Βασίλης Νικολάου: «Σώματα από Ύλη, Πνεύμα και Χρόνο». Τεχνοχώρος – Art Project Space

Επιμέλεια έκθεσης, ‘Ιρις Κρητικού 

Εγκαίνια έκθεσης: Τετάρτη 3 Απριλίου 19:00-22:00
Διάρκεια: Τετάρτη 3 Απριλίου έως Μ. Πέμπτη 2 Μαΐου 2024

Η αίθουσα τέχνης Τεχνοχώρος παρουσιάζει στο Art Project Space (Φαλήρου 66, Κουκάκι), την αναδρομική έκθεση γλυπτικής του Βασίλη Νικολάου με τίτλο «Σώματα από Ύλη, Πνεύμα και Χρόνο» με έργα από το 1982 έως το 2023, σε επιμέλεια της Ίριδας Κρητικού. Τα εγκαίνια της έκθεσης θα πραγματοποιηθούν την Τετάρτη 3 Απριλίου 19:00-22:00, με διάρκεια έκθεσης έως την Μ. Πέμπτη 2 Μαΐου.

Ο Βασίλης Νικολάου δημιουργεί φιγούρες με μια υποβόσκουσα κίνηση ακόμα και αν τις χαρακτηρίζει η μνημειακότητα, γεγονός που τις καθιστά απόλυτα ξεχωριστές. Χρησιμοποιώντας ως βασικά υλικά την πέτρα τον γύψο και τον ορείχαλκο σμιλεύει σώματα «ζωντανά» που μιλάνε στον θεατή με τη στάση του σώματος τους εκφράζοντας τα συναισθήματα τους. Στόχος του καλλιτέχνη είναι τα γλυπτά να εναρμονίζονται με τον χώρο στον οποίο βρίσκονται ώστε να προκαλούν στον θεατή την δυνατότητα ταύτισης και επικοινωνίας. Πρόκειται ουσιαστικά για αυτόνομες φιγούρες με προσωπικά βιώματα και αληθινά συναισθήματα. Η ερμηνεία των γλυπτών αφήνεται στην προσωπική κρίση του καθενός. Ο ίδιος ο καλλιτέχνης αναφέρει για τα έργα του: «Μέσα από τα έργα μου σηματοδοτείται και η εξελικτική μου πορεία. Με τις φιγούρες που διαφοροποιούνται κατά το μέγεθος, αλλά και με τα υλικά και τις τεχνικές που χρησιμοποιώ, προσπαθώ να καταλήγει το καλλιτεχνικό αποτέλεσμα σε μια αβίαστη πλαστικότητα.»

Η Αρχαιολόγος και Ιστορικός της τέχνης Ίρις Κρητικού που επιμελείται την έκθεση ξεκινάει το κείμενο της με την παραπομπή σε μια φράση του μεγάλου Ρουμάνου γλύπτη Brancusi που όπως λέει «θα μπορούσε να χρησιμεύσει οργανικά και στη θέαση των έργων του Νικολάου: «Η απλότητα, είναι η επιλυμένη πολυπλοκότητα» και ύστερα συνεχίζει «με μια ακόμη δική του σκέψη, σύμφωνα με την οποία «η Τέχνη είναι ο γάμος μεταξύ του συνειδητού και του ασυνείδητου.» Επιχειρώντας να μιλήσει για τη βαθιά υπόσταση, για τη μεταφυσική σχεδόν σχέση που συνδέει έναν καλλιτέχνη με το έργο του, ο Constantin Brancusi περιγράφει την τέχνη ως μια σωματοποιημένη προέκταση των πιο ενδόμυχων σκέψεων, συναισθημάτων και ατομικότητας: όπως ακριβώς ένας ζωγράφος βουτά το πινέλο του στο χρώμα προτού το μεταφέρει στον καμβά, έτσι ένας γλύπτης κεντρίζει και αναδεύει τα κατάβαθα της ψυχής του, προκειμένου να πλάσει το δικό της όραμα. Ενώ συνεχίζει λέγοντας ότι «Η διαδρομή του Βασίλη Νικολάου των σαράντα και πλέον ετών στη γλυπτική είναι εδώ, δυναμική μα διόλου επιδεικτική, έμπλεη των σπουδαίων καταβολών της και της πρωτογενούς της χαρισματικής ευρυματικότητας. …Στο σύμπαν αυτό, όπου οι κλίμακες εναλλάσσονται και όπου οι ιδέες δοκιμάζονται σε διαφορετικά υλικά πολλαπλασιάζοντας την αλήθεια της σωματοποιημένης τους πλέον ταυτότητας, κάθε τεχνούργημα αφηγείται μια προσωπική εμπειρία, προσλαμβάνοντας ενδογενή αυθεντικότητα και ψυχικό βάθος, αναβλύζουν σπάνιες εκφραστικές ποιότητες, διαποτισμένες με μια οντότητα που αιωρείται και επικάθεται σταδιακά στο παντοτινό, πέρα από τον πραγματικό χρόνο δημιουργίας της. Το φως, αποτελώντας οργανικό στοιχείο της πλαστικής διαδικασίας, δομεί και αποφασίζει μεγάλο μέρος της. Στη λεπτή ετούτη γραμμή της Γένεσης, όπου αληθινά τίποτε δεν μοιάζει περιττό και όπου πρώτο το πνεύμα είναι εκείνο που σμιλεύει την πλαστική απόφαση, το παρελθόν τρέπεται σε παρόν, οδηγούμενο από σταθερό χέρι και στοχασμό σε νέα κοιτίδα. Και ο χρόνος που ακουμπά το κάθε γλυπτό, έχοντας ήδη αποφασίσει το σχήμα και τον χρωστήρα της φθοράς, γίνεται σταδιακά ένσαρκο σώμα και μέρος του όλου κι εκείνος.»

