Σκιαγραφώντας την δομή της τουρκικής κοινωνίας
Oğuz Atay, «Αποσυνάγωγοι». Μετάφραση: Νίκη Σταυρίδη. Εκδόσεις Gutenberg. Αθήνα, 2022
Του Γεωργίου Νικ. Σχορετσανίτη
Αφού πληροφορηθεί για την αναπάντεχη αυτοκτονία του Σελίμ, ενός παλιού φίλου του από το Πανεπιστήμιο με τον οποίο έχει χάσει την όποια επαφή, ο Τουργκούτ Οζμπέν, ένας μεσήλικας πολιτικός μηχανικός από την Κωνσταντινούπολη, παρακολουθεί τις τελευταίες δεκαετίες της ζωής του. Ο Σελίμ είχε αρκετούς γνωστούς που αφηγούνται στον Τουργκούτ λεπτομέρειες για τον χαρακτήρα του, τις συνήθειες και τα γούστα του, τη σύνθεση παράξενων και παιχνιδιάρικων τραγουδιών, την πεισματική και παιδαριώδη σχέση του με τις γυναίκες, την πλήξη και τον φόβο της μοναξιάς, την απέχθειά του για τα άλογα, τις αστραπές, τα ψεύτικα δόντια και τον Μπαλζάκ.
Ο Σελίμ αναφέρθηκε αρκετές φορές στον εαυτό του ως ένας από τους ‘Αποσυνάγωγους’, μια πιθανή αναφορά στον ορισμό της ‘Εγκυκλοπαίδειας των παράξενων πλασμάτων’, ως ένα αδέξιο και εύκολα φοβισμένο ζώο, με μεγάλα μάτια αλλά αδύναμη όραση. Ο Τουργκούτ πληροφορείται ότι ο Σελίμ σχεδίαζε να συντάξει μια εγκυκλοπαίδεια των Τούρκων ‘Αποσυνάγωγων’, ιστορίες δηλαδή συνηθισμένων ανθρώπων που αποτυγχάνουν, που δεν ταιριάζουν, ή ‘αυτών που δεν μπορούν να κρατηθούν’.
Το μυθιστόρημα ‘Αποσυνάγωγοι’, του Ογούζ Ατάι (Oğuz Atay, 1934-1977), εκδόθηκε για πρώτη φορά στην Τουρκία το 1972 και έκτοτε έχει ανατυπωθεί πολλές φορές. Έχει τη μορφή σειράς σημειώσεων που περιγράφουν λεπτομερώς τις συναντήσεις που οργανώνει ο Τουργκούτ με τους γνωστούς του Σελίμ, τις τάξεις των ‘Αποσυνάγωγων’, οι οποίοι ειρωνικά συνδέονται μέσω αυτής ακριβώς της σχέσης με τον Σελίμ.
Το μυθιστόρημα διανθίζει τις αναφορές διαφόρων με γραπτά του Σελίμ, όπως σκετς παρωδίας, τραγικοκωμικές παρατηρήσεις, μαύρο χιούμορ και πρακτικά παράλογων προσφυγών των εναγόντων που δίνουν μαρτυρίες για διάφορους χαρακτήρες και πράξεις σε φανταστικά ανώτερα δικαστήρια. Το βιβλίο έχει τη μορφή ενός ακατάστατου χειρόγραφου που έχει περάσει μεταξύ αγνώστων επί χρόνια, ενώ προηγείται ένα σημείωμα του εκδότη που παίρνει αποστάσεις από την αυθεντικότητα του έργου.
Αυτό που ακολουθεί είναι ένας διφορούμενος συρφετός από γλαφυρά παιχνίδια και επείγουσες έρευνες, που συνδέονται με διαλόγους φανταστικούς και πραγματικούς, επιστολές, ποιήματα, άρθρα εγκυκλοπαιδειών, ακαδημαϊκές δήθεν αναλύσεις και σουρεαλιστικά γεγονότα, στα οποία ο αναγνώστης είναι είτε το υποκείμενο είτε ένας από τους συμμετέχοντες στις διάφορους εμπαιγμούς που διαδραματίζονται.
