Στον ίσκιο του Ντόναλντ

Ένα φάντασμα πλανιέται πάνω από τον κόσμο- και δεν είναι φυσικά εκείνο για το οποίο έγραφε ο Μαρξ το 1848. Πλανιέται σαν ίσκιος μάλλον, σαν μελλοντική απειλή, για την οποία κανείς δεν μιλά πολύ μα όλων την συμπεριφορά επηρεάζει.

Παράδειγμα, η παγκόσμια διάσκεψη για το κλίμα που ξεκίνησε χθες στα Εμιράτα του πετρελαίου, με κακούς οιωνούς- έστω και αν, στην αφετηρία της, έδωσε ένα πρώτο καλό νέο, την δημιουργία ενός ταμείου διεθνούς αλληλεγγύης για τις φυσικές καταστροφές. Η διάσκεψη έρχεται στο τέλος μιας χρονιάς, που έσπασε αλλεπάλληλα ρεκόρ υψηλών θερμοκρασιών και μας έφερε άμεσα αντιμέτωπους με τις συνέπειες της κλιματικής απορρύθμισης. Η έκθεση του ΟΗΕ, πριν λίγες ημέρες, επιβεβαίωσε τους χειρότερους φόβους μας. Βαδίζουμε ολοταχώς προς μια αύξηση της θερμοκρασίας του πλανήτη κατά 3 βαθμούς Κελσίου πάνω από τα επίπεδα της προβιομηχανικής εποχής και μάλιστα πολύ νωρίτερα από ότι περιμέναμε. Ακόμη κι αν όλες οι χώρες τηρήσουν πλήρως τα εθνικά προγράμματα μείωσης εκπομπών, ο πλανήτης θα βρίσκεται σε τροχιά προς μια αύξηση θερμοκρασίας 2,9 βαθμών πάνω από τα προβιομηχανικά επίπεδα. Και μια νέα, κλιματική ανισότητα απειλεί να τινάξει στον αέρα την ισορροπία του κόσμου. Ενώ το 10% των υψηλότερων εισοδημάτων είναι υπεύθυνο για το 50% των εκπομπών και το 50% των χαμηλότερων εισοδημάτων για το 12% των εκπομπών, η κατανομή των συνεπειών της κλιματικής κρίσης ανάμεσα στις πλουσιότερες και τις φτωχότερες περιοχές του πλανήτη είναι αντίστροφη.

Τι εμποδίζει τον κόσμο μας, λοιπόν, να οργανώσει μια αντίδραση αντίστοιχη της απειλής; Προφανώς η δύναμη της αδράνειας και τα συμφέροντα των ισχυρών λόμπι των ορυκτών καυσίμων. Η απροθυμία των κερδισμένων της κλιματικής ανισότητας να μοιραστούν το βάρος που τους αναλογεί για την ενεργειακή μετάβαση, ανακουφίζοντας τις χώρες χαμηλών και μεσαίων εισοδημάτων. Η πολιτική πίεση που δυναμώνει και την αισθάνονται οι ηγεσίες πολλών ανεπτυγμένων χωρών, και στην Ευρώπη, για ανάσχεση του ρυθμού της πράσινης μετάβασης, ιδίως από τις γενιές που έζησαν τις δεκαετίες της ευημερίας και εγωιστικά αρνούνται να πληρώσουν για ένα μέλλον που νιώθουν ότι δεν τους αφορά, αφού δεν θα το ζήσουν. Μα είναι και κάτι ακόμη. Είναι ένα αίσθημα δυσπιστίας, μια επιφύλαξη απέναντι στις δεσμεύσεις που αναλογούν στην ισχυρότερη χώρα του κόσμου, που είναι και η χώρα με το ισχυρότερο ενεργειακό αποτύπωμα.

Αν, σε ένα χρόνο από τώρα, ο Ντόναλντ Τραμπ ετοιμάζεται να διαβεί την πόρτα όχι της φυλακής μα του Λευκού Οίκου, τι θα απομείνει από τα όποια αποτελέσματα φέρει η σημερινή παγκόσμια διαπραγμάτευση; Όλοι θυμούνται ότι ο Τραμπ εξελέγη την πρώτη φορά με μια πλατφόρμα αμφισβήτησης των επιστημονικών δεδομένων για την κλιματική αλλαγή. Είχε υποσχεθεί να απαλλάξει την Αμερική από τα «δεσμά» της συμφωνίας των Παρισίων. Και σε μεγάλο βαθμό το έκανε. Μια μελέτη έχει υπολογίσει ότι τα μέτρα που έλαβε η κυβέρνησή του, επιβραδύνοντας ή αναστρέφοντας την πράσινη μετάβαση, είχαν ως αποτέλεσμα οι ΗΠΑ να προσθέσουν στην ατμόσφαιρα, ως το 2035, 1,8 έξτρα τόνους CO2, επιπλέον των αναμενόμενων. Δεν είναι παράλογο να πιστέψει κανείς (να πιστέψουν προπάντων οι συνομιλητές της Ουάσιγκτον στην διεθνή σκηνή) ότι μια δεύτερη θητεία θα σημάνει το τέλος κάθε συλλογικής διαπραγμάτευσης για το κλίμα και την απελευθέρωση ενός κλιματικού Αρμαγεδδώνα.