Σύντομο Βιογραφικό:
Ο Βασίλης Νικολάου γεννήθηκε στα Ιωάννινα το 1957. Σπούδασε στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών (1977-1983) Σχέδιο και Ζωγραφική με καθηγητή τον Δημήτρη Μυταρά και τον Λευτέρη Κανακάκη. Γλυπτική με καθηγητή τον Γιώργο Νικολαΐδη και τον Θεόδωρο Παπαγιάννη. Παράλληλα παρακολούθησε τα ειδικά εργαστήρια της σχολής γυψοτεχνίας, χαλκοχυτικής με καθηγητές τον Θ.Βασιλόπουλο και Ν.Κερλή καθώς επίσης και τα εργαστήρια μαρμαροτεχνίας με καθηγητή τον Ν.Παρασκευά. Επίσης τα μαθήματα θεωρητικών σπουδών ιστορία της Τέχνης, ιστορία της Αρχιτεκτονικής και ρυθμολογίας, εισαγωγή στην Αισθητική, τη θεωρία της Τέχνης και Φιλοσοφίας και Παιδαγωγική Ψυχολογία και διδακτική. To 1986-2021 δίδαξε το μάθημα των Εικαστικών στη Μέση Εκπαίδευση. Το 1996 πραγματοποίησε ατομική έκθεση γλυπτικής στην Αίθουσα Τέχνης «ΑΣΤΡΟΛΑΒΟΣ – Πειραιά». Έργα του βρίσκονται σε ιδιωτικές συλλογές στη Ελλάδα και στο εξωτερικό. Ζει και εργάζεται στην Αθήνα.
Χορηγοί επικοινωνίας είναι: Art22, Art views, Art Point View
Χορηγός οίνου εγκαινίων είναι: Materia Prima

 Ημέρες και ώρες λειτουργίας:

Τρίτη, Πέμπτη, Παρασκευή 11:00 – 14:00 & 17:30 – 20:30
Τετάρτη, Σάββατο 11:00-15:00

Κυριακή, Δευτέρα κλειστά

Χώρος διεξαγωγής:


Πολυχώρος
Art Project Space
Φαλήρου 66, Αθήνα, Έναντι ΕΜΣΤ | Σταθμός Metro FIX | Τηλ. 2117504180

Σώματα από Πνεύμα, Ύλη και Χρόνο

Η απλότητα δεν είναι στόχος στην τέχνη, μα την απλότητα την πετυχαίνει κανείς προσπερνώντας τον εαυτό του, εισερχόμενος στην πραγματική αίσθηση των πραγμάτων… Το ιδανικό δεν είναι να μιμηθείς τη φύση, αλλά να εκφράσεις την ουσία της. Η ύλη πρέπει να συνεχίσει τη φυσική της ζωή, αφού τροποποιηθεί από το χέρι του γλύπτη.
Constantin Brancusi

Η πρώτη τρύπα που σχηματίστηκε μέσα από ένα κομμάτι πέτρας είναι μια αποκάλυψη. Η τρύπα συνδέει τη μία πλευρά με την άλλη, καθιστώντας την αμέσως πιο τρισδιάστατη. Μια τρύπα από μόνη της μπορεί να έχει τόση σημασία για το σχήμα όσο μια συμπαγής μάζα.
Henry Moore

