“Σαν σώματα ωραία νεκρών που δεν εγέρασαν…”

 

Γράφει η Χρύσα Σπυροπούλου

 Οι επιθυμίες πολλές, άλλες δυνατές άλλες αδύναμες. Μερικές έρχονται και παρέρχονται χωρίς να τις θυμόμαστε καν. Επιτελούν  τον σκοπό τους και εξαφανίζονται, τις καταπίνει ο χρόνος και τα γεγονότα της καθημερινότητας. Οι εορταστικές επιθυμίες που εκφράζονται μέσω των ευχών κάθε Χριστούγεννα και Πρωτοχρονιά μπορεί να έχουν την ένταση των ημερών, ωστόσο η λάμψη τους και η αισιοδοξία τους χάνονται πιο γρήγορα από κάθε  τι άλλο. Έχουν κάτι από την εφήμερη φύση των ημερών όπως και από την υπερβολική ευθυμία τους. Δεν μας πειράζει αν δεν πραγματοποιηθούν, μας αρκεί που τις επαναφέραμε και μας ζέσταναν στιγμιαία, γιατί η ελπίδα συνεχίζει το έργο της. Μας θέρμαναν, έστω για λίγο, όπως το γλυκό κρασί ή η αχνιστή μαύρη σοκολάτα την ίδια περίοδο.

Η επιθυμία μου να ανοίξω κάποια στιγμή το δικό μου ζαχαροπλαστείο, τονώνεται κάθε χρόνο την ίδια περίοδο, και διαγράφεται μόλις σβήσουν τα φώτα του χριστουγεννιάτικου δέντρου του σπιτιού μας, μόλις κατέβουν οι πολύχρωμες μπάλες που συμβάλλουν στην εορταστική ατμόσφαιρα. Μακάρι να ανοίξω το δικό μου ζαχαροπλαστείο, με τα αρώματα από τη σοκολάτα και το τριαντάφυλλο, με τους πάγκους τους γεμάτους τσουρέκια, κουραμπιέδες και μελομακάρονα, τα φοινίκια και τα σεκέρ παρέ, τα λουκούμια και τα σοκολατάκια με το αμύγδαλο, το κάστανο και το φουντούκι, τον σοκολατένιο κορμό, τις βασιλόπιτες, τα τρουφάκια, το γαλακτομπούρεκο, τα ροξάκια, τα ισλί, ονειρεύομαι και παρακαλώ. Μια ευχή, που επαναλαμβάνεται κάθε χρόνο και φέρνει στο νου εικόνες ακόμα και από το μακρινό Σμυρναίικο ζαχαροπλαστείο μου, καταγράφεται και μετατρέπεται σε επί χάρτου σχέδια, μακέτες, όμως, που παραμένουν χάρτινες και περιμένουν διαρκώς να αποκτήσουν ζωή, να γίνουν μέρος της φευγαλέας καθημερινότητας.

Η αγάπη για τα γλυκά και τις ευωδιές τους μεγαλώνει περισσότερο την περίοδο των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς, και μαζί της σαν να μεγαλώνει ο πόθος να δημιουργηθεί η προσωπική γωνιά που θα γίνει και γωνιά των άλλων, μια υπόθεση συλλογική, όπου θα είμαι η οικοδέσποινα και θα τους υποδέχομαι σε ένα χώρο φροντισμένο, καλαίσθητο και φωτεινό.

Επιθυμώ, όμως, και κάτι ακόμα που εκφράζω άλλοτε ρητά και άλλοτε υπαινικτικά. Θέλω να ταξιδέψω με αυτοκίνητο διασχίζοντας την Κεντρική Ευρώπη για να φτάσω έως τη χιονισμένη Λαπωνία. Θα μου άρεσε να περνώ από τα χωριά και τις πόλεις της Αυστρίας, της Τσεχίας και της Γερμανίας, να δοκιμάζω τα λευκά κρασιά του Ρήνου, να κάνω ποδήλατο στις πόλεις της περιοχής Μπάντεν Βίρτεμπεργκ και να περπατώ στα μονοπάτια του Μέλανος Δρυμού,  να ακούω μουσική σε γοτθικές εκκλησίες, να οδηγώ στις όχθες του Δούναβη και του Ίζαρ, σε επαρχιακούς δρόμους που καταλήγουν σε μικρά χωριά με τις εκκλησίες να φαίνονται από μακριά, από όπου ξεχύνονται οι ήχοι του εκκλησιαστικού οργάνου, και να απολαμβάνω τα στρούντελ μήλου και τα λουκάνικα στα εστιατόρια των μικρών ξενοδοχείων, ώσπου εντέλει να καταλήξω στους δρόμους της παραμυθένιας Δανίας, κι από εκεί να συνεχίσω προς  τον λευκό Βορρά.

Το γιατί επιλέγω αυτές τις χώρες ως προορισμό, δεν το γνωρίζω. Αισθάνομαι οικεία μ’ αυτές κάθε φορά που τις σκέφτομαι. Σαν να είναι χώρες που κρύβουν ψιθύρους και μυστικά που έρχονται από πολύ παλιά, μέσω των μύθων και της μουσικής. Πιθανόν να επιδιώκω να ενώσω στην πράξη τη Δύση, τον Βορρά και την Ανατολή που συνυπάρχουν μέσα μου.

Φέτος, σκέφτομαι να ευχηθώ να κερδίσω το λαχείο για να μπορέσω να πραγματοποιήσω αυτά τα δύο μου όνειρα. Ελπίζω να προλάβω. Ο χρόνος περνάει γρήγορα… Τα χρονικά όρια στενεύουν…. Πόση ανακούφιση θα αισθανθώ, όμως, όταν οι επιθυμίες μου εκπληρωθούν και δεν θα συνεχίζουν να παραμένουν «σαν σώματα ωραία νεκρών που δεν εγέρασαν…». Ποιος ξέρει; Μπορεί, αυτή τη φορά, όταν σβήσει η λάμψη των εορτών, να πραγματοποιηθεί το ανέφικτο, να γίνουν πραγματικότητα οι δυο βαθιές πολύχρονες και όχι πια τόσο κρυφές επιθυμίες μου….

ΠΗΓΗ Ο Αναγνώστης