55
H σημαντική προβολή της Ελλάδας διεθνώς μέσα από συγγραφείς και διανοουμένους
Η πιο αποτελεσματική και η πλέον ανέξοδη προώθηση της Ελλάδας έγινε γραπτώς. Οσα εκατομμύρια κι αν ξοδεύτηκαν σε διαφημιστικές καμπάνιες, τίποτε ίσως δεν μπορεί να συγκριθεί με τη δωρεάν προβολή που προσέφεραν μια σειρά συγγραφέων και διανοουμένων οι οποίοι, είτε γυρεύοντας μια διέξοδο από την «πολιτισμένη» Δύση, είτε μαγνητισμένοι από το ελληνικό φως, ανακατεύτηκαν με τον τόπο μας και μπόλιασαν το έργο τους με τον θαυμασμό τους γι’ αυτόν.
Γράφει η Σταυρούλα Παπασπύρου
«…Ακτινοβολούμε από ικανοποίηση που βρισκόμαστε στην Αθήνα. Και κατ’ αρχήν, για το κλίμα, μας φαίνεται πως είναι άνοιξη σε σύγκριση με την Πόλη που, μες το χειμώνα, είναι πραγματική Σιβηρία. Εδώ ξαναβρήκαμε τις μυρτιές και τα λιόδεντρα που μας θυμίζουν την καλή μας Συρία… Και κατόπιν τα ερείπια! Τα ερείπια! Τι ερείπια! Τι άνθρωποι αυτοί οι Ελληνες! Διαβάζουμε, κρατούμε σημειώσεις. Οσο για μένα βρίσκομαι σε ολύμπια κατάσταση, ρουφώ την αρχαία τέχνη μ’ όλο μου το νου. Η θέα του Παρθενώνα είναι ένα απ’ τα λίγα πράγματα σε τούτη τη ζωή που χαράχτηκαν τόσο βαθιά μέσα μου…».
Εχει περάσει πάνω από ενάμισης αιώνας από την εποχή που ο Γκιστάβ Φλομπέρ έστελνε στη μητέρα του εντυπώσεις από την Ελλάδα, τελευταίο σταθμό ενός μεγάλου ταξιδιού του προς την Ανατολή («Γράμματα του Φλομπέρ απ’ την Ελλάδα», εκδ. Αγρα). Οπως, όμως, οι περισσότεροι ξένοι περιηγητές τότε, έτσι κι εκείνος δεν ενδιαφερόταν ν’ αφουγκραστεί τον παλμό όσων συνέβαιναν γύρω του, αλλά να εντοπίσει τ’ απομεινάρια από ένα πολύ μακρινό και πολύ ενδοξότερο παρελθόν. Και δεν παρέλειψε, αποχωρώντας, να πάρει ως ενθύμια μαζί του «δυο μαρμάρινα κομμάτια», το ένα από την Ακρόπολη και το άλλο από τον ναό του Επικουρείου Απόλλωνος…
Μέχρι ν’ αρχίσει ν’ αποτυπώνεται η νεοελληνική πραγματικότητα στις διεθνείς λογοτεχνικές σελίδες, έπρεπε να περιμένουμε κάμποσες δεκαετίες ακόμη. Τι κι αν ο Χένρι Μίλερ δεν επέστρεψε ποτέ ξανά στην Ελλάδα μετά τον χειμώνα του ’39; Αποδεχόμενος την πρόσκληση του – ήδη εγκατεστημένου στην Κέρκυρα- Λόρενς Ντάρελ να βιώσει την ελληνική εμπειρία, πέρασε εδώ, συντροφιά με τον Σεφέρη και τον Κατσίμπαλη, μερικούς απ’ τους ωραιότερους μήνες της ζωής του, τους οποίους απαθανάτισε έπειτα σ’ αυτήν την ιδιότυπη ελληνική ανθρωπογεωγραφία που ήταν ο «Κολοσσός του Μαρουσιού» (εκδ. Μεταίχμιο).
