Ο περιορισμός της υπερπολιτικοποίησης των θεσμών πιθανότατα θα βοηθήσει στην καλύτερη λειτουργία των δημόσιων οργανισμών.

 Γράφει ο καθηγητής Χαρίδημος Κ. Τσούκας 

Σαν τα έντομα μου έλκονται και περιστρέφονται διαρκώς γύρω από τους προβολείς, επιστρέφουμε συνέχεια, μετά από κάθε φυσική καταστροφή ή μείζονα θεσμική αποτυχία, στο αρχέγονο, από συστάσεως της χώρας, ερώτημα για την ποιότητα του κράτους. Και σε άλλες χώρες συμβαίνουν εξαιρετικώς δυσάρεστα μείζονα συμβάντα στο δημόσιο βίο αλλά μόνον εμείς τα χρησιμοποιούμε σαν εφαλτήρια για να αμφισβητήσουμε, σχεδόν αυτόματα, το κράτος συνολικά.

Υπάρχουν λόγοι για τους οποίους το κάνουμε αυτό, τους οποίους όσο δεν αντιμετωπίζουμε, τόσο θα αναπαράγουμε τη θεσμική παθολογία μας.

Ο Αμερικανός που είδε το διαστημόπλοιο Τσάλεντζερ να πέφτει το 1986, τους Δίδυμους Πύργους να γκρεμίζονται το 2001, τη Νέα Ορλεάνη να πλημμυρίζει το 2005, την Καλιφόρνια να καίγεται το 2020, και τη Χαβάη να γίνεται παρανάλωμα πυρός το 2023, έχει μάθει ιστορικά να μην αμφισβητεί την ποιότητα του κράτους, της διακυβέρνησης, και των πολιτικών αξιωματούχων γενικά, αλλά να εντοπίζει την κριτική του σε επιμέρους θεσμούς, φορείς, πολιτικές, και ενέργειες ή παραλείψεις.

Ακριβώς επειδή η κριτική επιμερίζεται, αναδεικνύοντας επιμέρους αστοχίες των εμπλεκομένων οργανισμών και κακές εκτιμήσεις ή παραλείψεις των αρμόδιων αξιωματούχων, επέρχεται οργανωσιακή μάθηση σε βάθος χρόνου.

Τι έγινε λάθος και πού; Γιατί; Τι πρέπει να γίνει για να μην ξανασυμβεί;

Η οργανωσιακή μάθηση καθρεφτίζεται σε εκτενή πορίσματα ερευνητικών επιτροπών (η χαρά των μελετητών, όπως ο γράφων), τα οποία αφενός αναλύουν την αιτιολογία του συμβάντος και της απόκρισης σε αυτό, αφετέρου συστήνουν μέτρα για τη βελτιωτική ανα-θεώρηση των εμπλεκομένων συστημάτων, διαδικασιών, πόρων, και κυρίαρχων προσεγγίσεων. Εμείς, στην Ελλάδα, τείνουμε να μην το κάνουμε αυτό. Η ιστορικά εμπεδωμένη δυσπιστία μας απέναντι στο κράτος συνολικά ενισχύει την προκατάληψή μας ότι κάθε επιμέρους κρατική αστοχία υπογραμμίζει τη συνολική κρατική παθολογία. Επιχαίρουμε εμμέσως γιατί κάθε μείζον συμβάν επιβεβαιώνει την έλλειψη εμπιστοσύνης μας προς το κράτος!

Ποιες είναι οι συνέπειες; Γενικεύουμε την κριτική, προσδίδοντάς της έναν υπέρμετρα πολιτικό χαρακτήρα, και διαιωνίζοντας έτσι την υπερπολιτικοποίηση της κρατικής λειτουργίας. Στο μέτρο που το κάνουμε αυτό, αφενός γενικολογούμε, αφετέρου, εμπλέκοντας επιμέρους προβλήματα στις μυλόπετρες της πολιτικής διαμάχης, τα ανάγουμε σε θέματα κομματικής κατίσχυσης.

Εντασσόμενα σε πολιτικούς υπολογισμούς, μείζονα συμβάντα εργαλειοποιούνται: κυβέρνηση και αντιπολίτευση πασχίζουν να ελαχιστοποιήσουν ή να μεγιστοποιήσουν το πολιτικό κόστος, αντιστοίχως. Τι αφήνουμε απέξω; Τη διοικητική-οργανωτική διάσταση του συμβάντος.

