Πώς θα κάνουμε τον ουρανό λευκό
Καλά, θα πει κάποιος αυτό το καλοκαίρι, καθώς απολαμβάνει λίγες στιγμές χαλάρωσης στη φύση, κάτω από τον εκτυφλωτικά γαλάζιο ελληνικό ουρανό: αφού εμείς προκαλούμε την κλιματική αλλαγή, και εξαιτίας μας αυξάνεται υπερβολικά γρήγορα η θερμοκρασία του πλανήτη, αφού έχουμε ως είδος την ισχύ και τη δύναμη να προκαλέσουμε μια τέτοια μεταμόρφωση ριζική και ραγδαία, γιατί δεν κάνουμε και το ανάποδο;
Γράφει ο Θοδωρής Γεωργακόπουλος
Αφού μπορούμε να γυρίσουμε το θερμοστάτη προς τη μια, γιατί δεν τον γυρνάμε και και προς την άλλη; Μόνο προς τη μία κατεύθυνση μπορούμε να επιδράσουμε;
Και η απάντηση είναι πως όχι. Μπορούμε να επιδράσουμε και προς την άλλη. Με συγκεκριμένους, γνωστούς και πλέον σχετικά κατανοητούς τρόπους. Κάποιοι, μάλιστα, θεωρούν ότι αυτή θα είναι αναπόφευκτα μια “λύση” στην οποία η ανθρωπότητα αργά ή γρήγορα θα αναγκαστεί να καταφύγει.
Σε κάποιο βαθμό, την εφαρμόζει ήδη, έστω και κατά λάθος, κάτι που έγινε εκκωφαντικά γνωστό και προφανές μόλις φέτος.
Οπότε γι’ αυτό θα σας γράψω σήμερα εδώ, καθότι μέσα στο χαμό ενός καυτού (με τόσες άλλες έννοιες) καλοκαιριού, αυτό είναι κάτι που πέρασε απαρατήρητο, μολονότι θα είναι ένα μεγάλο μέρος της συζήτησης περί κλιματικής αλλαγής στο εξής.
Θα μιλήσουμε, λοιπόν, για την κλιματική μηχανική (γνωστή και ως “γεωμηχανική” ή “μηχανική κλίματος”), έναν όρο που περιγράφει κάθε είδους μεγάλης κλίμακας επέμβαση στο κλιματικό σύστημα που πλανήτη. Ως θέμα έγινε επίκαιρη μόλις οι επιστήμονες κατάλαβαν γιατί φέτος οι ωκεανοί του κόσμου βράζουν.
Γιατί, δεν ξέρω αν το έχετε παρατηρήσει (στις βουτιές σας, ή σε ακραία, τρομακτικά διαγράμματα που έδειχναν από τον Απρίλιο κιόλας στις ειδήσεις) αλλά φέτος η μέση θερμοκρασία των ωκεανών και των θαλασσών του πλανήτη έχει αυξηθεί σε ακραίο βαθμό, μη ερμηνεύσιμο από τα μοντέλα που παρακολουθούν το φαινόμενο της κλιματικής αλλαγής. Κάτι συμβαίνει και οι θάλασσες ξαφνικά θερμαίνονται ακόμα πιο γρήγορα από ό,τι θα έπρεπε.
Συμβαίνουν τα εξής.
Εκτός από το διοξείδιο του άνθρακα και το μεθάνιο, η ανθρωπότητα στέλνει στην ατμόσφαιρα και πολλά άλλα πράγματα. Για παράδειγμα, διοξείδιο του θείου. Το οποίο εκπέμπεται κυρίως από την καύση “βρώμικων” καυσίμων, σαν αυτά που καίνε πολλά μεγάλα και παλιά εμπορικά πλοία.
Το διοξείδιο του θείου κάνει πολλά άσχημα (για εμάς) πράγματα όταν συσσωρεύεται στην ατμόσφαιρα -μεταξύ άλλων, προκαλεί την επονομαζόμενη “όξινη” βροχή και προβλήματα στο αναπνευστικό σύστημα ανθρώπων σε επιβαρυμένες περιοχές- αλλά συνεισφέρει και στον σχηματισμό πυκνών συννέφων. Αυτό φαίνεται ακόμα και απο το διάστημα, με τη μορφή σχεδόν ευθύγραμμων παχιών συννέφων πάνω από τους εμπορικούς διαδρόμους σε θάλασσες όπως ο Βόρειος Ατλαντικός.
