Τα Παιδιά του Χειμώνα

Πέντε οσκαρικές υποψηφιότητες και δύο Χρυσές Σφαίρες ερμηνείας για μια συνταγογραφημένη, αλλά υποδειγματικά εκτελεσμένη δραμεντί, με συγκινητικό άρωμα ανεξάρτητου σινεμά των 70s

Κρατώντας σταθερά χαμηλό προφίλ, ο ελληνικής καταγωγής Αλεξάντερ Πέιν κατάφερε να κάνει αίσθηση από την πρώτη κιόλας ταινία του (“Πολίτης Ρουθ”, 1996) και μέσα από μια σειρά ανθρωποκεντρικών δραμάτων με κωμικά και σατιρικά στοιχεία να αναδειχθεί σε έναν από τους σπουδαιότερους Αμερικανούς δημιουργούς της τελευταίας 25ετίας, βραβευόμενος με Όσκαρ σεναρίου για τα “Πλαγίως” και “Οι Απόγονοι” (από επτά συνολικά προσωπικές υποψηφιότητες). Το 2017, όμως, δοκίμασε να “ξανοιχτεί” σε μια ακριβή και φιλόδοξη αλληγορία επιστημονικής φαντασίας (“Μικρόκοσμος”), η οποία κατέληξε σε καλλιτεχνική και εμπορική αποτυχία, κάτι που τον ανάγκασε να αναδιοργανώσει τα σχέδιά του και να επιστρέψει σε διαχειρίσιμα κινηματογραφικά μεγέθη.

Ταυτόχρονα, επέλεξε να εμπιστευτεί, όπως και στο “Νεμπράσκα”, έναν άλλο σεναριογράφο, τον τηλεοπτικό Ντέιβιντ Χέμινγκσον, πλασάροντάς του ως έμπνευση τη βασική ιδέα της ταινίας του Γάλλου ηθογράφου Μαρσέλ Πανιόλ “Merlusse” (1935). Ο Χέμινγκσον τη διασκεύασε με πλήρη ελευθερία, μεταφέροντάς μας σε ένα πρωτοκλασάτο κολέγιο της Μασαχουσέτης του 1970. Εκεί διδάσκει ο δύστροπος, κυνικός και απαιτητικός καθηγητής φιλολογίας Πολ Χάναμ (ένας εξαιρετικός Πολ Τζιαμάτι), εξίσου αντιδημοφιλής σε φοιτητές και συναδέλφους. Έτσι, κι αφού δυσαρεστήσει τον πρύτανη του ιδρύματος βάζοντας χαμηλούς βαθμούς στο γιο ενός γενναιόδωρου δωρητή, καταλήγει να είναι αυτός, απ’ όλο το διδακτικό προσωπικό, που θα περάσει τις χριστουγεννιάτικες γιορτές στο σχολείο, επιτηρώντας τους μαθητές οι οποίοι δεν μπορούν να φύγουν για διακοπές. Εκείνος τους ετοιμάζει ένα αυστηρό πρόγραμμα μελέτης, αλλά τελικά θα ξεμείνει με τον πιο ατίθασο απ’ αυτούς, ο οποίος αρνείται να υπακούσει τις εντολές του, και τη μαγείρισσα της σχολής, μια Αφροαμερικάνα που έχει χάσει το γιο της στον πόλεμο του Βιετνάμ (το οσκαρικό φαβορί του β΄ γυναικείου ρόλου Ντα’Βάιν Τζόι Ράντολφ).

Για ακόμα μία φορά, ο φακός του Πέιν εστιάζει στους απόκληρους μιας “ευημερούσας” κοινωνικής πραγματικότητας, πολίτες της διπλανής πόρτας, οι οποίοι ζουν ένα σιωπηλό προσωπικό δράμα, ανίκανοι για μια σειρά από λόγους –κοινωνικούς, ψυχολογικούς, ταξικούς και οικονομικούς– να οικειοποιηθούν το συλλογικό αμερικανικό όνειρο. Κάτι πολύ ξεκάθαρο εδώ όσον αφορά την επιλογή των τριών ηρώων και την προβλέψιμη αποκάλυψη των τραυμάτων που τους έχουν σημαδέψει, εξοστρακίζοντάς τους από την κανονικότητα. Αυτήν την οποία η ταινία συνδέει άμεσα με τη μιλιταριστική προπαγάνδα, την ξερή, άκαμπτη ακαδημαϊκή γνώση και την ανάδειξη του χρήματος σε υπέρτατη ηθική αξία.

Αξιοζήλευτα απλός και ευθύς, ο Πέιν νοστιμίζει χιουμοριστικά τα αφηγηματικά κλισέ ενός συνταγογραφημένου δράματος χαρακτήρων που παραμένει μέχρι τέλους πικάντικο, συγκινητικό, πολιτικά οξυδερκές και καυστικά σαρκαστικό. Ταυτόχρονα, με μια παλιομοδίτικη, χαμένη εδώ και καιρό ευαισθησία, μας γυρίζει σε μια Αμερική η οποία αποχαιρετά με γλυκόπικρα συναισθήματα τη δεκαετία του ’60, αφήνοντας πίσω της μια σειρά από ριζοσπαστικές ιδέες, επαναστατικές ουτοπίες και χαμένες ευκαιρίες.

ΗΠΑ. 2023. Διάρκεια: 133΄. Διανομή: TANWEER

ΧΡΗΣΤΟΣ ΜΗΤΣΗΣ