Όσο κι αν πρόκειται για μια καταγραφή της αναζήτησης του Τουργκούτ να εντοπίσει τα κατάλοιπα των τελευταίων σχέσεων του Σελίμ, είναι ταυτόχρονα και μια μαρτυρία για την συνεχή αναπαραγωγή του κόσμου, ένας θρήνος για τις μεταβαλλόμενες και ανέγγιχτες εκδοχές του παρελθόντος πολλών προσώπων μέσα σε αυτό. Το έργο θεωρείται αγαπημένο μυθιστόρημα στην Τουρκία, που έχει τις ρίζες του στις εμπειρίες της μορφωμένης αστικής νεολαίας της δεκαετίας του 1950 και του ’60. Ο Τουργκούτ, εκπρόσωπος της μεσαίας τάξης εκείνης της εποχής, βιώνει συναισθήματα ασφυξίας κάτω από τις μικροαστικές ανέσεις από τις οποίες επωφελούνταν και περιγράφει τον εαυτό του σε ένα περιπαικτικό πρωτόκολλο προς τον μαθητή Σελίμ, ακριβώς σαν μια παρθένα με άσχημη ψυχή. Αν και έβλεπα τα πάντα δεν επέτρεπα να με μολύνουν, λέει.
Είναι ανήσυχος και η είδηση του θανάτου του φίλου του επισπεύδει μια υπαρξιακή κρίση που εξελίσσεται σε μια ολοκληρωτική εμμονή. Λίγο μετά αφότου λάβει την δυσάρεστη είδηση, ονειρεύεται την ταφή του Σελίμ σε ένα λιβάδι γεμάτο μαργαρίτες από μια ομάδα φέρετρων, προτού διαπιστώσει με δυσαρέσκεια ότι στο φέρετρο βρίσκεται το δικό του σώμα. Οι δύο φίλοι έχουν μια ουσιαστική συζήτηση δίπλα στον τάφο, συζητώντας την τελευταία φράση που μόλις ειπώθηκε πάνω από το πτώμα. «Η τελική απόφαση… γίνεται ηπιότερη αν πληρώσεις κάτι, αν φερθείς με γλυκό τρόπο, αλλά ωστόσο είναι μια δικαστική απόφαση που ξέρουμε ότι καμία μορφή της δεν έχει σημασία για μας». Οι διάλογοι του Τουργκούτ με το πολλαπό παρελθόν του Σελίμ είναι επίσης προσπάθεια να ξεφύγει από τον εγκλωβισμό της άχαρης και άχρωμης ύπαρξής του. Οι πληγές του πένθους του πονάνε μαζί με το δικό του κενό, και όσο περισσότερο σφίγγεται από τα νήματα της ζωής του Σελίμ, τόσο περισσότερο φαίνεται να αποκολλάται από τις μετακινούμενες άγκυρές του.
Η ένταση ανάμεσα στους αντιφατικούς πόλους που προσπαθεί να συμφιλιώσει, όπως για παράδειγμα ανάμεσα στη φαντασία και το γίγνεσθαι, τη μνήμη και το μέλλον, τους πολλαπλούς εαυτούς και τους άλλους μέσα του, εξελίσσεται σε ένα αγεφύρωτο χάσμα στο οποίο τελικά εγκλωβίζεται. Στην αναζήτησή του, κάθε συναίσθημα συνδυάζεται με το αντίθετό του, κάθε κίνηση αντιστρέφεται, κάθε προσπάθεια αποτυγχάνει. Οι μοίρες του Σελίμ και του Τουργκούτ συγκρούονται σταδιακά, σαν δύο παράλληλες ράγες τρένου που συγκλίνουν σε μία, με την τελική επιθυμία του Τουργκούτ να ‘αποσυνδεθούμε μαζί’.
