1926.
Περπατούσα στην παραλία της Γιάλτας μαζί με τον Βλαντίμιρ Βλαντιμίροβιτς Μαγιακόφσκι. Δεν κάναμε περίπατο, αλλά πηγαίναμε σε μια δουλειά και συγκεκριμένα στην αίθουσα μπιλιάρδου. Ήταν παράξενο που με κάλεσε, είχε πάντα μια τεράστια επιλογή από πρωτοκλασάτους συμπαίκτες. Δεν μπορούσα να τον αγνοήσω, για κάποιο λόγο ήταν στεναχωρημένος… Όταν μου είπε: «πάμε για μπιλιάρδο», τον ακολούθησα αμέσως.
Περπατούσε κάνοντας μεγάλα βήματα. Εγώ, νομίζοντας πως τον ακολουθώ κατά πόδας, απλά έτρεχα, προσπαθώντας να μην μένω πίσω… Καταλαβαίνω ποιος είναι μαζί μου, ξέρω πως είναι μεγαλοφυΐα… Εδώ, στην Κριμαία, ο Μαγιακόφσκι εμφανιζόταν σε διάφορες σκηνές αιθουσών αναψυχής. Τον άκουγαν όλοι, όσοι ήταν εκείνη την εποχή στα θέρετρα της Κριμαίας. Εμείς, οι ηθοποιοί που είχαμε προσκληθεί για να δουλέψουμε στην Νότια ακτή της Κριμαίας, δουλεύαμε παντού. Μας μετέφεραν με ημιφορτηγά, τους πιανίστες και τους τραγουδιστές, τους αναγνώστες και τις μπαλαρίνες. Μας πήγαιναν παντού, κατά μήκος των ακτών: Αλούστα, Σιμείζ, Αλούπκα, Γκουρζούφ… Όλοι, όμως, προσπαθούσαν να βρεθούν στην ίδια εκδήλωση με τον Μαγιακόφσκι.
… Μπήκαμε, λοιπόν, με τον Βλαντίμιρ Βλαντίμιροβιτς στο μπιλιάρδο. Υπήρχαν οι συνήθεις θαμώνες: παραθεριστές, ηθοποιοί, κάποιοι συγγραφείς… Η εμφάνιση, κάθε φορά του Μαγιακόφσκι, ήταν κοσμοϊστορικό γεγονός. Ήταν βιρτουόζος παίκτης του μπιλιάρδου. Οι όροι που έθετε ήταν πολύ σκληροί: ο ηττημένος έπρεσε να συρθεί κάτω από το τραπέζι, να συρθεί κατά μήκος, από τη μια άκρη μέχρι την άλλη.
Στην αίθουσα του μπιλιάρδου ήταν έξι, οκτώ άτομα. Αμέσως, άδειασαν ένα τραπέζι για να παίξει ο Μαγιακόφσκι. Εκείνος δήλωσε: «Παίζω με την Ρίνα. Οι όροι είναι οι εξής: θα παίξουμε αμερικάνικο. Αυτή θα πρέπει να βάλει δύο μπίλιες κι εγώ 13. Αν κερδίσω, όλοι οι παρόντες θα μου φέρουν από ένα μπουκάλι κρασί. Αν κερδίσει η Ρίνα, θα δώσω σε όλους από ένα μπουκάλι κρασί.
Η θέση μου ήταν δύσκολη και όχι μόνο γιατί οι όροι ήταν άκρως προσβλητικοί. Το αμερικάνικο είναι ιδιαίτερο παιχνίδι: αν βάλεις τη μπίλια με τη δική σου μάνα, παίρνεις πόντο. Αν στην τρύπα πέσει ο «βλάκας» πάλι παίρνω πόντο. Πώς θα μπορούσα να χάσω. Πρακτικά ήταν αδύνατο. Μόνο αν ο Βλαντίμιρ Βλαντίμιροβιτς βάλει 13 μπίλιες την μία μετά την άλλη με μία στέκα.
Με το πρώτο χτύπημα διέλυσα την πυραμίδα κατά τέτοιο τρόπο, ώστε όλες οι μπίλιες σκορπίστηκαν στο τραπέζι. Ο Μαγιακόφσκι μισόκλεισε το ένα μάτι, εξαιτίας του καπνού από το τσιγάρο που κρεμόταν στην άκρη του στόματός του, μελέτησε προσεκτικά με το άλλο μάτι τις θέσεις από τις μπίλιες.. Στο μεταξύ, με κάποια ιδιαίτερα εκλεπτυσμένη κίνηση έτριψε την κιμωλία στην άκρη της στέκας.
Άρχισε να παίζει.
Έπαιζε με το αριστερό. Οι μπίλιες, η μία μετά την άλλη έπεφταν αλάνθαστα μέσα στις τρύπες… Τρεις στη σειρά έβαλε στη δεξιά γωνία, δύο στη μεσαία, από τις δύο πλευρές, στη γωνία, η «δική» του σταματάει στη μέση, άλλη μία με καραμπόλα την χώνει στη μεσαία. Δεν μπορεί να κάνει κανένα λάθος. Μα, τελικά το κάνει. Άναυδοι όλοι.. Ήρθε η δική μου σειρά.
Σοβαρά τρίβω την κιμωλία στην στέκα, άθελα μου βάζω τη «δική» μου στη μεσαία και την τελευταία, τρέμοντας την βάζω στη γωνία. Αυτό ήταν. Δυστυχώς, κέρδισα. Με χειροκροτούσαν, ενώ εγώ φοβόμουν να κοιτάξω προς τη μεριά του Βλαντίμιρ Βλαντίμιροβιτς. Στη συνέχεια, τον κοίταξα λογά και είδα πως χαμογελούσε ευχαριστημένος. Αμέσως, άλλαξε η διάθεση μου…
Ρίνα Ζιλιόναγια «Απομνημονεύματα»
Πόσο τρυφερό και βασανισμένο αγόρι ήταν ο Μαγιακόφσκι και πόσοι πολλοί τον αγαπούν σήμερα για λάθος λόγους.
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΙΔΗΣ /facebbok 
Προτείνουμε ένα από τα πολύ ενδιαφέροντα βιβλία του γητευτή και γητεμένου Μαγιακόφσκι  “Της επανάστασης και του Ερωτα”. 
Ο Βλαδίμηρος Μαγιακόφσκι ιπτάμενος δρομέας, νοσταλγώντας άγρια την ολοκλήρωση της πορείας, διέσχισε φλεγόμενος τον κόσμο τούτο και αφοσιώθηκε μανιακά και στην επανάσταση και τον έρωτα.

