Υπάρχουν στις μέρες μας βιντεοκλάμπ; Και βέβαια υπάρχουν
Έφυγε με μια τσάντα γεμάτη με ταινίες. Δεν ήξερα τους τίτλους, κι ας έχω την αίσθηση ότι ξέρω από σινεμά. Είχα χρόνια να βρεθώ μπροστά σε μια τέτοια σκηνή και ομολογώ ότι με συγκίνησε – όχι με τον ρομαντικό τρόπο της νοσταλγίας που φέρνει το déjà vu, αλλά με εκείνον της ανακάλυψης μιας αγάπης που δεν λέει να σβήσει.
Στο μικρό σπίτι μου στο Παγκράτι έχω μερικές δεκάδες DVD· το Kaboom του Γκρεγκ Αράκι, που έχω ταυτίσει με τα νιάτα μου, όσες ταινίες του Ξαβιέ Ντολάν δεν πρόλαβα να δω στον κινηματογράφο, αρτχάουζ φιλμ και ντοκιμαντέρ μόδας που αγόρασα από το Amazon ή σε ταξίδια στο εξωτερικό, μια και δεν έγιναν ποτέ διαθέσιμα, με νόμιμο τρόπο, στην Ελλάδα. Κάποια στιγμή, εν μέσω των πρώτων, άγριων χρόνων της οικονομικής κρίσης, τα εκατοντάδες, αν όχι χιλιάδες, DVD που είχα συγκεντρώσει τα πήγα στο εξοχικό, λόγω έλλειψης χώρου. Πριν από μερικές εβδομάδες, αφού πήγα να τα «χαϊδέψω», αναρωτήθηκα τι στο καλό πήγε στραβά με το μέσο που κάποτε πλασαρίστηκε ως εκείνο που θα έκανε τις ταινίες αθάνατες και ανά πάσα στιγμή προσβάσιμες.
Υπάρχουν ακόμη βιντεοκλάμπ
Είναι Τρίτη αργά το απόγευμα και ανηφορίζω την Ιπποκράτους. Δεν έχει ακόμη σκοτεινιάσει και το μπαρ «Τανίνη αγάπη μου» γεμίζει σιγά σιγά με κόσμο. Το προσπερνάω και μπαίνω ακριβώς δίπλα, σε ένα από τα λίγα εναπομείναντα αθηναϊκά βιντεοκλάμπ –έτσι τα λέμε, και ας νοικιάζουν μόνο DVD και Blu-ray–, το Movie Galaxy, που άνοιξε τις πόρτες του πριν από δεκαοκτώ χρόνια, όταν η πτώση του DVD ως μέσου είχε αρχίσει να διαφαίνεται στην Ελλάδα. Τόσο εγώ, όσο και ο ιδιοκτήτης του, ο Λευτέρης Τζώρτζης, που είμαστε αμφότεροι λίγο πάνω από τα σαράντα, ζήσαμε την άνοιξη των βιντεοκλάμπ ως παιδιά και έφηβοι, τις δεκαετίες του 1980 και του 1990, όταν ξεφύτρωναν σαν τα μανιτάρια. Είχα να μπω σε βιντεοκλάμπ από το 2006. Η τελευταία ταινία που νοίκιασα ήταν το Ντόγκβιλ, για μια εργασία που έκανα στο μεταπτυχιακό μάθημα της Ιστορίας του Κινηματογράφου. Δεν ήξερα τι να περιμένω, αλλά μάλλον περίμενα κάτι καλτ, σαν το μπαρ Batman του Νέου Κόσμου σε ντιβιντάδικο. Αφού πέρασα περίπου μία ώρα με τον Λευτέρη, έφυγα σαν να είχα περάσει μία ώρα σε φούρνο – τέτοια κανονικότητα. Από το γκισέ πέρασαν γονείς με τα παιδιά τους, τύποι εναλλακτικοί και της διπλανής πόρτας, μια αγχωμένη κυρία που θα μπορούσε να ήμουν εγώ: καθυστέρησε εβδομάδες να επιστρέψει τις ταινίες που είχε νοικιάσει και προθυμοποιήθηκε να τις αγοράσει.