Ο περίπατος λοιπόν στην ακροθαλασσιά στάθηκε για µένα µια αποκάλυψη, παρατηρώντας τα σχήµατα που είχαν πάρει οι πέτρες µε τον καιρό. Έτσι τις ώρες του µπάνιου γινόταν και η συγκοµιδή. Οργώναµε µε τη Σούλη από το πρωί τα ακρογιάλια φορώντας τα µπανιερά µας και φορτωνόµασταν τις πέτρες σε τσάντες απ’ τους ώµους µας. Το βράδυ, µε µια λαµπίτσα συντροφιά, γινόταν η µεταµόρφωση….
Χρήστος Καπράλος

Ξεκινώντας να γράφω για τη δουλειά του Βασίλη Νικολάου που παρουσιάζεται έξεργα στο πλαίσιο της αναδρομικής του έκθεσης, επιθυμώντας να μιλήσω για τη δική του πρωτογενή πρόθεση και για την ιδιοφυή διαχείριση της ύλης -του μπρούτζου πρώτα, της πέτρας μετά-, αισθάνθηκα αρκετές φορές την ανάγκη να αναφερθώ στον Brancusi, παραπέμποντας καταρχήν σε μια φράση του με οργανική σημασία για τη θέαση των παρόντων έργων: «Η απλότητα, είναι η επιλυμένη πολυπλοκότητα», έγραψε κάποτε ο μεγάλος Ρουμάνος γλύπτης. Κι ύστερα θα συνέχιζα με μια ακόμη δική του σκέψη, σύμφωνα με την οποία «η Τέχνη είναι ο γάμος μεταξύ του συνειδητού και του ασυνείδητου». Επιχειρώντας να μιλήσει για τη συμπαντική υπόσταση, για τη μεταφυσική σχεδόν σχέση που συνδέει έναν καλλιτέχνη με το έργο του, ο Constantin Brancusi περιγράφει την τέχνη ως μια σωματοποιημένη προέκταση των πιο ενδόμυχων σκέψεων, συναισθημάτων και ατομικότητας: όπως ακριβώς ένας ζωγράφος βουτά το πινέλο του στο χρώμα προτού το μεταφέρει στον καμβά, έτσι ένας γλύπτης κεντρίζει και αναδεύει τα κατάβαθα της ψυχής του, προκειμένου να πλάσει το δικό της όραμα. Μέσω αυτής της μη δεδομένης αλλά ευκταίας διαδικασίας, κάθε τεχνούργημα αφηγείται μια προσωπική προοπτική και εμπειρία, προσλαμβάνει ενδογενή αυθεντικότητα και ψυχικό βάθος.*

Μιλώντας με τη σειρά του για τη διαχρονική σχέση του με την πέτρα -σχέση που εξελίχθηκε παράλληλα με τις αναζητήσεις του στον μπρούτζο-, ο Henry Moore, το έργο του οποίου επίσης φωτίζει ως εκλεκτική μνήμη εκείνο του Νικολάου, περιγράφει την ανάγκη του για οργανικές συμπαγείς φόρμες, για γλυπτά σώματα με αιχμές και εγκοπές, με καμπύλες και ελεύθερα σημεία φυγής. Λίγο μετά την αποφοίτηση του από το Royal College of Art, διαπιστώνοντας ότι είχε διδαχτεί το σκάλισμα της πέτρας με τον τρόπο μιας τεχνικής άσκησης, μιας μεθόδου παραγωγής αντιγράφων από γύψο και από πηλό που μοιραία οδηγούσε σε αδιέξοδο, ο νεαρός γλύπτης αναζητούσε ήδη έμπνευση σε τεχνουργήματα άλλων πολιτισμών ενώ επισκεπτόταν τακτικά το Βρετανικό Μουσείο, που εντέλει «του κληροδότησε τα εννέα δέκατα της κατανόησής του για τη γλυπτική». Έχοντας ξεχωρίσει την αφρικανική και την κυκλαδική γλυπτική, αγαπούσε επίσης ιδιαίτερα τα πέτρινα προϊστορικά αριστουργήματα από το Μεξικό, συγκρίνοντάς τα με την αδρή μεσαιωνική γλυπτική του τόπου του, εξαιτίας της πυκνής τους πέτρινης σύστασης. «Η ωμή φύση της πέτρας, η συγκλονιστική δύναμή της που δεν της στερεί τίποτε από την ευαισθησία της, η γόνιμη εφευρετικότητα της φόρμας και η δυνατότητά της για μια πλήρη τρισδιάστατη απόδοση», όπως ο ίδιος έγραφε, τράπηκαν σταδιακά στο δικό του αναγνωρίσιμο δυναμικό λεξιλόγιο. Ο Moore άρχισε να μαζεύει πέτρες στα τριάντα του χρόνια το 1929, γοητευμένος από την επίδραση της φύσης στην ωμή ύλη τους, ενώ κατά τη διάρκεια του μακρού καλλιτεχνικού βίου του εργάστηκε με περισσότερα από σαράντα διαφορετικά είδη λίθων, πειραματιζόμενος με τεχνικές, υλικά και αισθητικές λύσεις και μετατρέποντας σταδιακά τη συλλογή τους σε ιεροτελεστία, και σε μια συνεχώς ανανεούμενη σχέση με τη φόρμα. **