Οι ‘Αποσυνάγωγοι΄, έχουν τις ρίζες τους σε μια συγκεκριμένη εποχή και έναν συγκεκριμένο τόπο, την Τουρκία καθηλωμένη και στηριζόμενη σε μια τεράστια αγροτική ενδοχώρα, με μια ατελή δημοκρατία, με επίγνωση των συχνά αδέξιων μεταρρυθμίσεων της επανάστασης του Ατατούρκ. Η εκβιομηχάνιση και η αστικοποίηση απέκτησαν δυναμική κατά τις δεκαετίες του 1960 και του ’70, με την εμφάνιση της αστικής εργατικής τάξης.
Οι φοιτητές, οι διανοούμενοι και οι εργαζόμενοι κινητοποιούνταν όλο και περισσότερο από ένα αριστερό κίνημα, που κορυφώθηκε στα τέλη της δεκαετίας του 1960. Το 1971, την ίδια χρονιά που εκδόθηκε ο πρώτος τόμος του βιβλίου στην Τουρκία, ο τουρκικός στρατός πραγματοποίησε πραξικόπημα και κήρυξε στρατιωτικό νόμο, συλλαμβάνοντας χιλιάδες αριστερούς ακτιβιστές και περιορίζοντας αισθητά πληθώρα πολιτικών ελευθεριών.
Το ενοποιητικό σχέδιο εκσυγχρονισμού, που ξεκίνησε υπό τον Ατατούρκ και τους Κεμαλιστές κατά τη γέννηση της Δημοκρατίας το 1923, το οποίο στηριζόταν στην αστική ιδέα της νεωτερικότητας και χαρακτηριζόταν από το δόγμα της προόδου, θεωρούσε ότι η χώρα θα μπορούσε να γίνει εθνικοποιημένη και δυτική, ταυτόχρονα. Όμως αυτό το σχέδιο οικοδόμησης του έθνους απαιτούσε μια ομοιογενή ολότητα, την τιθάσευση ή τη βίαιη εκδίωξη του ‘άλλου’. Έτσι, μέχρι τη δεκαετία του 1960 είχαν ασκηθεί οι γνωστές πράξεις βίαιης εκδίωξης και γενοκτονίες κατά των Αρμενίων και πογκρόμ κατά των ελληνικών και εβραϊκών πληθυσμών.
Η ραγδαία αστικοποίηση και το μεταναστευτικό ρεύμα από τις αγροτικές περιοχές προς τις βιομηχανοποιημένες πόλεις, με τους μετανάστες να χτίζουν και να εγκαθίστανται σε ιδιοκτησίες που χτίστηκαν σε μια νύχτα, διατάραξαν τις υπάρχουσες κοινωνικές δομές και ανακάτεψαν νέους πληθυσμούς μεταξύ τους. Το έργο του Ατάι, από μια άποψη αποτελεί εκθεμελίωση εκείνου του αστικού μοντερνιστικού εγχειρήματος, στο οποίο, ο συγγραφέας μέσα στην περιφρόνησή του για την εξουσία κάθε είδους, προσκολλάται στη γλώσσα του αταίριαστου, του αποσυνάγωγου, σε αντίθεση με την κυρίαρχη φωνή του πολιτισμού. Όμως η τοποθέτησή του σε σχέση με αυτούς τους άλλους λαούς, ιστορίες, γλώσσες και πολιτισμούς, βρίσκεται σε εξέλιξη, σε συνεχή αλληλουχία με πληθώρα φωνών να ανατρέπει και να καταρρίπτει όλες τις δυαδικές αντιθέσεις.