Ακριβώς επειδή αυτά τα καυσαέρια είναι βλαβερά, ο αρμόδιος φορέας του ΟΗΕ σχεδίασε νέους, αυστηρούς κανόνες για την εμπορική ναυτιλία πριν από μερικά χρόνια, οι οποίοι μπήκαν σε εφαρμογή επισήμως από το 2020. Κι η εμπορική ναυτιλία ακολούθησε τους κανόνες. Και οι εκπομπές διοξειδίου του θείου από τα καράβια, ειδικά σε περιοχές όπως ο Βόρειος Ατλαντικός, μειώθηκαν δραματικά.
Τι άλλο μειώθηκε συνακολούθως;
Τα σύννεφα πάνω από το βόρειο Ατλαντικό. Τα οποία σύννεφα, ως γνωστόν, όταν υπάρχουν αντανακλούν μέρος της ηλιακής ακτινοβολίας πίσω στο διάστημα. Το συμπέρασμα στο οποίο κατέληξαν πολλές ανεξάρτητες έρευνες φέτος ήταν προφανές και εκπληκτικό: η ραγδαία αύξηση της θερμοκρασίας των ωκεανών φέτος οφείλεται σχεδόν αποκλειστικά στη μείωση των εκπομπών διοξειδίου του θείου από την εμπορική ναυτιλία.
Στην πράξη αυτό σημαίνει ότι η κλιματική αλλαγή προχωράει πιο γρήγορα από ό,τι νομίζαμε, και δεν το ξέραμε επειδή “κρύβαμε” μέρος των συνεπειών, μολύνοντας και με άλλους τρόπους την ατμόσφαιρα.
Το ερώτημα όμως που προκύπτει αυτόματα είναι: αν το διοξείδιο του θείου στην ατμόσφαιρα βοηθά αποδεδειγμένα να μένει η θερμοκρασία στην επιφάνεια του πλανήτη χαμηλότερα, μήπως θα είχε νόημα να το στέλνουμε εκεί πάνω… επίτηδες; Ίσως και όχι μόνο πάνω από τις θάλασσες;
Αυτή είναι η ιδέα της κλιματικής μηχανικής, η οποία υπάρχει και κυκλοφορεί εδώ και πολλά χρόνια και με διάφορες εναλλακτικές μορφές. Έχουν διατυπωθεί ιδέες για ειδικά διαμορφωμένα μεταφορικά αεροσκάφη που σπέρνουν αερολύματα διαφόρων ειδών ψηλά στην ατμόσφαιρα για να πετύχουν ακριβώς αυτό το σκοπό.
Το κόστος μιας τέτοιας, παγκόσμιας κλίμακας επιχείρησης θα ήταν τεράστιο (υπολογίζεται πάνω από $100 δισ. το χρόνο -καθότι τα αερολύματα αυτά μένουν μόνο για λίγο στην ατμόσφαιρα και οι ψεκασμοί θα έπρεπε να επαναλαμβάνονται συνεχώς) αλλά σαφώς πολύ μικρότερο από τις συνέπειες της κλιματικής αλλαγής που υφιστάμεθα ήδη.
