Βιβλιοπαρουσίαση. Καλλίστη. Αννίτα Παναρέτου.

Στις 8 Νοεμβρίου στο βιβλιοπωλείο Επί Λέξει παρουσιάστηκε το βιβλίο της Αννίτας Παναρέτου Καλλίστη-  Εκδόσεις Αλφειός

Παραθέτουμε δύο πολύ ενδιαφέρουσες βιβλιοκριτικές την Ανθούλα Γαβριήλ και τη Βασιλική Καραγιάννη 

—————————————————————————–

Post autΠοιος βουρκωμένος ποταμός μας πήρε;

Ποιος βουρκωμένος ποταμός μας πήρε;

Μείναμε στο βυθό.

  Τρέχει το ρέμα πάνω απ’ το κεφάλι μας

   Λυγίζει τ’ άναρθρα καλάμια·

 

   Οι φωνές

   κάτω απ’ την καστανιά γίναν χαλίκια

   και τα πετάνε τα παιδιά

                                 (Γιώργος Σεφέρης)

Λες και η μοίρα του τόπου αντέγραψε το ποίημα του Σεφέρη για να περιγράψει τη μοίρα του ανθρώπου. Λες και το ποτάμι που τρέχει και παρασύρει τα πάντα, το ποτάμι του χρόνου του Ηράκλειτου ή το άλλο που μεταφέρει τις ψυχές στον άλλο κόσμο, ο Αχέροντας κατά τη μυθολογία ή ο Ιλισσός κατά τον Πλάτωνα και τον Πωλ Βαλερύ, είναι ο Μόρνος. Η φύση έκανε την επανάστασή της και ανατρέποντας κάθε μεγάλο έργο των ανθρώπων δείχνει ποιος είναι ο ισχυρός.

Κι εδώ δεν πρόκειται για μύθο, αλλά για πραγματικότητα, την οποία είχαν την τύχη να δουν με τα ίδια τους τα μάτια άνθρωποι του σήμερα και όχι μια γιαγιά «μια φορά κι έναν καιρό», όπως στα παραμύθια. Χρονικογράφος αυτού του θαύματος ή αντιθαύματος γίνεται η Αννίτα Παναρέτου που παρακολουθεί και καταγράφει το φαινόμενο από το 1987, μια χρονιά μεγάλης ξηρασίας.

Το χωριό με το αρχαίο όνομα Κάλλιο (εκδημοτικισμένος τύπος του συγκριτικού βαθμού του επιθέτου καλός, καλλίων κάλλιστος), βούλιαξε στα νερά του ποταμού. Ο ποταμός το κατάπιε, όπως στην ταινία του Θόδωρου Αγγελόπουλου, Το λιβάδι που δακρύζει, μόνο που σαν ήρθε η ξηρασία και τα νερά υποχώρησαν, το χωριό ξαναφάνηκε· αναδύθηκε. Μια φωτογραφία στην εφημερίδα -το ένα αντί του όλου- έδειχνε ένα σπίτι που «δεν φαινόταν ούτε καινούριο ούτε παλιό ούτε κατεστραμμένο». Και έχουν να λένε πως οι κάτοικοι πήγαιναν στο παλιό τους σπίτι και κάθονταν στις αυλές τους.

Το φθινόπωρο του 1993, μια φθαρμένη πινακίδα με την επιγραφή «Κάλλιον» (το ουδέτερο του παραπάνω επιθέτου) έδειχνε πια τον τόπο: ένα χωριό με σπίτια βουλιαγμένα ολότελα στο νερό, ενώ άλλων σπιτιών εξείχε μόνο η οροφή. Νομίζεις πως εδώ είχε τον νου του ο Σεφέρης και όχι στην «Α΄ Σαντορίνη», όταν μας πρότεινε:

Γράψε αν μπορείς στο τελευταίο σου όστρακο/ τη μέρα τ’ όνομα τον τόπο και ρίξε το στη θάλασσα για να βουλιάξει…

 