Κάνοντας τον πόνο του έρωτα κέντημα με λέξεις, έγινε πυρετώδης συνομιλητής του πεπρωμένου του και προπαγανδίζοντας το ωραίο στην επικράτεια της εμπειρίας, πέταξε, ως νεφεληγερέτης στα ουράνια, για να βιώσει την τελική ιλιγγιώδη πτώση.

Τροβαδούρος της επανάστασης και του έρωτα ο Μαγιακόφσκι φαντάζει σ’ εμάς ως μια απρόβλεπτη χειρονομία της μοίρας, ως ο χυμός των ονείρων γενιών και γενιών, συγκαιρινών του αλλά και των επόμενων, ως μια βίαιη αφύπνιση της νοσταλγίας για ένα παρόν και ένα μέλλον όπου οι άνθρωποι θα μιλούν την γλώσσα του άφατου, με τα βλέμματά τους.

Η γραφή του Μαγιακόφσκι μοιάζει με ανάγλυφο πάνω στην επιδερμίδα των καιρών. Είναι η άμωμη ψαλμωδία στις δυο πιο ευγενικές έννοιες της ζήσης του ανθρώπου: της επανάστασης και του έρωτα. Είναι η χαρμολύπη του επαναστάτη – εραστή και η μειλίχια ειρωνεία του νομάδα της βιωτής. Είναι η μεταφορά της απελπισίας κι ένα οδυνηρό σχόλιο στον ανεπίδοτο έρωτα και την ματαιωμένη επανάσταση.

Γητεμένος και γητευτής ο Βλαδίμηρος Μαγιακόφσκι όρθιος στο στεκάμενο λιμάνι της μνήμης, αναπολεί και καταγράφει τα σπαράγματα του έρωτα αλλά και τα καλέσματα στους συγκαιρινούς τους να μετέχουν στην ουτοπία και να φέρουν την τέχνη σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της ζωής. (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)