Ο Σελίμ και ο Τουργκούτ ανταλλάσσουν παθιασμένους διαλόγους που διατρέχουν τόσο την ευρωπαϊκή και τη ρωσική λογοτεχνία όσο και την οθωμανική πολιτισμική μνήμη. Στο βιβλίο γίνονται συνεχόμενες αναφορές στον Σαίξπηρ και τη Βίβλο, στον Κάφκα, στον Ντοστογιέφσκι, στον Γκοντσάροφ, ενώ οι πρωταγωνιστές του χρησιμοποιούν τεχνικές από τον Τζόυς και τον Ναμπόκοφ, αστειεύονται διαρκώς ότι διαβάζουν γερμανική φιλοσοφία, κακομεταφρασμένα γαλλικά μυθιστορήματα κ.λπ. Όλα αυτά αντιμετωπίζονται από την οπτική γωνία της συγκεκριμένης γενιάς και των κοινωνικών και πολιτισμικών ζητημάτων της Τουρκίας.
Αυτό που ίσως πρέπει να προστεθεί είναι η μεταστροφή της δημόσιας υποδοχής του έργου του Ατάι στην Τουρκία μετά την αρχικά χλιαρή ανταπόκριση της πρώτης έκδοσης. Μόνο μια δεκαετία αργότερα, το 1984, όταν το βιβλίο επανεκδόθηκε, διεκδίκησε τη θέση του στα σημαντικότερα μυθιστορήματα της τουρκικής λογοτεχνίας και ο συγγραφέας του έγινε ένας από τους αγαπημένους ενός νεότερου κοινού.
Το χιούμορ, η ειρωνεία, η διακωμώδηση του εαυτού του και του περιβάλλοντός του, οι παρωδίες των πολλών ανταγωνιστικών, μαξιμαλιστικών λόγων που οι άνθρωποι ακούνε συνεχώς γύρω τους, το χάρισμά του στη μουσικότητα της γλώσσας και η γλαφυρή περιγραφή των θεμάτων της προσωπικής κατάθλιψης και του άγχους, δημιούργησαν ισχυρή έλξη για ευρύ αναγνωστικό κοινό.
Στις κάπου χίλιες σελίδες της ελληνικής έκδοσης, ερχόμαστε αντιμέτωποι με τις διάφορες αφηγήσεις των πολλαπλών αποτυχημένων προσπαθειών του Σελίμ και του Τουργκούτ να κρατηθούν τα όρια των σχέσεών τους με τους άλλους. Οι αφηγήσεις αυτές δεν ευθυγραμμίζονται, ενώ καταδεικνύεται ότι η γνώση του κόσμου δεν μπορεί να περιοριστεί στα όρια οποιουδήποτε ατόμου.
Ο πρώτος γνωστός που επισκέπτεται ο Τουργκούτ είναι ο πρώην συνάδελφος του Σελίμ στην Άγκυρα, ο Σουλεϊμάν Καργκού, ο οποίος προσπαθεί να κατανοήσει την αυτοκτονία του φίλου τους, λέγοντας ότι «…Σε ανθρώπους σαν τον Σελίμ έτσι φέρονται. Δεν ορμούν πάνω τους στα ξαφνικά. Τους αφήνουν πρώτα να σκεφτούν ότι θέλουν για τα πάντα. Τους επιτρέπουν να αντιληφθούν, να ζήσουν, να νιώσουν τον κόσμο όπως θέλουν. Μάλιστα τους χειροκροτούν κιόλας, τους επαινούν. Μέχρι να τους φέρουν στο νυν και αεί ώστε να μην υπάρχει γι’ αυτούς γυρισμός…».