Η Aννίτα Παναρέτου σημειώνει τα δικά της «όστρακα», τα ρίχνει στο συρτάρι, τα ανασύρει το 2002, τα αναβαθμίζει σε νουβέλα και την νουβέλα  βαφτίζει  Καλλίστη.  Για να βγει όμως στην αγορά και να ποζάρει στις βιτρίνες των βιβλιοπωλείων χρειάστηκαν άλλα είκοσι χρόνια, ενώ και άλλες μικροϊστορίες, ξηρασίες και πλημμύρες, στην Ελλάδα ή στο εξωτερικό, συνέβαλαν στην ολοκλήρωση της. Ανάμεσα σ’ αυτές και η ταινία  του Σωτήρη Τσίγκανου και Jonian Bisai ΝΕΡΟΜΑΝΝΑ που με υποβρύχιες λήψεις μας έδειχνε πλάνα του βουλιαγμένου χωριού.

Καλλίστη θα μπορούσε να είναι το πρώτο βιβλίο της Παναρέτου, όμως οι περιπέτειες της ανάδυσής της από τη μνήμη ή από την ψυχή στο χαρτί την έκαναν να είναι το δέκατο τέταρτο και τελείως άλλου ύφους από όλα τα άλλα. Ίσως, επειδή το πρώτο, γράφεται με την καρδιά, ενώ ο ορθολογισμός που φρενάρει τον αυθορμητισμό έρχεται μετά.

Οι κάτοικοι βασανισμένοι από τη θάλασσα, πρόσφυγες, που αλλάζουν τόπο, που ακόμα και οι νεκροί αλλάζουν τάφο, σαν εκείνους τους Παργινούς… με τα ιερά τους και την εικόνα του Άη Λια ξεκίνησαν, σαν τον Οδυσσέα μετά την Ιθάκη, για τόπο που οι άνθρωποι θα έβλεπαν το κουπί και δεν θα  γνώριζαν τι είναι. Δηλαδή δεν θα είχαν δει ποτέ τους θάλασσα. Έτσι, εκεί ψηλά στον Άη Λια, έστησαν τα σπίτια τους και τα πράγματά τους και τακτοποίησαν τη «στεφανοθήκη πάνω από το κρεβάτι, τη χύτρα στο τζάκι, τα γεννήματα στο κατώγι, τα χράμια στο μιντέρι, το σκαμνί στο παραγώνι». Κι εκεί  η ζωή ρίζωσε και πολλαπλασιάστηκε, αλλά και τα δεινά δυστυχώς επαναλήφθηκαν.

Η Παναρέτου γράφει με το φυσικό γεγονός μπροστά στα μάτια της, αλλά και με όλη την παράδοση στη σκέψη της. Η Καλλίστη δεν είναι απλώς ένα χωριό, είναι όλη η παλιά βουλιαγμένη ζωή μας, σαν τις «μεγάλες πέτρες» στα χέρια του Σεφέρη που βουλιάζουν και ο ίδιος μαζί τους ή,  όπως λέει  ο Πωλ Βαλερύ, όλα είναι χωρίς υπόσταση κι εμείς «είμαστε στη φαντασία ενός γραφιά» (Ευπαλίνος ή ο Αρχιτέκτων); Ωστόσο, η «φαντασία του γραφιά» είναι τόσο δημιουργική,  ικανή να ανασύρει ολόκληρο χωριό, όλο το ημιξεχασμένο παρελθόν, με όλα όσα το βοήθησαν να υπάρξει, οπότε αναδύεται και το ερώτημα μαζί με την Καλλίστη, μήπως αυτή η κατάδυση δεν είναι άλλο από μια στροφή στα ενδότερα της συνείδησης και ο ήρωας που παίζει ζάρια είναι ένας παίχτης του Χρόνου, το παιδί  του Ηράκλειτου που παίζει πεσσούς, διαγράφει την πορεία του,  πάνω – κάτω, επαναλαμβάνει τον αέναο κύκλο της ζωής με όλα όσα χτίζει και γκρεμίζει; Κοντά σ’ αυτά, μήπως εκεί σ’ αυτή την αέναη αλλαγή, εμφάνιση και εξαφάνιση, βρίσκεται η ουσία της ζωής, της εξέλιξής και της μεταμόρφωσής της;

