«Αισθητική κόμικ. Pop art πριν από την pop art. Ο Βουτυράς είναι πέρα κι από το μοντέρνο»
Γράφει ο Κωνσταντίνος Μπούρας /fractalart.gr
Δημοσθένης Βουτυράς, «Ο έρωτας στους τάφους», διηγήματα, εκδόσεις Φαρφουλάς, Πάτρα, Νοέμβριος 2022, σελ. 112
Ο πολυγραφότατος διηγηματογράφος Δημοσθένης Βουτυράς κατηγορήθηκε από τους «τα φαιά φορούντες» της εποχής του ως «προχειρογράφος». «Όσα δεν φτάνει η αλεπού…». Οι ανίκανοι, οι ματαιοκάματοι, οι μέτριοι, οι συγγραφικώς δυσκοίλιοι, οι λογοτεχνικώς ατάλαντοι βρίσκουν πάντα έναν τρόπο να δολοφονούν τους Μότσαρτ τού καιρού (και… του χεριού τους). Όμως, αν κάτι μάς συνδέει με το Άγνωστο, με το Άρρητο, με το Άφατον, με το «θείον» είναι το μεγάλο μυστήριο τής συνδημιουργίας χάρη στο οποίο η καθημερινή χαρμολύπη γίνεται ανεκτή και μετασχηματίζεται και σε αισθητική ηδονή…
Ο πολύστροφος, ο ταχύνους Δημοσθένης Βουτυράς «έτρεχε» πεζογραφικώς γοργότερα από τους αργόσχολους διαβάτες τής γύρω του περιρρέουσας ατμόσφαιρας. Ήταν σαν ένας παλαιός δίσκος γραμμοφώνου που ρυθμίζεται να παίζει σε περισσότερες στροφές το δευτερόλεπτο.
Όμως ο αιώνας κύλησε, οι δεκαετίες έφεραν κοντύτερα τον μακρινό εφιάλτη, η εργασιακή εντατικοποίηση, η εμπορευματοποίηση τού ελεύθερου χρόνου, η διαπλάτυνση τού επαγγελματισμού σε ασχολίες που μέχρι τότε ήταν αντικείμενο ερασιτεχνικής αναψυχής και ράθυμης σχόλης, έφεραν κυριολεκτικά τα πάνω-κάτω κι η τεχνολογική επανάσταση άλλαξε τους ρυθμούς παραγωγής, πρόσληψης και κατανάλωσης των πολιτισμικών (ΚΑΙ πολιτιστικών) προϊόντων. Στη θέση τής πάλαι ποτέ αθώας παρατήρησης εισβάλλει τώρα ο χυδαίος, ο κυνικός ιατροδικαστικός τρόπος φιλολογικής ανατομίας νεκρών λεκτικών μορφωμάτων.
Κι εδώ όμως φαίνεται πως κερδίζει το προβάδισμα, αν και όχι ακόμη την ευρεία αναγνώριση ο Δημοσθένης Βουτυράς. Ίσως χρειαστούν άλλοι δύο ή τρεις αιώνες για αυτόν τον πρωτοπόρο τής ιμπρεσιονιστικής συμπεριληπτικότητας, με την αφηγηματική οξύτητα τής όρασης ενός αετού.
Δεν υπερβάλλω διόλου. Θαυμάζω ετούτον τον λαϊκό τεχνίτη, τον μάστορα τού Λόγου, που με τέχνη απαράμιλλη χτίζει με ευτελή υλικά αντισεισμικές δομές, ανθεκτικές στις γεωλογικές αναταράξεις ενός πολιτισμού που φθίνει διαρκώς τρεφόμενος με την ουρά του. Αυτή όμως η ανακλαστική τροφοδότηση, όσο αξιοθαύμαστα αυτοματική κι εάν είναι, παραμένει αξιοπερίεργη για τον συστηματικό ερευνητή και τον φιλοπερίεργο επιστήμονα που δεν περιορίζεται από στενά στεγανά και πλαίσια ληγμένων θεωρήσεων.
Στην θεματολογία τώρα, που είναι σχεδόν ταυτόσημη με την αισθητική (εκ των ουκ άνευ για τους μεγάλους λογοτέχνες, ικανή κι αναγκαία συνθήκη).