Ο Καργκού μοιράζεται μαζί του ένα αυτοβιογραφικό ποίημα εξακοσίων στίχων που είχε γράψει ο Σελίμ, μια μπαλάντα των ‘Αποσυνάγωγων’, με τίτλο ‘Χθες, σήμερα, αύριο’, στο οποίο συστήνεται ως Σελίμ Ισίκ. Το ποίημα είναι επιφανειακά περιγραφή της άθλιας παιδικής ηλικίας του Σελίμ, αλλά διολισθαίνει σε μια αινιγματική έρευνα που περιλαμβάνει σειρά από ψεύτικες βιογραφίες, λήμματα εγκυκλοπαίδειας και υποτιθέμενα ακαδημαϊκά άρθρα για μια σειρά θεμάτων, όπως την στρατιωτική κατάκτηση, τη μυθοπλασία, τα δεινά των κουρέων, τα τζαμιά της Άγκυρας και τα ιερά στα νεκροταφεία της Κωνσταντινούπολης. Ένα συνοδευτικό εξαντλητικό σχόλιο που παρέχεται από τον Καργκού μας παρουσιάζει τους αποσυνάγωγους, τους καταπιεσμένους των οποίων η ώρα πρέπει να έρθει και για τους οποίους ο Σελίμ είναι ένας αυτοανακηρυγμένος ηγέτης.
Κάποιες αλήθειες και γεγονότα που έχουν από καιρό θαφτεί, κάποιες ομάδες ανθρώπων που αντιμετωπίζονταν με εμφανή αδιαφορία, ζωές που σπρώχνονταν βαθιά στα αρχεία λόγω λανθασμένης ταξινόμησης και ερμηνείας, έρχονται στην επιφάνεια με τούτο το μυθιστόρημα. Πάνω απ’ όλα, ο Ατάι εκθέτει την εμπειρία της αλλοτρίωσης, πώς είναι τουτέστιν να είσαι φυγάς της ίδιας σου της ζωής κάτω από τις συνθήκες της καπιταλιστικής νεωτερικότητας.
Η ζωή του Τουργκούτ είναι συνηθισμένη και την αποδέχεται όπως είναι, όπου τα σπίτια που μπορεί να δει από το παράθυρό του είναι σκληρές μάζες, ανίκανες να απαλύνουν τις γραμμές τους, όγκοι που έχουν τη δύναμη να κάνουν έναν άνθρωπο που μόλις ξύπνησε από τον ύπνο να συγχωρήσει την ασχήμια τους λόγω της γυμνής ύπαρξής τους. Τον παρακολουθούμε να αντιμετωπίζει με πραότητα την αποξένωση, την απομάκρυνση από την οικογένειά του και τα συναφή υλικά αγαθά. Καθώς απομακρύνεται όλο και περισσότερο από τις άκρες της πραγματικότητας, προσκολλάται μανιωδώς στην ίδια του τη συνείδηση, προσωποποιημένη ως Όλρικ, με την οποία μπαίνει σε έντονο, ενίοτε θλιβερό, διάλογο.
Στις φανταστικές συνομιλίες του με τον Όλρικ και τον Σελίμ, διακωμωδεί ανελέητα τις συγκαταβατικές σκληρότητες της ύπαρξης, σατιρίζοντας τις κοινωνικές προσδοκίες που εκτιμούν την ισχυρή ανδρική φιλία και τους παραδοσιακούς ρόλους των δύο φύλων. Αρκετές σελίδες του βιβλίου περιγράφουν την κάθοδό του στα διεστραμμένα έγκατα ενός γραφειοκρατικού γραφείου, γεμάτο με νευρικά πλάσματα και μυστηριώδεις κανόνες. Μεγάλος αριθμός από αχθοφόρους, υπαλλήλους, γραμματείς, βοηθούς διευθυντές πάνε κι’ έρχονται ωσάν καλοκουρδισμένες μαριονέτες. Όλα τα μάτια είναι καρφωμένα στη σκάλα, λαχταρώντας την εμφάνιση του αναμενόμενου υπαλλήλου.