Η Παναρέτου συγκρατημένα συγκινημένη αφηγείται όλα όσα αναδύθηκαν από τον βυθό σαν μικρά υποστυλώματα της μνήμης. Στην νουβέλα της δεν αναδύεται μόνο η Καλλίστη, οι  άνθρωποι αλλοτινών καιρών με τα σπίτια τους και τα πράγματά τους, αλλά και τα μικρά ηθογραφικά ή λαογραφικά ενθυμήματά τους και τα γλωσσικού πλούτου δείγματα, τα παιχνίδια με τα γράμματα και τους ήχους τους, που κουδουνίζουν και μας ξυπνάνε,  και μας στηρίζουν και μας ξαναθυμίζουν τον μεγάλο αλλά μη ανιχνεύσιμο σε πρώτο επίπεδο  πλούτο της ελληνικής παράδοσης, όπως εκείνο το «θα ’ρτει» του Σικελιανού που αναδύθηκε σαν από βουλιαγμένο πλοίο στην «Ιερά οδό», όπως οι «φυσαλίδες» που αναδύονται από τα βουλιαγμένα σπίτια της Καλλίστης και ανασαίνουν  σαν το βουλιαγμένο  Πιάνο βυθού του Γιάννη Βαρβέρη και ξεθυμαίνουν σαν τη νοσταλγία των Γενναίων του Οδυσσέα Ελύτη. Για «μηνύματα» μιλάει το βιβλίο.  Αυτά από τον βυθό και άλλα  από τον ουρανό, γιατί και «ο ήλιος έστελνε τα δικά του καλέσματα. Δεν είχε ξαναφανεί τόσο φως στην περιοχή…». «Ένας σταυρός, όρθιος και αμετακίνητος, παρέπεμπε στον Ιησού, περιπατούντα επί των υδάτων», μας λέει. Γιατί τα θαύματα γίνονται μέρα μεσημέρι, το τονίζει ο Ελύτης. Ο θεματικός πυρήνας της Καλλίστης είναι πυκνό υφαντό από χίλια νήματα που εκκινούν από τον Όμηρο και φτάνουν ως εμάς.

Ο Γιώργος Βέης, στο περιοδικό Χάρτης18, Ιούνιος 2018, στο κείμενό του «Η ανάδυση του ναού» κάνει λόγο για έναν ναό που βγαίνει από τα νερά και μαζί του και το ακέφαλο σώμα ενός Βούδα. «Ο ακέφαλος Βούδας υπαινίσσεται σταθερά την ελπίδα της όρασης», μας λέει ο Βέης, και αυτό συμβαίνει ανάλογα με την πλημμυρίδα και την αμπώτιδα.  Μικρός που είναι ο κόσμος φαίνεται να σιγοψιθυρίζει ο καθηγητής της Σύγχρονης Αγγλικής Λογοτεχνίας στο Πανεπιστήμιο του Μπέρμιγχαμ David Logge. Ένας Γάλλος συγγραφέας πάλι, του 19ου αιώνα,  έλεγε πως το καμπαναριό ενός βουλιαγμένου ναού, χτυπούσε κάτω από τα νερά. Μα αυτό ακριβώς  συμβαίνει στο βουλιαγμένο από το 1950 Κουρόν,  ένα χωριό στη βόρεια Ιταλία, στις Άλπεις. Η καταβύθισή του στα νερά έγινε με τον ίδιο τρόπο όπως και η καταβύθιση της Καλλίστης!

Η φύση έχει τη δική της λογική και επιβάλει το δικό της δίκαιο,  κάνοντας νεύμα στο οφθαλμοφανές για να υποψιαστούμε το αφανές. Γιατί η Αννίτα Παναρέτου με τη νουβέλα της δεν στάθηκε στο πρώτο επίπεδο. Φαίνεται πως συνέλαβε την μεταφυσική διάσταση του φυσικού φαινομένου,  μεταβάλλοντας την περιπέτεια της Καλλίστης σε μια ιδιότυπη Νέκυια, την οποία κατέγραψε, μιμούμενη τον Όμηρο. Αν ο Οδυσσέας καταδύθηκε στον Άδη για να βρει τον μάντη  που θα του υποδείξει τον δρόμο του για την επιστροφή του στην πατρίδα, ο ήρωας της Παναρέτου θα μιλήσει με τους πεθαμένους και μέσω αυτού, η συγγραφέας κι εμείς θα έχουμε την ευκαιρία για μια προσωπική κατάδυση-ανάδυση.   «Κατάδυση στο υγρό στοιχείο», «Κατάδυση εντός», «Κατάδυση στο Επέκεινα», «Κατέρχεσαι …/ μόνος με την αλήθεια κατάματα να ετοιμάζει / την άνοδό σου στο Φως, λέει η ποιήτρια Χρύσα Αλεξοπούλου, στις δικές της Πορείες Κατάδυσης.