Με τον ίδιο τρόπο που ο Moore περιγράφει τη διαδικασία της αναζήτησης και συγκομιδής των λίθων που προσέλκυαν την προσοχή του («…μερικές φορές για διαδοχικά χρόνια βρέθηκα στην ίδια ακτή –αλλά κάθε χρόνο ένα νέο σχήμα βότσαλου αιχμαλώτιζε το βλέμμα μου, σχήμα που την περασμένη χρονιά, αν και ήταν σε αφθονία εκεί, δεν είχα καν προσέξει…»), θυμάμαι ως παιδί τον Χρήστο Καπράλο να οργώνει τη μικρή παραλία κάτω από το σπίτι του στα Πλακάκια της Αίγινας, αναζητώντας το πρέπον της κάθε φοράς, ανάμεσα στα εκατομμύρια βότσαλα που εμείς προσπερνούσαμε. Τα λίθινα ευρήματα, όπως και οι ξύλινοι κορμοί που του έφερνε πρόθυμα κατά καιρούς η θάλασσα, ύφαναν σταδιακά την αρχαϊκή ραχοκοκαλιά του έργου του σπουδαίου Έλληνα γλύπτη.

Στο απέριττο εργαστήριο του Βασίλη Νικολάου στην Αθήνα, τον επισκέπτη περιβάλλει εξαρχής μια αίσθηση οικειότητας και κυρίως, συνέχειας. Η διαδρομή του των σαράντα και πλέον ετών στη γλυπτική είναι εδώ, δυναμική μα διόλου επιδεικτική, έμπλεη των σπουδαίων καταβολών της και της πρωτογενούς της χαρισματικής ευρηματικότητας. Περισσότερο αποτελεί μια πύκνωση χρόνου, μια ευρηματική πρόσληψη και στιλπνή μετάβαση στον πυρήνα της ύλης με την οποία κάθε φορά καταγίνεται, μια εξέχουσα απόδειξη της δυνατότητας ύπαρξης της ελληνικής διαχρονίας στη σύγχρονη γλυπτική. Οι εκφρασμένες ετούτες ποιότητες του μέτρου και της αρμονίας με την ωσεί παρούσα αρχαϊκή μνήμη, η αβίαστη πλαστικότητα που επιτυγχάνεται τόσο με τη χρήση του πηλού, του γύψου ή του μπρούτζου όσο και με την ανασκαπτική μετάβαση των τελευταίων ετών στην πέτρα και από εκεί στον σπάνιο εναγκαλισμό της με το γυψοκονίαμα, η ψηφοθετική ακολουθία του αχνού ίχνους που οδηγεί σε νέες σημάνσεις, η απτική δικαίωση της φθοράς και η οργανική ενσωμάτωσή της σε νέα, άφθαρτα και φεγγοβολούντα σώματα με στιλπνές πατίνες, η ένθεση νέων θραυσματικών κοιτασμάτων σε παλαιές πέτρινες μήτρες που σιωπηλά προσδιορίζουν το «πώς», αποτελούν τα ευρήματα και μαζί τις συντεταγμένες μιας νέας εκφραστικής πρωτογένειας που διατρέχει και που διαπνέει στο σύνολό του το έργο του καλλιτέχνη.