Πρώτα έρχονταν οι λάθος υπάλληλοι, όλα τα κεφάλια κουνιόντουσαν από άκρη σε άκρη με απογοήτευση, όλα τα μάτια κοιτούσαν ο ένας τον άλλον με συμπάθεια, φλεγόμενα από την επιθυμία να δουν έναν διευθυντή ακολουθούμενο από μια σειρά από υπαλλήλους γραφείου που είναι δουλικοί, σεβαστοί, κενοί. Του λένε ότι οι μισθοί τους είναι αρκετά υψηλοί και ότι παίρνουν συχνά προαγωγή, ενώ επιδίδονται σε παιδαριώδεις συζητήσεις. Καθ’ όλη τη διάρκεια της γραφειοκρατικής του δοκιμασίας, ο Τουργκούτ βρίσκεται σε διάλογο με έναν φανταστικό Σελίμ, τον οποίο καλοπιάνει και κατηγορεί, συνάμα. Οι συναντήσεις με την εξουσία και τον ορθολογισμό, ιδιαίτερα σε αυτές τις δουλοπρεπείς, λατρευτικές εκδηλώσεις, σπρώχνουν σιγά σιγά τα όρια της κατανόησης του Τουργκούτ για τον εαυτό του και σηματοδοτούν την κάθοδο στη γλώσσα της τρέλας.
Το 2002, η Ουνέσκο έθεσε το βιβλίο στην κορυφή του καταλόγου των τουρκικών έργων των οποίων η μετάφραση ήταν απαραίτητη, προειδοποιώντας ότι θα ήταν ένα πολύ δύσκολο έργο. Ο Ατάι πέθανε το 1977, σε ηλικία 43 ετών, από όγκο στον εγκέφαλο. Οι αναγνώστες μπορούν να ακούσουν τη φωνή του Ντοστογιέφσκι εδώ.
Ως μυθιστοριογράφος που ζει και παράγει στην Ανατολή, από τη μια πλευρά αισθάνεται έλξη προς την Ευρώπη και από την άλλη παραδέχεται ότι πρόκειται απλώς για ένα νεκροταφείο, και όπως ο Ντοστογιέφσκι ή ο Τζόυς, συνειδητοποιεί ότι κι’ αυτός βρίσκεται στην ‘περιφέρεια’. Παρ’ όλα αυτά, γνωρίζει ότι δίνει φωνή σε ολοκαίνουργιο υλικό, δίνοντάς του ζωή, όπου επικρατούν ιλιγγιώδεις ανατροπές και η συγκρουσιακή, άλλοτε παιγνιώδης, άλλοτε περιφρονητική, σχέση του με τους δυτικούς κανόνες.
Δεν πρόκειται για απόρριψη στο δυαδικό σύστημα ‘Ανατολή εναντίον Δύσης’, αλλά για δοκιμή διαφόρων ορίων που επιβάλλονται από διαφορετικές μορφές εξουσίας, μία από τις οποίες είναι η μετάφραση των δυτικών μοντερνιστικών μεταρρυθμίσεων στο τουρκικό πλαίσιο, με μια αίσθηση πένθους και απώλειας μοναδική για τον μοντερνισμό.
Προς τη μέση των ‘Αποσυνάγωγων’ μας δίνεται μια μακρόσυρτη και αλλόκοτη σκηνή πορνείου, όπου μπορεί να βρεθεί η ίδια η ζωή. Ο Τουργκούτ είναι αποφασισμένος να τιμωρήσει τον Μετίν, έναν άλλο γνωστό του Σελίμ, τον οποίο υποπτεύεται ότι του έχει κάνει κακό. Η τιμωρία είναι η χυδαιότητα και η υπερβολή, η λαιμαργία και η κατανάλωση χωρίς επιθυμία. Ο Τουργκούτ κάνει τον εαυτό του όσο το δυνατόν πιο δυσάρεστο, δηκτικό και γεμάτο ψεύτικη εμπάθεια.
Ο Μετίν είναι πολύ εύκολα ευχαριστημένος με τον εαυτό του για να καταλάβει ότι ο Τουργκούτ τον κοροϊδεύει. Θεωρεί τον εαυτό του ρομαντικό, γεγονός που συγκαλύπτει την πραγματική του γνώμη για τις γυναίκες, η οποία είναι χοντροκομμένη και υλιστική. Ο Τουργκούτ τον πηγαίνει, ηλίθιο και μεθυσμένο, εκεί για να ρίξουν τους εαυτούς τους στην αγκαλιά της Αφροδίτης. Εδώ βρίσκουν πλαδαρές γυναίκες, με το μακιγιάζ των ματιών να γεμίζει τα υγρά μάγουλά τους, κακοπροαίρετους άντρες με κενές εκφράσεις, φτηνές κουρτίνες, σαν σεντόνια. Όλα είναι όπως θα έπρεπε να είναι.
