στα γκρεμισμένα από τις μπουλντόζες σπίτια, απ’ όπου οι ένοικοί τους πηδούσαν από τα παράθυρα, μη και τους προλάβει ο θάνατος της μπουλντόζας, η ποίηση δεν βρίσκει τρόπους να εκφραστεί. H Χανάν, ο αδελφός της και τόσοι ακόμη νέοι άνθρωποι που τώρα πια ελπίζουν μόνον στη διεθνή βοήθεια, όχι για να αποκτήσουν το σπίτι που έχασαν, αλλά για να φάνε απλώς, αναρωτιούνται νύχτα και μέρα αν εξακολουθούν να υπάρχουν στις εγκυκλοπαίδειες λέξεις, όπως ελευθερία και πατρίδα. Το μόνο που γνωρίζουν είναι τα σφάλματα τα δικά τους και των άλλων. Αλλά κι ότι οι αντιθέσεις οδηγούν πάντα σε συγκρούσεις. Οι καινούργιες τάσεις που αναπτύσσονται, καταστρέφουν τις παλιές δομές, τους παλιούς πολιτισμούς, τους θεσμούς στους οποίους οι γονείς και οι παππούδες τους ήταν προσδεδεμένοι. Κανένα όμως από τα παιδιά που χορεύουν και τραγουδούν γύρω από τον καψαλισμένο από τα σκάγια της χειροβομβίδας αδελφό της Χανάν, δεν μπορεί να συλλάβει πως το παιγνίδι του γίγνεσθαι είναι θαυμαστά πολύπλοκο. Κι ότι η ιστορία, αυτή που περιλαμβάνει και την ποίηση, τις περισσότερες φορές παρεκκλίνει, παραπατάει, αλλάζει γραμμή και εκτρέπεται. Οι άνθρωποι της Παλαιστίνης σήμερα ζουν ακριβώς αυτή την εκτροπή. Αν θα επανέλθουν, μένει να αποδειχθεί. Εως τότε, όμως, θα πρέπει να γιγαντώσουν μέσα τους την τολμηρή φαντασία, προσδοκώντας μέσα από τον γιγαντισμό να βιώσουν την τολμηρή πραγματικότητα.
Ρίτσα Μασούρα
Το κείμενο αυτό ανασύρθηκε από το αρχείο της Καθημερινής, με αφορμή τις τελευταίες επιθέσεις ισραηλινών στην παλαιστινιακή πόλη Τζενίν.
Ισραηλινή επίθεση στη Τζενίν – Επτά Παλαιστίνιοι νεκροί-δεκάδες τραυματίες
Μεγάλης κλίμακας στρατιωτικές επιχειρήσεις έχουν εξαπολύσει οι Ένοπλες Δυνάμεις του Ισραήλ (IDF) στην παλαιστινιακή πόλη Τζενίν, στη Δυτική Όχθη, με αποτέλεσμα τουλάχιστον επτά Παλαιστίνιοι να χάσουν τη ζωή τους και δεκάδες να τραυματιστούν. Oι επιχειρήσεις άρχισαν με επιθέσεις drones στην πόλη και κυρίως στον προσφυγικό καταυλισμό και ακολούθησαν χερσαίες επιχειρήσεις. Εκρήξεις και πυρά πυροβόλων αναφέρθηκαν σε όλες τις συνοικίες, ενώ οι Ταξιαρχίες της Τζενίν, που απαρτίζονται από μέλη διαφόρων παρατάξεων των Παλαιστινίων ανακοίνωσαν πως ενεπλάκησαν σε μάχες με τις δυνάμεις του ισραηλινού στρατού…