Η Αννίτα Παναρέτου με την Καλλίστη της εισέπραξε κάλλιστα την ευγνωμοσύνη μας για όσα ωραία «δικά μας συμπαθητικά» (δανείζομαι τη φράση του Καβάφη), μας θύμισε. Μεταβάλλοντας το πραγματικό γεγονός σε  αλληγορία μετέφερε το μήνυμα από μακριά που ξύπνησε τον κοιμισμένο ελέφαντα μέσα μας.  Ο επίλογος της νουβέλας είναι η ελπιδοφόρα διπλή κατάφαση:  «ναι» «ΝΑΙ!» και η καταληκτική φράση «Καλά είμαι. Καλά… Καλά!…»,  κι εμείς καλύτερα, όπως έλεγαν παλιά τα παραμύθια, αφού κάθε καλό βιβλίο είναι μια ψηφίδα που εμπλουτίζει το πνευματικό και ψυχολογικό έρμα μέσα μας.

 

Ανθούλα Δανιήλ

Περί Ου

——————————————-

Αννίτα Παναρέτου Καλλίστη

Ένα «πρωτόλειο» που διεκδικεί τίτλους ωριμότητα

Μέσα στο συρτάρι της βρίσκεται, από το μακρινό 1987, αφημένο, όχι όμως   και παραγκωνισμένο, ένα, όπως το χαρακτηρίζει τώρα «πρωτόλειο», μια νουβέλα, το πρώτο λογοτεχνικό της δημιούργημα που της ενέπνευσε μια πρωτοφανής εμπειρία: η νεκρανάσταση, κατά κάποιο τρόπο ενός βυθισμένου στα νερά της τεχνητής λίμνης του Μόρνου;;;;;;;; χωριού, του Καλλίου, που μια εξαιρετικά παρατεταμένη ανομβρία το έκανε να αναδυθεί ξανά από τον υγρό του τάφο και σιγά σιγά να ξαναπροβάλει ατόφιο, με ποιες άραγε επιπτώσεις στον ψυχισμό των παλιών του κατοίκων;. Ερώτημα που δεν είναι το μόνο που επιβάλλεται στη σκέψη της Παναρέτου.

Πέρα από τα προβλήματα που δημιουργούνται στους χωριανούς, που αναγκάστηκαν να μετοικήσουν πράγμα που απετέλεσε πληγή σε μια μεγάλη μερίδα τους  αλλά και ανακούφιση σε μια άλλη μερίδα (ξερίζωμα από τη μια- ξεκίνημα για μια καινούρια ζωή από την άλλη σελ. 1506) την Παναρέτου την απασχολούν και άλλα, γενικότερα θέματα.