Το ενδεχόμενο της επιστροφής του Τραμπ είναι το φάντασμα που πλανιέται πάνω από τον κόσμο και επηρεάζει ήδη τις τύχες του. Επηρεάζει την εξέλιξη του πολέμου στην Ουκρανία, όπου τα πράγματα θα είχαν ίσως εξελιχθεί διαφορετικά αν ο Πούτιν δεν γνώριζε πως μ’ ένα παιχνίδι υπομονής μπορεί να αντέξει ως τον ερχόμενο Νοέμβριο, οπότε μπορεί το μέτωπο της Δύσης να σπάσει. Όλοι σημείωσαν εκείνη την δήλωση Τραμπ πως αν εκλεγεί, «θα τερματίσει τον πόλεμο στην Ουκρανία σε 24 ώρες».

Επηρεάζει, επίσης, τις εξελίξεις γύρω από τον άλλο πόλεμο των ημερών, στην Γάζα. Η προσπάθεια της Ουάσιγκτον να φέρει όλες τις πλευρές στο τραπέζι της διαπραγμάτευσης για μια λύση δύο κρατών στην Παλαιστίνη, σκοντάφτει στην επίγνωση όλων των ενδιαφερομένων πως η Αμερική σ ένα χρόνο μπορεί να είναι μια εντελώς διαφορετική χώρα. Πολύ περισσότερο η Τεχεράνη,  χωρίς κάποια εμπλοκή της οποίας καμιά ειρήνευση δεν θα είναι σταθερή, δύσκολα θα κάνει κάποιο βήμα όσο το σενάριο Τραμπ έχει έστω και μικρή πιθανότητα να επαληθευτεί. Κανείς δεν έχει ξεχάσει ότι η ανατροπή της συμφωνίας με το Ιράν για τα πυρηνικά, που είχε επιτύχει η κυβέρνηση Ομπάμα, ήταν μια βασική υπόσχεση της καμπάνιας Τραμπ το 2016. Υπόσχεση που τηρήθηκε.

Κάτι ανάλογο ισχύει και στα μέτωπα του Ειρηνικού. Αλλά και στο μέτωπο της μάχης για την Δημοκρατία. Οι εχθροί της οποίας, οι αυταρχικοί ηγέτες των ανελεύθερων δημοκρατιών ή οι λαϊκιστές της ευρωπαϊκής ακροδεξιάς τοποθετούνται ήδη στο πολιτικό χρηματιστήριο με  την προσδοκία να εισπράξουν μέρισμα από μια άνοδο Τραμπ. Αναρωτιέμαι πως να ζυγίζει αυτό το ενδεχόμενο ο Ερντογάν, για παράδειγμα.

Κανείς δεν μπορεί να προβλέψει, φυσικά, από σήμερα την έκβαση των Αμερικανικών εκλογών σε ένα χρόνο ή να υπολογίσει με ακρίβεια τις πιθανότητες μιας νίκης Τραμπ. Μα όλοι εκτιμούν ότι αν ο Τραμπ, στην πρώτη του θητεία, περιστοιχισμένος από παραδοσιακούς Ρεπουμπλικάνους διαφορετικών πεποιθήσεων από τις δικές του, που τον συγκρατούσαν και τον δέσμευαν, προκάλεσε τόσες ζημιές στον κόσμο, μια ενδεχόμενη δεύτερη θητεία όπου ο Τραμπ δεσμώτης θα είναι πια ένας Τραμπ λυόμενος, περιστοιχισμένος από πιστούς και υπάκουους, υποταγμένους στην ατζέντα του, θα είναι σεισμική.

Τι μπορούμε να κάνουμε, λοιπόν, εμείς οι απ’ έξω, πέρα από το να προσευχόμαστε για την φώτιση του αμερικανικού εκλογικού σώματος; Να βιαστούμε, προφανώς. Να αρχίσουμε να αντιμετωπίζουμε στα σοβαρά τις αιτίες που θρέφουν το φαινόμενο του τραμπικού «πλούτο-λαϊκισμού» και στις δικές μας κοινωνίες. Να αναστήσουμε, κάπως, την κοιμισμένη ευρωπαϊκή ιδέα. Να αρχίσουμε, για παράδειγμα, να παίρνουμε πιο σοβαρά τις ευρωεκλογές, ως κάτι περισσότερο από μια μεγάλη πολιτική δημοσκόπηση εσωτερικού ενδιαφέροντος.

Παύλος Τσίμας