Ωστόσο, υπάρχουν διάφορα θεματάκια με αυτή την ιδέα, πολύ σημαντικά και πιο προβληματικά ακόμα κι από το μεγάλο κόστος. Μια τέτοια μεγάλης κλίμακας επιχείρηση, ας πούμε, θα μπορούσε να έχει απρόβλεπτες συνέπειες στα σύνθετα κλιματικά συστήματα του πλανήτη. Θα μείωνε τη θερμοκρασία στην επιφάνεια, αλλά δεν θα είχε κανένα αποτέλεσμα στη συνεχιζόμενη, καταστροφική οξίνιση των ωκεανών. Ανάλογα με τα αερολύματα που θα επιλέγονταν, θα μπορούσαν να υπάρχουν σοβαρές αρνητικές συνέπειες στη στοιβάδα του όζοντος στην ατμόσφαιρα, να εμφανιστεί “όξινη βροχή” στην επιφάνεια και σοβαρά προβλήματα υγείας στον πληθυσμό. Και βέβαια, θα αφαιρούσε ένα προφανές κίνητρο για τη γρήγορη μείωση της χρήσης ορυκτών καυσίμων. Αλλά το σημαντικότερο είναι ότι άπαξ και ξεκινούσε μια τέτοια απόπειρα, θα έπρεπε να συνεχίζεται στο διηνεκές. Καθώς η ανθρωπότητα θα συνέχιζε να εκπέμπει διοξείδιο του άνθρακα και μεθάνιο (χωρίς να βλέπει πια τις πολύ δραματικές συνέπειες να χειροτερεύουν χρόνο με το χρόνο) αν ποτέ σταματούσε ο ψεκασμός των αερολυμάτων στην ατμόσφαιρα, οι συνέπειες της συσσώρευσης των αερίων του θερμοκηπίου εκεί πάνω θα γίνονταν εμφανείς αμέσως, με τρόπο δραματικά, εκρηκτικά ακαριαίο.
Παρ΄όλα αυτά, κάποιοι πλέον εκφράζονται ανοιχτά υπέρ μιας τέτοιας λύσης, ως “γέφυρα”, ως συμπληρωματική όλων των άλλων προσπαθειών μας για τις αλλαγές στην ενέργεια, τις κατασκευές, την αγροδιατροφή. Είναι ένας τρόπος, λένε, να κερδίσει η ανθρωπότητα μια-δυο δεκαετίες χρόνο για να καταφέρει να λύσει τα άλλα της τα θέματα. Επισημαίνεται, δε, και μια άλλη παράμετρος του θέματος: η κλιματική μηχανική δεν χρειάζεται τη συμφωνία όλων των κρατών του κόσμου, συνόδους του ΟΗΕ, βαρύγδουπες διακυρήξεις ή ουτοπικές συναινέσεις σε έναν κόσμο που δεν συμφωνεί σε τίποτε. Θεωρητικά, όποιος έχει τα λεφτά και τα αεροπλάνα θα μπορούσε να το κάνει από μόνος του, χωρίς να ρωτήσει κανέναν. Μια χώρα σαν την Κίνα, ας πούμε. Ή την Ινδία.
Κάποιοι άλλοι, όμως, σημειώνουν ότι πρόκειται για ένα τεράστιο ρίσκο στην καλύτερη περίπτωση -η για μια εγκληματική απόπειρα να πετάξουμε το καυτό μπαλάκι στην επόμενη γενιά στη χειρότερη. Και τονίζουν ότι οι απρόβλεπτες συνέπειες μιας τέτοιας κλίμακας παρέμβασης μπορούν όντως να είναι δραματικές.
Στο βιβλίο της “Under a White Sky” η Ελίζαμπεθ Κόλμπερτ το περιγράφει ακριβώς έτσι -κι αυτή είναι η εικόνα που θα ήθελα να κρατήσετε από αυτό το άρθρο: ο ουρανός, λέει, ψεκασμένος με τα αερολύματα που θα φτιάχνουνε σύννεφα που θα κρατάνε μέρος της ακτινοβολίας του ήλιου μακριά από την επιφάνεια (σαν ένα χαλί κάτω απ’ το οποίο κρύβουμε την ανικανότητά μας να λύσουμε τα προβλήματα που προκαλούμε μόνοι μας, την ίδια την αχόρταγη φύση μας), δεν θα είναι όπως σήμερα. Θα μοιάζει περισσότερο με τον ουρανό που βλέπουμε όταν έρχεται και μας σκεπάζει η σκόνη απ’ τη Σαχάρα. Θαμπός, γαλακτερός, άρρωστος, συνέχεια. Σε έναν τέτοιο κόσμο, επικίνδυνα προστατευμένοι από ένα χαμό που προκαλέσαμε στους εαυτούς μας, θα διηγούμαστε στα παιδιά μας ιστορίες από παλιά, τότε που ο ουρανός στον κόσμο μας ήταν γαλάζιος.