Και πρώτα-πρώτα η Δύναμη του Νερού. Το υδάτινο στοιχείο είναι παρόν σε όλη την ιστόρηση της περιπέτειας του χωριού και των κατοίκων του: η αρχική εγκατάλειψη των θαλασσινών ακτών και η λαχτάρα απαλλαγής από την παντοδυναμία της θάλασσας που τους καταδυναστεύει και τους ταλαιπωρεί, τους έχει αφήσει, έστω και ως μνήμη, ανεξίτηλα σημάδια (σελ.50-1). Και τα σημάδια αυτά δεν εκδηλώνονται μόνο ως εικόνες, παίρνουν και χρωματική μορφή, ανάλογα με τα αποτυπώματα που αφήνουν μέσα στην ανθρώπινη ψυχή: τόνους πράσινους, τόνους πορφυρούς, με μπαλώματα γαλάζια, τόνους διαφορετικό για κάθε περίοδο της ζωής: τόνους άλικους για τα χρόνια της εφηβείας, και της νεότητας, τόνους κυανούς για τα χρόνια της ωριμότητας, τόνους που επιστρέφουν στο αρχέγονο θαλασσί (σ.64) όταν φτάσεις στα χρόνια της καταστάλαξης και ζεις πια αρμενίζοντας «κοσμοκράτορας», «στη λήθη και στη μνήμη, στην πραγματικότητα και το όνειρο» . Και η συνεχής ροή του νερού συνταιριάζεται με τη ροή του χρόνου, της ζωής γενικά (σε.49: Και τι νερό, παντού το νερό και πριν και μετά το νερό και ολοένα το νερό)

Κατά δεύτερο λόγο: η Δύναμη των Αναμνήσεων, η Δύναμη της Νοσταλγίας. (σ.25. Ένας μικρός βρασμός τάραξε , εδώ κι εκεί, την επιφάνεια των νερών… Γεμάτη θησαυρούς και θαύματα ήταν η Καλλίστη και μόνον σ΄αυτόν είχαν φανερωθεί»). Οι αναμνήσεις που δημιουργούν «ένα αέναο πηγαινέλα από την αφετηρία στο τέρμα και πάλι πίσω στην αφετηρία»(Σελ. 51). Οι αναμνήσεις, που ωραιοποιημένες, μπορεί να ξεγελάσουν και να σε κάνουν να αναπολείς και να μετατοπίζεις γεγονότα, να αλλάζεις καταστάσεις που βίωσες, «να βαθύνεις τις χαρές, να λιγοστέψεις τις λύπες» (σελ 51), να ξαναπλάθεις κατά βούληση την ήδη βιωμένη πραγματικότητα.

Τρίτη και τελική η Δύναμη της Προσγείωσης στην πραγματικότητα. Το απότομο και απογοητευτικό ξύπνημα όταν πια κατανοήσει κανείς πως δεν έχει τίποτα άλλο να περιμένει παρά έναν δεύτερο πορθητή, τον θάνατο, κι αυτόν να τον περιμένει «ξαπλωμένος ανάσκελα κατάχαμα, με το βλέμμα καρφωμένο στον θόλο που θ΄αλλάζει όψη, με τη θέα του γαλάζιου από κάτω προς τα πάνω, ένα με το ανοιχτό στόμα της γης, να βλέπει, ν΄ακούει, ν΄αγγίζει, να γεύεται τον νόστο του μέλλοντος, επιτέλους ολογάλανο»(σελ. 66)

Ανάμεσα σ΄αυτές τις τρεις κυρίαρχες Δυνάμεις παρεμβάλλονται σελίδες που εκφράζουν με εξαιρετικό ύφος γραφής εικόνες και εντυπώσεις ζωντανότατες:

Α) Η περιγραφή του αρχικού χωριού: «μια φωλιά, όπου βρήκαν και κούρνιασαν μια χούφτα άνθρωποι, φυγάδες της θάλασσας» (σελ. 11-12), μα βιβλικές αναφορές στον Προφήτη Ηλία, στον Λωτ (με το βλέμμα μπροστά επειδή έτρεμαν μια στήλη άλατος» (σελ. 12), «μια φωλιά που τους φάνταζε παράδεισος επί της γης… Τα χαμηλά βουνά, η ήμερη κοιλάδα, τα δέντρα, το ποτάμι, η ρεματιά, σεμνά όλα, σπιτικά, ταιριασμένα στα ανθρώπινα μέτρα» (σελ. 12). Και η θάλασσα παραμένει «μια αόριστη νοσταλγία…που έμοιαζε με άνεμο δροσερό και φρέσκο… σαν να πεινούσαν τότε γι΄αλάτι ή για ιώδιο. Σαν να ζητούσαν μια ταλάντευση στο σώμα απαλή όπως το νανούρισμα ή ένα ταξίδι σε ρυθμούς αργούς, βασανιστικούς, τόσο που να προκαλούν στους άμαθους ναυτία (σελ. 13).