Ο Τουργκούτ φαντάζεται μια σκηνή μεταμόρφωσης, τους καλύτερους οικοδόμους, αρχιτέκτονες, διακοσμητές, ξυλουργούς, επιπλοποιούς, ζωγράφους, ταπετσιέρηδες στον κόσμο, οι οποίοι θα κάψουν όλα αυτά τα σκουπίδια, σε μια προσπάθεια ανάπτυξης και προόδου, απομακρύνοντας την άσχημη σκηνή και τις άτακτες συναλλαγές της και αντικαθιστώντας τες με κομψότητα και στυλ.
Τι γίνεται όμως με τους ανθρώπους; Τι θα τους συμβεί; Ποιος θα τους αλλάξει; Να τους αλλάξει; Τι ιδέα! Ακολουθούμε το τραγούδι των μεθυσμένων, καθώς πλέκεται στους νεκρούς δρόμους της πόλης, υπακούοντας ευγενικά στην εθιμοτυπία του δρόμου. Ατενίζουμε πορτραίτα της καθημερινής ζωής στην πόλη, εξαντλημένους εργάτες που συντηρούνται μέσα σε ένα αλλοτριωτικό πολιτικό σύστημα, με τους αυστηρούς κανόνες του για το τι μπορεί και τι δεν μπορεί να ειπωθεί και να γίνει. Ταυτόχρονα, είναι ζωντανές περιγραφές της προσωπικής κατάθλιψης και του άγχους του Ατάι. Οι ‘Αποσυνάγωγοι’ αποτελούνται έτσι όχι μόνο από εκείνους που βρίσκονται εκτός των ορίων του εγχειρήματος οικοδόμησης του έθνους, όχι μόνο από εκείνους που στερούνται από τον καπιταλισμό, όχι μόνο από εκείνους που επιθυμούν να ξεφύγουν από μια ολοκληρωτική ταυτότητα, αλλά και από εκείνους των οποίων η ευπάθεια είναι ταυτόχρονα κατάρα και δώρο που τους επιτρέπει να βλέπουν περισσότερα από τους άλλους.
Αλλά αν το μυθιστόρημα αποτελεί ντοκουμέντο ενός ατόμου φυλακισμένου στο μυαλό του σε μια συγκεκριμένη ιστορική στιγμή, είναι επίσης ένα όραμα για τις αναρχικές δυνατότητες της φαντασίας. Και όμως, η συσσώρευση πληροφοριών για τη ζωή και τις σχέσεις του Σελίμ από τον Τουργκούτ, με την αναδιαμόρφωση των ορίων του ορθολογισμού και της τάξης, δεν είναι αρκετή για να δώσει νόημα στο θάνατό του. Η απώλειά του είναι πέρα από κάθε λογική ή εξήγηση. Το χιούμορ και η αγωνία συμβαδίζουν.
Το τέλος του βιβλίου είναι γραπτή έκκληση του Τουργκούτ, απευθυνόμενη στους αξιότιμους δικαστές, για να γίνει δεκτός στις τάξεις των ‘Αποσυνάγωγων’. Ούτε αυτός ούτε ο Σελίμ μπορούσαν να κρατηθούν στη ζωή ή στη λογική μέσα στο συγκεκριμένο πλέγμα της κοινωνίας τους. Αλλά μέσα από την απελπισία, την αποξένωση και την ευπάθειά τους, και χωρισμένοι από το όριο του χρόνου, κρατήθηκαν γερά ο ένας από τον άλλον!