«Το φως της Ελλάδας μου άνοιξε τα μάτια, διαπέρασε τους πόρους μου, διεύρυνε ολόκληρη την ύπαρξή μου», κατέληγε στο βιβλίο του ο Μίλερ. Αλλά κι ο φίλος του, ο κατοπινός δημιουργός του «Αλεξανδρινού κουαρτέτου», το είχε ομολογήσει: «Αλλες χώρες μπορεί να σου προσφέρουν ανακαλύψεις σε τρόπους, παραδόσεις, τοπία. Η Ελλάδα σου προσφέρει κάτι σκληρότερο, την ανακάλυψη του εαυτού σου». Το αντίδωρο του Ντάρελ γι’ αυτό, ήταν βιβλία σαν τα «Ελληνικά νησιά» και τη «Σπηλιά του Πρόσπερου», έργο αντλημένο από την εξάχρονη παραμονή του στην Κέρκυρα, με τη δική της μυστική ζωή, τους βαθύτερους ήχους και τους συμβολισμούς της (εκδ. Μεταίχμιο). Ενα νησί που εξύμνησε κι ο αδελφός του, Τζέραλντ Ντάρελ, στο ξεκαρδιστικό «Η οικογένειά μου και άλλα ζώα» (εκδ. Καλειδοσκόπιο) εμπνέοντας με τη σειρά του γενιές και γενιές ταξιδιωτών.
Στο «Αναπλάθοντας τον Παράδεισο» (εκδ. Εξάντας), ο Εντμουντ Κίλι θα το τονίσει: «Η γενιά των συγγραφέων που ακολούθησαν τον Μίλερ και τον Ντάρελ τούς χρωστάει πολλά, γιατί άνοιξαν νέους δρόμους για να βλέπουν την Ελλάδα. Η Πελοπόννησος στα βιβλία του Κέβιν Αντριους και του Πάτρικ Λι Φέρμορ, είναι ριζωμένη στη σύγχρονη ιστορία του τόπου, στον πόλεμο που φόβισε τα χωριά του, στις ιδιοσυγκρασίες της γλώσσας και των εθίμων. Τα διάφορα πορτρέτα της Ελλάδας από τον Φίλιπ Σέραρντ, υπογραμμίζουν τις θρησκευτικές και ποιητικές παραδόσεις που ακόμη καθορίζουν τον ολοζώντανο πολιτισμό της χώρας».
Ο κατάλογος των επιγόνων είναι μακρύς. Οπως ο Ζακ Λακαριέρ, που πάντα συνέδεε στα γραπτά του τον αρχαίο κόσμο με τον νεοελληνικό (βλ. «Ελληνικό καλοκαίρι» και «Ερωτικό λεξικό της Ελλάδας» (εκδ. Χατζηνικολή), έτσι κι ο βρετανός ποιητής κι αρχαιολόγος Πίτερ Λίβι, έδεσε τις σκέψεις του απ’ τα οδοιπορικά του στη Μάνη, την Κρήτη ή την Ολυμπία με αναφορές σε πρόσωπα και γεγονότα του ’60 και του ’70 (βλ. «Ο λόφος του Κρόνου», Μεταμεσονύκτιες Εκδόσεις). Κι αν ο Μισέλ Ντεόν ύμνησε τις Σπέτσες όταν ακόμη ήταν αμόλυντες «από την εκπόρνευση του τουρισμού και της “οικονομικής ανόδου”», ο βρετανός συγγραφέας Τζον Φόουλς εμπνεύστηκε από το ίδιο νησί ένα από τα κορυφαία έργα του, τον «Μάγο» (εκδ. Εστία), του οποίου ο πρωταγωνιστής ενηλικιώνεται μέσα από τη μύησή του στο ελληνικό τοπίο.