Β) Ο ύμνος της «γιαγιάς» (σελ. 15-6): Σπίτια βαλμένα στη σειρά, γερά, ωραία –και άδεια· άδεια από αόρατες παλιές παρουσίες, που προστάτευαν τις εστίες των απογόνων σα σκέπη· … κι όλοι ξέραν ότι ήταν της γιαγιάς, … άδεια ως κι από τη δύναμη των δίδυμων αστείων συλλαβών, που κατάφερναν ωστόσο να ξορκίζουν το δέος μπροστά στη ροή του χρόνου, κονταίνοντας τις αποστάσεις, αναδιπλώνοντας το παρελθόν μέσα στο παρόν και φέρνοντας κοντά ανθρώπους που δεν αντάμωσαν ποτέ: η «γιαγιά», λέξη, κληρονομιά, διαδρομή στα βάθη των καιρών…». (σελ. 15)  Ύμνος πρωτοεκδηλωμένος, απ΄όσον τουλάχιστον γνωρίζω, στην λογοτεχνία, που όμως βρίσκει τον αντίλογό του στην αμέσως ακόλουθη περιγραφή της ανακούφισης που νιώθουν οι νέες, οι καινούριες νοικοκυρές όταν παίρνουν στα χέρια τους τη διαχείριση του σπιτικού τους, απαλλαγμένες από την καταπίεση της «αυστηρής, αμετακίνητης» τάξης της μάνας και της γιαγιάς (σε. 16).

Γ) Η περιγραφή του ξεριζωμού των νεκρών (σελ. 16, 17, 18) είναι στ΄αλήθεια συγκλονιστική: η βιασύνη με την οποία γίνεται η μετακομιδή, διώχνει και καταπνίγει «όποια γλυκειά ανάμνηση τόλμησαν οι νεκροί να στείλουν στους δικούς τους» και αποτελεί βεβήλωση της μνήμης τους και όχι όπως θα περίμενε κανείς, σεβασμό της.

Δ) Στη σελ. 18 η προσωποποίηση των σπιτιών που τα πνίγει σιγά-σιγά το νερό (τα ανοίγματα πρώτα «χάσκουν σαν μάτια» και μετά όσο το νερό ανεβαίνει γίνονται στόματα που καταπίνουν ό,τι το νερό έχει παρασύρει μαζί του: «ξύλα, άχυρα, χαρτιά, καβαλίνες… Όλα μπαινόβγαιναν ελεύθερα παντού, στην εκκλησία, στο σχολείο, στις κρεβατοκάμαρες, σε χώρους ιερούς, αγαπημένους και άβατους. Ιεροσυλία απίστευτη, ως τότε αδιανόητη κι όμως την έβλεπαν και την ανέχονταν και την άντεχαν») αποτελεί πραγματικό εύρημα.

Ε) Στις σελίδες 27-28-29 η δημιουργία της νεκρής ζώνης εξαιτίας της ανομβρίας και η ανάδυση η βαθμιαία της Καλλίστης περιγράφονται γλαφυρότατα. Η αναφορά στον συμβολισμό της επανεμφάνισης του σταυρού της εκκλησίας αποδίδει τη ρεαλιστική αντιπαράθεση ευλάβειας και δεισιδαιμονίας που χαρακτηρίζουν τη νοοτροπία των χωριανών. Ο αναγνώστης αφήνεται ελεύθερος, με τη δική του προαίρεση, να θεωρήσει το φαινόμενο ως συμβολική νεκρανάσταση ή ως καθαρά συμπτωματικό γεγονός.

Στ) Στις σελίδες 34-36 η συνάντηση του πρωταγωνιστή με το νεκραναστημένο σπίτι του παρομοιάζεται με την εκ νέου συνάντηση δυο παλιών φίλων: υπάρχει καχυποψία μπροστά στο άγνωστο μέλλον μιας σχέσης που ξεκινά ξανά από την αρχή: θα ξαναβρεί την παλιά θέρμη ή όχι; Στις σελίδες 36-37 δίνεται η απάντηση: το φως διαχεόμενο στα δωμάτια «τρυπώνοντας ή ορμώντας» ξαναζωντανεύει τη σχέση. Το σπίτι συναινεί σε μια νέα ζωή, οπότε και το αφηγηματικό ύφος ζωντανεύει κι αυτό (σελ. 36), οι προτάσεις πέφτουν ασύνδετες, λαχανιαστά, σαν βροχή.