Πέρα από τον ρομαντισμό και από τον νεοκλασικισμό ακόμα, ο ρεαλισμός προσλαμβάνει ποιητικές διαστάσεις, αφού αποφεύγει εντέχνως και συστηματικά την τεχνητή νοηματοδότηση με αστραφτερά υλικά δίκην επιχρίσματος. Σαν τοίχος ασοβάντιστος, ξερολιθιά αξιοθαύμαστη ο λόγος αυτός. Ουδεμία ανάγκη κονιάματος.
Το κοινότοπο είναι πρωτογενές και το αφομοιώσιμο μοιάζει καινοφανές.
Χρησιμοποιώντας όλα τα κλισέ τού καιρού του, τα υπερβαίνει, γιατί δεν εμφορείται από τις τρέχουσες φιλοδοξίες κι οι ματαιοδοξίες τού συρμού ΔΕΝ τον αγγίζουν. Έτσι επιτυγχάνει μια ιδιότυπη αφηγηματική αποστασιοποίηση, αδέκαστος μάρτυρας μιας δολοφονίας που επαναλαμβάνεται αιώνες τώρα.
Ο αστός είναι μεταμφιεσμένος αγροτοκτηνοτρόφος, αλιεύς τραγελαφικός που ψάρια δεν πιάνει, επιμένει όμως σε μια μηχανιστική ασχολία που τον καθιστά σχεδόν ενδιαφέροντα, αντικείμενο ενδελεχούς μελέτης. Ο καλός, ο μεγάλος, ο σημαντικός λογοτέχνης δεν ενδιαφέρεται ιδιαίτερα με τα συναισθήματα των ηρώων του, παρά μονάχα στο βαθμό που αυτά γίνονται πράξεις, κι οι δράσεις αυτές επηρεάζουν, αφήνουν το αποτύπωμά τους στο περιβάλλον.
Η υπερανάλυση των ψυχικών συν-κινήσεων οδήγησε σε αδιέξοδο Λογοτεχνία και Τέχνη, το δοκίμιο αντικατέστησε το ποίημα και η επιστημονικοφάνεια την μυθοπλαστική αβρότητα.
Πέρα όμως από αυτά τα γενικά, από τον τίτλο αυτής τής συλλογής διαφαίνεται η λελογισμένη (σχεδόν λαϊκότροπη) ιδιοφυής κοινοτοπία ενός λογοτεχνικού σύμπαντος απολύτως διακριτού. Ο Δημοσθένης Βουτυράς δεν έχει αφήσει απογόνους, επιγόνους, μιμητές, εκτός ίσως από τους συντάκτες αναρτήσεων στα social media. Κι αυτό το λέγω δίχως κανένα πρόσημο (αρνητικό ή θετικό). Απλώς διαπιστώνω παρακολουθώντας την λογοπλαστική δραστηριότητα των ανθρώπων τού καιρού μας, που ό,τι δεν δηλώνουν το συμπληρώνουν με παραγλωσσικά σημεία και σωματοποιημένους ή αποπροσωποποιημένους κώδικες.
Ας ρίξουμε μια ματιά στα Περιεχόμενα:
Ο ΕΡΩΤΑΣ ΣΤΟΥΣ ΤΑΦΟΥΣ
ΣΤΑ ΒΑΘΗ ΤΗΣ ΘΑΛΑΣΣΑΣ
ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΜΙΑΣ ΑΓΑΠΗΣ
ΔΕ ΘΥΜΟΥΜΑΙ…
Η ΘΑΜΜΕΝΗ ΧΩΡΑ
ΣΤΟ ΠΕΡΑΣΜΑ ΤΟΥ ΡΥΑΚΙΟΥ
ΠΡΩΤΑ Η ΦΙΛΙΑ
ΝΑ ΞΕΚΟΥΡΑΣΤΕΙ…
ΦΑΝΤΑΣΜΑΤΑ ΚΑΙ ΣΚΕΛΕΤΟΙ.
Ο εβδομηντάχρονος ανεικονικός εικονολάτρης απομυθοποιητής, σέρνει το λοξό του βλέμμα πάνω σε επιφάνειες και πράγματα ενός καιρού τραυματικού, εν μέσω Κατοχής.