Οταν ένα μείζον συμβάν υπερπολιτικοποιείται, αναζητούνται αμέσως κυβερνητικές ευθύνες, δεν ερευνάται σε βάθος η υποκείμενη οργανωτική-διοικητική-επιχειρησιακή αλυσίδα, ενώ τα ΜΜΕ αλαλάζουν με εντυπωσιοθηρικές κραυγές.

Ακόμα κι όταν, σπάνια, ένα θέμα ερευνάται σε βάθος από ειδικούς, τα προτεινόμενα μέτρα δεν λαμβάνονται σοβαρά υπόψη, καθόσον δεν υφίσταται πολιτικώς ανεξάρτητη, στιβαρή, και με αυτοπεποίθηση δημόσια διοίκηση, με μόνιμα επιτελικά στελέχη (θυμίζω ότι οι γενικοί γραμματείς υπουργείων είναι πολιτικά πρόσωπα), που θα θέσουν σε εφαρμογή τις προτάσεις.

Η συνέπεια; Δεν μαθαίνουμε. Διαιωνίζουμε το φαύλο κύκλο: υπερπολιτικοποιημένη δημόσια διοίκηση, θεσμικές αποτυχίες, υπερπολιτικοποιημένη κριτική, και ξανά η επόμενη στροφή του κύκλου.

Οταν σκαλίζουμε την ανθρωπογενή αιτιακή αλυσίδα που οδήγησε σε ένα οργανωσιακό ατύχημα (π.χ. σιδηροδρομικό ατύχημα Τεμπών), μια φυσική καταστροφή (π.χ. πλημμύρα στη Μάνδρα, εκδήλωση πυρκαγιών), τη συστηματική διάπραξη παράνομων πράξεων (π.χ. παράνομη κατοχή χώρου σε παραλίες και παρεμπόδιση της κοινοχρησίας τους) ή τη δραματικά ανεπαρκή απόκριση σε ένα συμβάν (π.χ. κατάσβεση πυρκαγιάς στο Μάτι, ανοχή της συστηματικής παρανομίας στους αιγιαλούς από τους αρμόδιους, μη αναχαίτιση των επικίνδυνων Κροατών χούλιγκαν παρά την έγκαιρη ειδοποίηση της ΕΛΑΣ από ευρωπαίους ομολόγους τους), τι βρίσκουμε; Τέσσερα στοιχεία: κακό συντονισμό εμπλεκομένων φορέων, τεχνολογική υστέρηση, διοικητική-οργανωτική καχεξία, γραφειοκρατική αδράνεια.

Η δοσολογία των τεσσάρων στοιχείων διαφέρει ανάλογα με το συμβάν, και για να μάθουμε από αυτό πρέπει να αναζητήσουμε την υποκείμενη αιτιολογία και την επιχειρηθείσα απόκριση. Αν δεν το κάνουμε, γενικολογούμε ανέξοδα, πολιτικολογούμε φτηνά, ή απλώς μπουρδολογούμε στα τηλεοπτικά καφενειακά.

Δείτε, για παράδειγμα, το πόρισμα της Επιτροπής Γκόλνταμερ (2019), το οποίο εκπονήθηκε μετά τη φονική πυρκαγιά στο Μάτι.

Το πόρισμα δεν αρκείται μόνο να αναφέρει μακρο-παράγοντες που συντελούν στη δημιουργία όλο και περισσότερων καταστροφικών πυρκαγιών στα δάση και την ύπαιθρο, τις τελευταίες επτά δεκαετίες (π.χ. κλιματική αλλαγή, εσωτερική μετανάστευση, αλλαγές στη χρήση γης, ανύπαρκτο δασολόγιο, κλπ.).