Το DVD, ως φορμά, επινοήθηκε το 1995 στην Ιαπωνία και διατέθηκε εμπορικά την επόμενη χρονιά. Στην αγορά άρχισε να κυριαρχεί στις αρχές της δεκαετίας του 2000. Το 2001 ήταν η πρώτη χρονιά που στις Ηνωμένες Πολιτείες πωλήθηκαν περισσότερα DVD players από βίντεο, ενώ το 2007 το 80% των αμερικανικών νοικοκυριών διέθετε από ένα DVD player. «Όταν ανοίξαμε, η αγορά στην Ελλάδα συνέχιζε να είναι δυναμική», μου λέει ο Λευτέρης. Τότε, το μεγαλύτερο πρόβλημα που είχαν τα βιντεοκλάμπ ήταν ο ανταγωνισμός με τις εφημερίδες. Τα DVD εντάχθηκαν στην οικιακή ψυχαγωγία, αλλά κατόπιν –ίσως λόγω της πληθώρας τους– κάπως «ευτελίστηκαν». Τελικά άρχισαν να κρεμιούνται στα μπαλκόνια για να διώχνουν τα περιστέρια, έγιναν φρίσμπι, σουβέρ.
Η πειρατεία, παρότι υπήρχε από τότε ως δυνατότητα, δεν ήταν τόσο διαδεδομένη στο κινηματογραφικό περιεχόμενο όσο στο μουσικό, λόγω του ότι οι ταχύτητες του ίντερνετ ήταν αργές. Όσο «υπήρχαν λεφτά», λοιπόν, οι σινεφίλ δεν ήταν διατεθειμένοι να περιμένουν μία εβδομάδα, που λέει ο λόγος, για να τους κατέβει ο Τζόνι Ντεπ. «Πλήρωναν 1,70, άντε 2 ευρώ, και τη νοίκιαζαν από ένα βιντεοκλάμπ», μου λέει ο Λευτέρης. Η πειρατεία πήρε το πάνω χέρι με τη συρρίκνωση της τοπικής αγοραστικής δύναμης. Σελίδες με «ελεύθερο» στρίμινγκ απέκτησαν ένα τεράστιο κοινό, ενώ τα βιντεοκλάμπ άρχισαν να κλείνουν το ένα μετά το άλλο και ο κόσμος να γυρίζει την πλάτη στις κινηματογραφικές αίθουσες. Οι βιομηχανίες της ψυχαγωγίας και του πολιτισμού, άλλωστε, ήταν από τις πρώτες που επλήγησαν. Ο δραστικός περιορισμός της πειρατείας και η ρύθμιση της αγοράς, βέβαια, ήρθαν πολλά χρόνια αργότερα, με τη διάδοση, εν μέσω καραντινών, των συνδρομητικών πλατφορμών στρίμινγκ.
Στο Movie Galaxy, μου λέει ο Λευτέρης, έρχεται κόσμος για να νοικιάσει ταινίες που δεν υπάρχουν στις πλατφόρμες, αλλά και άνθρωποι που τους αρέσει αυτό το είδος συναλλαγής, που θέλουν να ανταλλάξουν απόψεις για μια ταινία που είδαν. Και του Λευτέρη τού αρέσει να μιλάει για ταινίες, είναι το αγαπημένο του θέμα. «Περνάει κόσμος απέξω ή μπαίνει μέσα και λέει “υπάρχουν ακόμη βιντεοκλάμπ”. Παλιά με εκνεύριζε αυτό, το έβρισκα κοροϊδευτικό. Τώρα δεν με ενοχλεί γιατί μου έχει φύγει το άγχος που είχα όταν ξεκινήσαμε και όντως είναι σαν θαύμα το ότι συνεχίζουμε να υπάρχουμε». Το Movie Galaxy, βέβαια, όπως το είδα εγώ, δεν είναι αξιοθέατο για να προκαλεί θαυμασμό ή απορία, αλλά μια επιχείρηση σε ακμή. Σε αντίθεση με τα λίγα συνοικιακά βιντεοκλάμπ που παραμένουν μεν ανοιχτά, χωρίς όμως να διατηρούν την αλλοτινή τους πελατεία.
Home Entertainment
Το να νοικιάζεις ένα DVD είναι πολύ διαφορετικό ως συνθήκη από το να το αγοράζεις για να μείνει στη βιβλιοθήκη σου, σαν τους τόμους με τους «μεγάλους κλασικούς» της λογοτεχνίας. Τι γίνεται με αυτή την αγορά; Αναζητώντας απάντηση, κατέβηκα την Ιπποκράτους έως την Ακαδημίας και, προχωρώντας προς την Ομόνοια, έστριψα δεξιά στη Θεμιστοκλέους. Εκεί συνάντησα τον Γιώργο Παπαχρήστο, που «τρέχει» το Cinema Libre μαζί με τη σύζυγό του, Αναστασία. Ο Γιώργος μπήκε στον «χώρο» το 2005. Είχε μόλις απολυθεί από τον στρατό, αγαπούσε το σινεμά και ξεκίνησε να δουλεύει σε ένα κατάστημα που πουλούσε DVD, στο κέντρο της Αθήνας, κοντά στα «δίδυμα» δισκοπωλεία Metropolis. Το δικό του μαγαζί το άνοιξε το 2014.
