Περπατώντας στην Αθήνα εν έτει 2013 καταμεσής της κρίσης

Τελευταία κυκλοφορώ όλο και πιο συχνά ανάμεσα σε πολλούς ανθρώπους. Τους συναντώ στο δρόμο, στο μετρό, στον καφενέ, στα βιβλιοπωλεία, στις συγκεντρώσεις. Στήνω αυτί και μάτι ταυτοχρόνως. Υπέροχες οι αισθήσεις μας, τελικά. Αφουγκράζομαι τους σφυγμούς της κοινωνίας. Γίνομαι παρατηρητική. Καταγράφω την γλώσσα του σώματος. Επιχειρώ αυθαίρετες ερμηνείες. Ο μικροκοσμός μου μ ‘ έχει αποσυντονίσει. Σαν σε γυάλα κι εγώ. Σαν τους πρωθυπουργούς και τους υπουργούς  που γνωρίζουν ελάχιστα για όσα συμβαίνουν έξω από το γραφείο τους και που συνήθως δηλώνουν ότι τα ξέρουν όλα. Άρα, διπλή η προσπάθεια να αντιληφθώ το μήνυμα που εκπέμπει ο καθημερινός άνθρωπος. Οι λέξεις φτάνουν σε μένα αποσπασματικά. Δίχως ειρμό. Δεν είμαι μέσα στη ροή του λόγου. Χρησιμοποιώ τη φαντασία μου για να βρω το ρήμα που πιθανώς συνδέει δύο άσχετες μεταξύ τους λέξεις. Αλλά επιμένω, λες και δεν μπορώ άλλο το οικείο, προστατευτικό περιβάλλον.

Πολλοί δίνουν την αίσθηση ότι μονολογούν. Περπατούν στην οδό Αθηνάς με το κεφάλι σκυφτό, τα σώμα λες σε ελεύθερη πτώση και τα χείλη σε διαρκές παραλήρημα λόγου δίχως αντίλογο. Δίχως την επιχειρηματολογία του συνομιλητή ή του αντιπάλου. Είναι σαν να θέλουν να τα πούνε όλα τούτη εδώ τη στιγμή. Η στιγμή γίνεται σπάνια ευκαιρία και δεν πρέπει να χαθεί. Τους ακολουθώ, αλλά είναι σαν να μη με βλέπουν. Το πλήθος είναι σπουδαίο άλλοθι για τον περίεργο άνθρωπο. Στη γωνία του δρόμου αισθάνομαι ότι κάποιοι από αυτούς παγώνουν. Σταματώ λίγα βήματα πιο πίσω.  Ίσως αίφνης συνειδητοποιούν ότι το να εκφράζουν σχεδόν δυνατά τις αγωνίες τους είναι αφελές. Ποιος πιστεύουν ότι θα τους ακούσει ; Ένας από αυτούς γυρίζει και με σταμπάρει. Του χαμογελώ ήρεμα, συμπαθητικά. Με αγριοκοιτάζει. Μαζεύομαι. Τί λόγο έχω να μπλεχτώ, αναρωτιέμαι. Βάζει το χέρι στην τσέπη. Είναι ένας μεγαλόσωμος άνδρας από αυτούς που στα νιάτα του θα δούλευε στη ναυπηγοεπισκευαστική ζώνη. Τον προσπερνώ γιατί δεν έχω ξεπεράσει τους φόβους μου εκτός γυάλας. Με την άκρη του ματιού μου τον βλέπω να βγάζει ένα παλαιομοδίτικο καλά σιδερωμένο μαντήλι και να σκουπίζει το στόμα και το μέτωπο εναλλάξ, αλλά με τόση δύναμη που νόμιζα ότι θα ξεκολλήσει το δέρμα, θα του φύγουν τα χείλη. Τόσος θυμός και έγνοια, είπα. Κι ύστερα ανοίγει το βηματισμό του και δίχως πια εκείνο το παραλήρημα χάνεται στη γωνία Αθηνάς και Ευριπίδου.

 