Επιπλέον, εντοπίζει κρίσιμα διοικητικά-οργανωτικά θέματα, όπως: «εμπλοκή κάθε κυβέρνησης στην επιλογή των αρχηγών των Σωμάτων και των θέσεων ευθύνης των φορέων που εμπλέκονται στη διαχείριση των πυρκαγιών»· «προβλήματα οργάνωσης, συντονισμού, ιεραρχίας, αρμοδιότητας και συνεργασίας μεταξύ των εμπλεκόμενων φορέων κατά τη διάρκεια των επιχειρήσεων»· «προβλήματα ενιαίου αντιπυρικού σχεδιασμού (πρόληψη – καταστολή) και συνεργασίας μεταξύ Δασικής Υπηρεσίας και Πυροσβεστικού Σώματος κατά την καταστολή»· «σύγχυση, ασυνεννοησία και διαπληκτισμοί [μεταξύ εμπλεκομένων φορέων] κατά τη διάρκεια της καταστολής των δασικών πυρκαγιών»· «έλλειμα γνώσης και θεσμικού πλαισίου για την εφαρμογή επιστημονικών τεχνικών διαχείρισης της δασικής καύσιμης ύλης»· «τεχνοφοβικό [προσωπικό] με αποτέλεσμα να υπάρχει υπηρεσιακός τεχνολογικός αναχρονισμός», κλπ.

Τα προβλήματα αυτά απαιτούν μεθοδική, μη πολιτικοποιημένη, και αθόρυβη (συν)εργασία από όλους τους εμπλεκόμενους φορείς σε βάθος χρόνου. Οι φωτιές δεν σβήνονται με μεγαλόστομες πολιτικές εξαγγελίες ή εντυπωσιοθηρική κριτική αλλά με συστηματική και διαρκώς πιο εκλεπτυσμένη οργάνωση και διοίκηση στο πεδίο.

Δείτε, επίσης, τη γραφειοκρατική αδράνεια της ΕΛ.ΑΣ. στο θέμα των κροατών χούλιγκαν. Ενώ το γραφείο της Ιντερπόλ του Μαυροβουνίου είχε ενημερώσει την αρμόδια υπηρεσία της ΕΛ.ΑΣ. για την οργανωμένη κάθοδο επικίνδυνων χούλιγκαν, η ΕΛ.ΑΣ. αντέδρασε απλώς «υπηρεσιακά»: κάλεσε τις αστυνομικές υπηρεσίες να λάβουν τα «επιβαλλόμενα μέτρα». Ποια είναι αυτά; Πόσο επείγοντα ήταν; Τι ακριβώς έπρεπε να κάνουν οι περιφερειακές υπηρεσίες, πότε; Οι χούλιγκαν, υπό «διακριτική» παρακολούθηση, αφέθηκαν να έρθουν μέχρι τη Νέα Φιλαδέλφεια!

Τα ουσιαστικά ερωτήματα δεν αφορούν τόσο στις πολιτικές ευθύνες του νέου στο ρόλο υπουργού Προστασίας του Πολίτη, όσο στη στρατηγική που ακολουθεί (;) η Αστυνομία για την αντιμετώπιση της οπαδικής βίας, τις μεθόδους που μετέρχεται, και των ρουτινών που χρησιμοποιεί. Γιατί δεν ενεργοποιήθηκαν αυτές οι ρουτίνες (αν υπάρχουν) εν προκειμένω; Κάνει συναφείς ασκήσεις προσομοίωσης η ΕΛ.ΑΣ.; Γιατί δεν εκτίμησε σωστά η ηγεσία της τον κίνδυνο; Γιατί επικράτησε το ‘υπηρεσιακό’ πνεύμα της αδράνειας;

Αν μας ενδιαφέρει στ’ αλήθεια να ενισχύσουμε την ικανότητα των δημόσιων οργανισμών να αποκρίνονται αποτελεσματικά στις ποικίλες και μείζονες προκλήσεις που αντιμετωπίζουν, πρέπει να μειώσουμε την υπερπολιτικοποίηση των θεσμών, να αλλάξουμε τον τρόπο με τον οποίο μιλούμε γι αυτούς και να ενδυναμώσουμε τον προβληματισμό μας για τη διοικητική-οργανωτική ανάπτυξή τους. Ξέρω ότι αυτό δεν παράγει μιντιακό θέματα, ούτε εντυπωσιακές πολιτικές ειδήσεις. Προστατεύει, όμως, μακροχρόνια, τα δημόσια αγαθά – δημόσια ασφάλεια, σιδηροδρομικές μεταφορές, δάση και αιγιαλούς.

(*) Ο Χαρίδημος Κ. Τσούκας είναι Καθηγητής Στρατηγικής Διοίκησης στην έδρα Columbia Ship Management στο Πανεπιστήμιο Κύπρου και ερευνητής καθηγητής Οργανωσιακής Συμπεριφοράς στο Πανεπιστήμιο Warwick (www.htsoukas.com)

Πηγή: Protagon.gr