Ακόμα πιο μακρύς είναι ο κατάλογος όσων θέλησαν να μοιραστούν τις έστω και φευγαλέες εντυπώσεις τους από τη χώρα μας. Μόνο στον τόμο «Σελίδες για την Ελλάδα του 20ού αιώνα» (εκδ. Ολκός), όπου ο Παναγιώτης Μουλλάς και η Βάσω Μέντζου ανθολογούν ημερολόγια, άρθρα, επιστολές, απομνημονεύματα ή ρεπορτάζ γάλλων ταξιδιωτών, θα συναντήσουμε υπογραφές όπως του Ζιντ και της Γιουρσενάρ, του Μοριάκ και του Μαλρό, του Ζενέ και του Κοκτό, του Ρεϊμόν Κενό και του Ρολάν Μπαρτ, του Σαρτρ και της Μποβουάρ, του Αλμπέρ Καμί. Αντίστοιχα πλούσια είναι η συλλογή κειμένων που δημοσιεύτηκε στο «Δέντρο» το καλοκαίρι του 2008 με τίτλο «Αυτό δεν το έχω ξαναδεί πουθενά». Ξεφυλλίζοντάς την, θα δούμε τον Πέτερ Χάντκε να εκπλήσσεται που δεν βρίσκει ούτε ένα μικρό ξενοδοχείο στον Κολωνό, τη Βιρτζίνια Γουλφ να μπαίνει στον πειρασμό να εγκατασταθεί στους Δελφούς για πάντα, τον Μαξ Φρις να διαισθάνεται την παρουσία του γερο-Πάνα ακόμα και στην σύγχρονη Πελοπόννησο…
Ανάμεσα στους σημαντικούς συγγραφείς που πέρασαν ένα διάστημα στην Ελλάδα, και ο Ντον Ντε Λίλο. Σ’ ένα άλλωστε από τα πιο φιλόδοξα έργα του, «Τα ονόματα» (εκδ. Εστία), που ξεκινά με την αντιδιαστολή του «σοβαρού, σιωπηλού βράχου» της Ακρόπολης και της «ανοργάνωτης, βουερής» Αθήνας, ζωντανεύει μια αίρεση φανατικών μυστικιστών η οποία κυκλοφορεί στα ελληνικά νησιά! Στα «Δύο πρόσωπα του Ιανουαρίου» της Πατρίτσια Χάισμιθ (εκδ. Αγρα), τρεις αμερικανοί ήρωες βρίσκονται δέσμιοι ο ένας με τον άλλο σ’ έναν αγώνα ολέθρου, ο οποίος εκτυλίσσεται με φόντο την Ελλάδα των αρχών του ’60 , ανάμεσα στο «Μπραζίλιαν» και τη «Μεγάλη Βρετανία», το Μουσείο Μπενάκη και τα φτηνοξενοδοχεία της Ομόνοιας. Και δεν ξεχνάμε, βέβαια, το «Νησί», το μπεστ σέλερ της Βικτόρια Χίσλοπ (εκδ. Διόπτρα), όπου ξεδιπλώνεται η ζωή των λεπρών στη Σπιναλόγκα, μια ιστορία που οι περισσότεροι ανάμεσά μας αγνοούσαμε.
Οσο και αν η λάμψη της ως εξωτικού προορισμού θαμπώθηκε με το πέρασμα του χρόνου, η Ελλάδα εξακολουθεί να βρίσκει θέση στις διεθνείς σελίδες, όπως φάνηκε με το «Δείπνο με την Περσεφόνη» της αμερικανίδας δημοσιογράφου Πατρίτσια Στόρας στο τέλος του 20ού αιώνα (εκδ. Καστανιώτη) και με την «Οδό Ευρυδίκης» της Σόφκα Ζινόβιεφ (εκδ. Διόπτρα). Ειδικά το τελευταίο, που κυκλοφορεί όχι μόνο στον αγγλόφωνο κόσμο αλλά και στην Ολλανδία και την Τουρκία, είναι ίσως ο πιο σπαρταριστός κι ακριβοδίκαιος οδηγός για την Ελλάδα του σήμερα, από μια γυναίκα που την επέλεξε σαν δεύτερη πατρίδα της, έτοιμη να την αποδεχτεί μ’ όλα της τα καλά κι όλα της τα στραβά.
facebook