Ζ) Οι σελίδες 54-55: « Κόρφοι και μουράγια κι ανοιχτοί γιαλοί …και γοργόνες ορθόστηθες στις πλώρες» κι όλη η υπόλοιπη σελίδα ως το τέλος της «…ή μέναν σιωπηλοί ν΄ακούνε τους φλοίσβους από τ΄ανοιχτό παράθυρο της κάμαράς της» αποτελεί μια ποιητική ωδή στο νερό: η θαλασσινή φρεσκάδα μπολιάζεται στη βουνίσια ζωή και της προσδίδει νέα ουσία: «Νέες λέξεις βρήκαν τη θέση τους στο βουνίσιο λεξιλόγιο και όποτε τις πρόφεραν ήταν σαν να είχαν στο στόμα τους μέντα». Το υδάτινο στοιχείο αποδεικνύει πάλι την ζωογόνο του δύναμη.

Όπως αναφέραμε και στην αρχή, η Καλλίστη, το «πρωτόλειο» της Παναρέτου βρισκόταν στο συρτάρι της από το 1987, συχνά όμως το ξανάπιανε -δεν έπαυε να την απασχολεί. Με το να το πιάνει όμως ξανά και ξανά στα χέρια της, να το αναθεωρεί, να το κοιτάζει από ανανεωμένη με την πάροδο του  χρόνου, σκοπιά, αναρωτιέται μήπως ο πρωταγωνιστής της, αυτός ο άνθρωπος που έπλασε αρχικά, ο «αυτάρκης και ρωμαλέος» (σελ. 59) δεν ήταν. Σε τελική ανάλυση, ένας άνθρωπος ευτυχής, ολοκληρωμένος, μήπως έχοντας απαρνηθεί την παρουσία των άλλων, ικανοποιημένος απόλυτα με τον εαυτό του και αρκούμενος σ΄αυτόν, δεν ήταν στην ουσία παρά ένας άνθρωπος  «γυμνός, φτωχός, στερημένος από το αποκούμπι των άλλων».

Έτσι φτάνουμε λοιπόν στο τελικό εύρημα: το διπλό τέλος! Ο αναγνώστης αφήνεται να επιλέξει εκείνο που προτιμά ο ίδιος: το τέλος του ανθρώπου που του αρκεί να είναι σύμφωνος με τον εαυτό του, με τη συνείδησή του, χωρίς να χρειάζεται την παραδοχή κανενός άλλου κι έτσι να νιώθει και να είναι ελεύθερος ή το τέλος εκείνου που έχει την ανθρώπινη ανάγκη να συντροφεύεται για να βγαίνει «ξαλαφρωμένος και σχεδόν χαρούμενος …σαν ξεχωρίζει τον άλλον να πλησιάζει, σχεδόν χαρούμενος όσο τον παρακολουθεί να τραβά ξανά την ανηφόρα και να χάνεται»; (σελ. 64)

Με τον τρόπο αυτό η Παναρέτου μας καλεί να συμμετέχουμε στο στήσιμο του έργου της προβληματιζόμενοι κι εμείς, όπως προβληματίστηκε κι εκείνη, και να δώσουμε τη δική μας προσωπική λύση στο κρίσιμο ερώτημα: πού βρίσκει τελικά την ολοκλήρωση η προσωπικότητα του ανθρώπου: στη μοναχικότητα ή στον κοινωνικό βίο; Ο καθένας θα δώσεις τη δική του απάντηση. Κι έτσι, η Καλλίστη, το «πρωτόλειο» αυτό, το πολυδουλεμένο και ξανασχεδιασμένο κατέληξε να μας παραδοθεί, να μας χαρισθεί, σαν προϊόν ωριμότητας, ωριμότητας σκέψης, ωριμότητας συγκρότησης και ωριμότητας έκφρασης.

 

Βασιλική Καραγιάννη, 2023