Συνεχίζω την περιπλάνηση. Γυρίζω πίσω προς το Μοναστηράκι. Προς την πλατεία με το περίεργο πλακόστρωτο. Μου θυμίζω ρεπόρτερ λίγο πριν πιάσει λαυράκι. Και να που τα καταφέρνω. Κάθομαι σ’ ένα παγκάκι , πολύ κοντά σ’ ένα ζευγάρι νέων ανθρώπων. Αυτός 35, η κοπελιά 28. Αυθαιρετώ ως συνήθως, αλλά αυτή την αίσθηση μου έδωσαν. Μάλλον δεν θα πρέπει να με πρόσεξαν. Είναι τόσο έντονος ο διαπληκτισμός ανάμεσά τους. Ακούω κάτι για βέρες, για χρήματα, για μάνα, για παιδιά. Οι φωνές τους πότε χαμηλώνουν, πότε θεριεύουν. Τους πλησιάζω ξεδιάντροπα. Θέλω να ακούσω, αλλά παράλληλα νοιώθω και λίγο πυροσβέστης που βλέπει τη φωτιά να υψώνεται. Δεν κρατιέμαι και τους ρωτώ . Κι εκείνοι, σαν έτοιμοι από καιρό, αρπάζουν την ευκαιρία και αρχίζουν το δικό τους παραλήρημα. Μια συνηθισμένη ερωτική ιστορία ενός ζευγαριού που στην εποχή του μνημονίου επιχειρεί να επιβιώσει όπως όπως. Χρόνια μαζί είχαν σκεφτεί ότι φέτος θα μπορούσαν να αρραβωνιαστούν επισήμως και να ορίσουν ημερομηνία γάμου για τον επόμενο χρόνο. Η κρίση όμως δεν τους επιτρέπει ούτε βέρες να αγοράσουν. Μια βόλτα στα μαγαζιά τους απογοήτευσε. Άκουσαν κάτι για μεταχειρισμένες βέρες που πωλούνται μισοτιμής στα γραφεία των τοκογλύφων. Αλλά πάλι δεν το θέλουν. Τους κακοφαίνεται. Υπάρχει και προκατάληψη. Μήπως η τύχη των άλλων ανθρώπων που φορούσαν τις βέρες τους ακολουθήσει ; Κι έτσι απορρίπτουν τη μεταχειρισμένη βέρα. Ο άνδρας προτείνει στη γυναίκα να της δώσει ένα δακτυλίδι της μητέρας. Κάτι σαν κειμήλιο δηλαδή. Οχι πολύ σπουδαίο, αλλά με ιστορία, από αυτές που τα δακτυλίδια βρίσκονται σε διατεταγμένη υπηρεσία Αλλά ούτε αυτό είναι η λύση. Δυσαρέσκεια από τη γυναίκα. Ήθελε να ‘ναι αυτή η πρώτη που θα φορέσει το δακτυλίδι κι ας μην είναι από πρωτοκλασάτο κοσμηματοπωλείο. Σημασία έχει ότι θα νοιώσει μοναδική. Και πάνω εκεί τους βρίσκει ο καυγάς, η μεγάλη διαφωνία. Ο ένας να μην ακούει τη φωνή του άλλου. Δεν υπάρχουν χρήματα, ο άνδρας. Μα δεν έχει νόημα να είναι κάτι ξένο, η γυναίκα. Ε, τότε, ας χωρίσουμε, ο άνδρας. Μα με την πρώτη δυσκολία το βάζεις στα πόδια; η γυναίκα. Οχι, αλλά δεν προσαρμόζεσαι εύκολα στις συνθήκες, ο άνδρας. Θέλω να προσαρμοστώ, αλλά εσύ δεν με υπολογίζεις όσο θα’πρεπε, η γυναίκα. Δεν βλέπεις ότι η κρίση μας έχει κουκουλώσει, ότι δεν έχουμε ζωή, ότι χαθήκαν τα όνειρά μας , ο άνδρας. Οχι, δεν βλέπω τίποτα, μόνο ότι δεν θέλεις να παλέψεις για μένα, η γυναίκα. Ο κόσμος αλλάζει καλή μου κι εσύ ζεις στην κοσμάρα σου, ο άνδρας. Ναι, ναι, κι εσύ στη δική σου, η γυναίκα…..

 

Και κάπως έτσι  με όχημα τις δυσκολίες που σκορπίζει η κρίση γύρω της, δύο νέοι άνθρωποι φτάνουν στο σημείο μηδέν της σχέσης τους σ’ ένα παγκάκι έξω από το σταθμό του ηλεκτρικού στο Μοναστηράκι. Προ δύο μηνών είχαν χαράξει τα αρχικά τους στο παγκάκι. Δεν καταφέρνω να τους πείσω ότι σε τέτοιες εποχές κοιτάς να απελευθερώσεις τα καλύτερα στοιχεία του εαυτού σου. Κοιτάς να γίνεις παραγωγικός από το πουθενά. Να αδράξεις τη ζωή από το ξεροκόμματο που σου πετάει κατάμουτρα και να κινηθείς μπροστά. Μια βέρα μπορεί να είναι η επιτομή της δέσμευσης, αλλά στους δύσκολους καιρούς κάνεις παραχωρήσεις. Ξεπερνάς τα συνηθισμένα σου όρια κι αν αποτύχεις, λες “τουλάχιστον προσπάθησα”. Οι δύο νέοι δεν θέλουν καν να προσπαθήσουν. Μικρά παραδείγματα μιας συνηθισμένης καθημερινότητας που ξαφνικά ξεφεύγουν απ’ τη νόρμα.

 

Φεύγω από την πλατεία με την αίσθηση ενός κόσμου ημιαυθαίρετου πια. Συνεχίζω να καταγράφω τις κινήσεις των ανθρώπων. Μελετώ ξανά και ξανά τη γεωγραφία μιας κοινωνίας που δεν είναι προετοιμασμένη για τα δύσκολα και συν τοις άλλοις δεν της έδωσε κανείς το χρόνο να προετοιμαστεί. Ανάμεσά τους είμαι κι εγώ, αφού σε τίποτα δεν διαφέρω από τον άλλο.

ριτσα μασουρα 

 

ΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ ΓΡΑΦΗΚΕ ΤΥΧΑΙΑ ΥΣΤΕΡΑ ΑΠΟ ΒΟΛΤΑ ΣΤΟ ΚΕΝΤΡΟ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ ΕΝ ΜΕΣΩ ΜΙΑΣ ΑΛΛΟΚΟΤΗΣ ΚΡΙΣΗΣ

ΣΗΜΕΡΑ ΔΕΝ ΘΑ ΤΟ ΞΑΝΑΤΟΛΜΟΥΣΑ ΓΙΑΤΙ ΕΧΩ ΧΑΣΕΙ ΠΟΛΛΑ ΚΕΦΑΛΑΙΑ ΚΑΙ Η ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΞΕΛΙΞΗ ΤΗΣ ΕΚΠΕΜΠΕΙ ΑΛΛΑ ΜΗΝΥΜΑΤΑ ΠΟΥ ΠΙΘΑΝΟΤΑΤΑ ΔΕΝ ΜΠΟΡΩ ΝΑ ΤΑ ΕΙΣΠΡΑΞΩ.