Κώστας Θ. Καλφόπουλος Ο,τι αρχίζει ωραίο τελειώνει με φόνο Λαϊκά νουάρ διηγήματα Καστανιώτης 2023
Γράφει η συγγραφέας Χρύσα Σπυροπούλου
Ο Κώστας Καλφόπουλος (Αθήνα, 1956-2023), συγγραφέας και δημοσιογράφος, ένας flâneur κυριολεκτικά και μεταφορικά, προτιμούσε τη μικρή φόρμα, το διήγημα και τη νουβέλα από το μυθιστόρημα, αναγνωρίζοντας τη δυσκολία του είδους. Και επειδή, όπως ομολογεί ο ίδιος στο επίμετρο – πολύ χρήσιμο για να κατανοήσει κανείς τη δουλειά του αλλά και επειδή μπορεί αυτό να βοηθήσει τον εκκολαπτόμενο συγγραφέα – της πρόσφατης συλλογής διηγημάτων, που είχαν δημοσιευθεί σε εφημερίδες και περιοδικά, δεν είχε καλές σχέσεις με το whodunit, στράφηκε προς το νουάρ, προς το ατμοσφαιρικό είδος, στο οποίο δεν χρειάζεται να αναζητήσει κανείς τον δράστη αφού όλα είναι δεδομένα, εκτός από την ανατροπή στο τέλος.
Κατά τη διάρκεια των δεκαετιών ’60 και ’70 διάβαζε τα αστυνομικά διηγήματα που δημοσιεύονταν στις εφημερίδες, αλλά και τα περιοδικά Μάσκα και Μυστήριο ή το Πρώτο, στο οποίο αρχισυντάκτης ήταν ο Γιάννης Μαρής, και έτσι διαμορφώθηκε η στάση και η προτίμησή του προς το είδος.
Οι ιστορίες που περιλαμβάνονται στη συλλογή με τον παιγνιώδη τίτλο, όπως παιγνιώδεις είναι και οι υπόλοιποι τίτλοι, διαθέτουν νοσταλγία για ό,τι είχε περάσει, κυρίως για τις δύο δεκαετίες που καθόρισαν την εφηβεία και τα μετεφηβικά χρόνια του συγγραφέα, καθώς οι περιγραφές του πλάνητος στους δρόμους της Αθήνας ζωντανεύουν ήχους, μυρωδιές μιας άλλης εποχής. Τα στέκια των νέων, τα φλιπεράκια – άλλη μεγάλη αγάπη του μαζί με τον Παναθηναϊκό -, οι ενδυματολογικές, οι μουσικές προτιμήσεις των νέων, η ατμόσφαιρα και τα πολιτικά γεγονότα της εποχής δημιουργούν το κατάλληλο φόντο στο οποίο εκτυλίσσονται οι ιστορίες του, που διαθέτουν, αν και σύντομες, πλοκή, χαρακτήρες, χιούμορ, κυνισμό μερικές φορές και ισορροπία, κάτι που δεν συναντάται συχνά στη σύγχρονη πεζογραφία.
Και ενώ οι ήρωες είναι λαϊκοί τύποι, που περιπλανώνται στις γειτονιές της πόλης, άλλοτε αδύναμοι και άλλοτε με περισσή αυτοκαταστροφική αυτοπεποίθηση, ωστόσο συνδέεται αριστοτεχνικά το λαϊκό στοιχείο με το καλλιτεχνικό, μια και οι αναφορές σε αξιόλογα βιβλία και κινηματογραφικές ταινίες εκείνης της εποχής είναι πολλές.
Ο Καλφόπουλος δεν κατέφυγε σε εύκολες επιλογές, να χρησιμοποιήσει δηλαδή βία ή χυδαίες εκφράσεις για να εντυπωσιάσει. Δεν το είχε ανάγκη γιατί διέθετε κάτι πιο ουσιαστικό, γνώριζε την ανθρώπινη φύση και αξιοποίησε πολλές από τις αδυναμίες της. Παρατηρούσε τους άλλους και συνέθετε με ενσυναίσθηση τις ιστορίες του γνωρίζοντας τα όριά του. Διάβαζε πολύ και δέχτηκε επιρροές από σπουδαίους συγγραφείς του είδους χωρίς να τους μιμηθεί. Κι αυτό γιατί αγαπούσε τους ήρωές του, όπως και τις γειτονιές της Αθήνας, αλλά και του Αμβούργου, όπου έζησε ως φοιτητής, μέσα στις οποίες τους έβαζε να κινούνται και να δρουν, να πάσχουν και να συμπάσχουν.