Στο σύμπαν αυτό, όπου οι κλίμακες εναλλάσσονται και όπου οι ιδέες δοκιμάζονται και επαναλαμβάνονται σε διαφορετικά υλικά, πολλαπλασιάζοντας την αλήθεια της σωματοποιημένης τους πλέον ταυτότητας, κάθε γλυπτό αφηγείται μια προσωπική εμπειρία, προσλαμβάνοντας ενδογενή αυθεντικότητα και ψυχικό βάθος. Σπάνιες εκφραστικές ποιότητες αναβλύζουν εδώ, διαποτισμένες με μια οντότητα που αιωρείται και επικάθεται σταδιακά στο παντοτινό, πέρα από τον πραγματικό χρόνο δημιουργίας της. Το φως, αποτελώντας εναρκτήριο λάκτισμα και οργανικό στοιχείο της πλαστικής διαδικασίας, δομεί και αποφασίζει μεγάλο μέρος της. Στη λεπτή ετούτη γραμμή της Γένεσης, όπου αληθινά τίποτε δεν μοιάζει περιττό και όπου πρώτο το πνεύμα είναι εκείνο που σμιλεύει την πλαστική απόφαση, το παρελθόν τρέπεται σε παρόν, οδηγούμενο από σταθερό χέρι και στοχασμό σε νέα κοιτίδα. Και ο χρόνος που ακουμπά το κάθε γλυπτό, έχοντας ήδη αποφασίσει το σχήμα και τον χρωστήρα της ένθετης φθοράς, γίνεται σταδιακά ένσαρκο σώμα και μέρος του όλου κι εκείνος.

Φτερωτές νίκες και καθιστοί πολεμιστές με ασπίδες, τυμπανιστές της αγάπης και χορευτές του νου, μετεωριζόμενοι ανδρικοί κορμοί και αισθαντικοί γυμνοί γυναικείοι κοιμώμενοι ίσκιοι, κλεψύδρες του χαμένου χρόνου και αρχαία λιχνιστήρια, αρχέγονες μαίες και εκπεσόντες άγγελοι, πέτρες του ήλιου και του νερού, φέρουν με σοβαρότητα την αβάσταχτη ελαφρότητα του είναι τους, τη γνωρίζουν σε μέγιστο βάθος. Οι φιγούρες αυτές που παραμένουν ωσεί εν κινήσει, ακόμη και όταν δοκιμάζουν μια μνημειακή στάση που επιτάσσει ακινησία, χορογραφούνται και διέπονται άλλοτε από λεπταίσθητο χιούμορ και τρυφερότητα κι άλλοτε συνδιαλέγονται με την εσωστρεφή μελαγχολία της εύθραυστης ύπαρξής τους, ή υπαινίσσονται την ερωτική διάθεση, παραπέμποντας εν συνόλω σύμφωνα και με την επιθυμία του δημιουργού τους σε αληθινά ανθρώπινα συναισθήματα και μεταβατικές ψυχικές καταστάσεις.

Η παλίμψηστη επεξεργασμένη μνήμη των υλικών που γεννά και προεκτείνει τη δυναμική αυτή εμπειρία της αχειροποίητης φαινομενικά προαιώνιας φόρμας, επικαλούμενη το νέο της αποφασισμένο σχήμα, τα ίχνη του χρώματος και τα ένθετα στίλβοντα ψήγματα που ξεκινώντας από την αφαίρεση αποκτούν σταδιακά ανθρώπινο χρίσμα και μέτρο και μετουσιωμένη σαφήνεια αποτάσσοντας το τυχαίο, χαράσσουν έναν εντελώς νέο διάλογο που έλκει την ευγενή καταγωγή του και διατηρεί με σθένος τη σύνδεσή του με την Ελληνική Αρχαϊκή Γλυπτική, δίνοντας τόπο και τρόπο στον θεατή να κατανοήσει την αφετηρία του και να εξερευνήσει τις επιδιώξεις του.

Προχωρώντας σταδιακά από τη μέθοδο της χύτευσης στη λάξευση και στην ένθεση, ο Βασίλης Νικολάου έχει εξαρχής συλλάβει τον επιθυμητό τελικό χώρο, το κέντρο και τη δυναμική της κάθε μορφής, τη δυνατότητά της εντέλει να υπάρχει από μέσα προς τα έξω, με τον τρόπο μιας σχεδόν αρχαιολογικής διαδικασίας άφιξης. Στο έργο του που διαπνέεται από την αλήθεια του υλικού, και όπου το κεκρυμμένο φανερώνεται, η ένωση του παλαιού και του νέου, του πνεύματος και της ύλης, του ανθρώπου και της καταγωγής του, αποκτά χαρακτήρα αποκαλυπτικό, θέτοντας σωματοποιημένα κομμάτια απουσίας επί τον τύπον των ήλων. Οδηγώντας μας σταδιακά στην ορατότητα του αοράτου.

Ίρις Κρητικού
Αρχαιολόγος & Ιστορικός της Τέχνης
Επιμελήτρια της έκθεσης

*Constantin Brâncuși Sculptures, Bio, Ideas | TheArtStory, 1η Ιουλίου 2009
**Sebastiano Barassi and James Copper, ‘Henry Moore and Stone: Methods and Materials’ (Henry Moore: Sculptural Process and Public Identity) | Tate, 2015