Εξπρεσιονισμός; Ναι, αλλά όχι γερμανικός. Πρόκειται μάλλον για αδήριτη ανάγκη έκφρασης ενόψει τού επαπειλούμενου, επικείμενου, πιθανότατου θανάτου.
Εδώ ο λόγος γίνεται κρουστός, βιαστικός, φτιαγμένος με φθαρτά υλικά, μα όχι και πρόχειρος.
Ανθολογούμε σποραδικά, σαν βροχή επιλεκτική σε αποξηραμένα πρώην βοσκοτόπια:
«Εδώ εκείνοι που είναι, δε φοβούνται ούτε το κρύο, ούτε τη ζέστη, ούτε αρρώστια καμιά» (σελ. 9).
«Κι αυτός μόνος την αγαπούσε, αυτός την πρόσεχε. Οι άλλοι;» (σελ. 15).
«Και ήταν άσχημη, ναι, η Μακαρία, αλλά περισσότερο ήταν κακιά. Με όλους μάλωνε» (σελ. 28).
«Η γυναίκα τον βοηθούσε. Και ύστερα από λίγο καιρό είχε βοηθό και το παιδί του» (σελ. 49).
«Α, για να σου πω και κάτι να διασκεδάσεις. Τον βλέπεις εκείνον εκεί τον βλάκα με την κόκκινη γραβάτα; Είναι φίλος τού Σαράμη, ήταν κι αυτός στο εξωτερικό. Αυτός ρίχτηκε στη Φωφώ και τής πουλούσε αισθήματα» (σελ. 63).
«Και ήξεραν όλοι, ήξερε όλ’ η χώρα, πως με τις μεγάλες οικονομίες της και την αδιάκοπη δουλειά της, είχε στείλει το γιο της στην Αθήνα, για να σπουδάσει γιατρός. Κι ο γιος αυτός μόνο είχε έρθει στις παύσεις, τον πρώτο χρόνο, έπειτα έμενε στην Αθήνα και τις διακοπές. Εκεί διάβαζε πιο ήσυχα, τής έγραφε… Κι αυτή δούλευε, δούλευε όσο μπορούσε περισσότερο, και στερούσε τον εαυτό της από κάθε καλό φαΐ, για να στείλει στο γιο της αρκετά χρήματα…» (σελ. 83).
Δημοσθένης Βουτυράς
Ας παρακολουθήσουμε τον ασθματικό ρυθμό. Η γραφή για αυτόν τον γίγαντα είναι «υπόθεση σωματική» (όπως λέω σε ένα παλαιό μου ποίημα, τού προηγούμενου αιώνα).
Η προφορικότητα λανθασμένα εκλήφθηκε ως έλλειψη λογοτεχνικότητας. Αυτό ακριβώς το υφολογικό στοιχείο είναι που καθιστά σύγχρονο τον έντεχνο λόγο ενός μάστορα παραμυθά τής δραματικής γραφής.
Η ποιητικότητα προκαλείται ως μετείκασμα στον ψυχοσωματικό φορέα τού επαρκούς θεατή. Δεν είναι τυπωμένη στο χαρτί. Τα τυπογραφική στοιχεία είναι απλώς το έναυσμα, το υπόβαθρο, μια παρτιτούρα που πρέπει να ερμηνευτεί, να επαυξηθεί, να αξιοποιηθεί από τον θεατή αυτών των αδρά επιζωγραφισμένων εσωτερικών τοπίων. Αισθητική κόμικ. Pop art πριν από την pop art. Λαϊκό μπαρόκ μετά το μπαρόκ. Απουσία μελοδράματος. Και το αρχέγονο διονυσιακό στοιχείο πανταχού παρόν. Η στρεβλή θέαση τής ζωής ως εφιαλτικού κωμειδυλλίου με αποχρώσεις ασέληνου σούρουπου, ασελήνιστου ηλιοβασιλέματος [δικός μου, αυθόρμητος ο νεολογισμός].
Ο Βουτυράς είναι πέρα κι από το μοντέρνο. Εάν ζούσε σήμερα, θα έγραφε ίσως σενάρια για αστυνομικές σειρές με την ταχύτητα και την πληθωρικότητα που μόνον οι ιδιοφυίες επιτρέπουν στον εαυτό τους.
* Δρ Κωνσταντίνος Μπούρας (https://konstantinosbouras.gr)