«Όσο στην Ελλάδα η αγορά βαλλόταν από την οικονομική κρίση, έξω μεσουρανούσαν το Blu-ray και η υψηλή ευκρίνεια, κάτι που σηματοδότησε την άνθιση του home entertainment, το οποίο έγινε η βασική μορφή ψυχαγωγίας στην Ευρώπη και την Αμερική», μου λέει. «Αυτή η άνθιση ώθησε τον κόσμο να αρχίσει να αναζητάει τις καλύτερες τηλεοράσεις, τους καλύτερους ενισχυτές, ηχεία, 4Κ προτζέκτορες κ.λπ., για να αναπαράγει στο σπίτι του την αίσθηση του σινεμά. Όσο ανέβαινε το επίπεδο της τεχνολογίας, τόσο ανέβαινε και εκείνο των εκδόσεων των ταινιών». Ένα απλό DVD στο Cinema Libre μπορεί να κοστίζει έξι με επτά ευρώ. Υπάρχουν, όμως, και πολύ συλλεκτικά, περιορισμένης έκδοσης κομμάτια, όπως ένα box set του Game of Thrones, που μπορεί να φτάνουν τα οκτακόσια, ακόμα και τα χίλια.
«Ό,τι μπορείς να φανταστείς»
Τη στιγμή που μιλάμε, στην Ελλάδα έχουν μείνει ελάχιστες εταιρείες που «κόβουν» DVD. Αντίθετα, έξω, τα τελευταία χρόνια οι εταιρείες που κάνουν φοβερές εκδόσεις –η 88 Films, η 101 Films, η Arrow, η Vinegar Syndrome κ.ά.– πολλαπλασιάστηκαν, ως απάντηση στη ζήτηση για αναβαθμισμένη εικόνα και ήχο, φροντισμένο πάκατζινγκ και έξτρα, όπως βιβλία, ντοκιμαντέρ, κομμένες σκηνές κ.λπ. Αυτές τις ανάγκες δεν μπορεί να τις καλύψει το στρίμινγκ. Υπάρχει ένα θέμα, βέβαια, που μου είχε αναφέρει νωρίτερα και ο Λευτέρης: η έλλειψη ελληνικών υπότιτλων.
Σε αυτό το σημείο αξίζει να γίνει και μiα ειδική αναφορά στην Criterion, η οποία, στο πλαίσιο της προώθησης των εξαιρετικών της εκδόσεων, «τρέχει» στο YouTube μiα σειρά με ολιγόλεπτα βίντεο, τα Closet Picks. Το κόνσεπτ τους είναι απλό. Κλείνει σε έναν περίκλειστο χώρο με DVD μία διασημότητα του σινεμά –από την Κιμ Κάτραλ έως τον Γιώργο Λάνθιμο και τον Βιμ Βέντερς– και τους βάζει να διαλέξουν ταινίες που αγαπούν και να τις σχολιάσουν. Το κορυφαίο σχόλιο που σταχυολογήσαμε; Ότι ο Τζον Γουότερς έπαιρνε LSD και έβλεπε Φελίνι.
Μέχρι πριν από μερικά χρόνια, το Cinema Libre λειτουργούσε σαν κινηματογραφική σέχτα. Πλέον, ως επιχείρηση, είναι πιο εξωστρεφής, προβάλλεται με ευφυείς τρόπους στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, δουλεύει πολύ με τις αποστολές στην Ελλάδα και στο εξωτερικό, καθώς ενδέχεται να διαθέτει σε απόθεμα μια συλλεκτική έκδοση που μπορεί να έχει εξαντληθεί σε καταστήματα του εξωτερικού. Τι ζητάει ο κόσμος; «Τα πάντα, ό,τι μπορείς να φανταστείς. Το Poor Things, βωβό κινηματογράφο, γερμανικό εξπρεσιονισμό, Κλοντ Σαμπρόλ, Τζον Κάρπεντερ, σινεφίλ, κλασικές και δυσεύρετες ταινίες, καλτ σινεμά από τα ’70s, B-movies σε νέες εκδόσεις. Υπάρχει μια έκρηξη στον καλτ κινηματογράφο που οφείλεται κυρίως στον Ταραντίνο».
Ζει, λοιπόν, αποκλειστικά από τους «ρομαντικούς του σινεμά» μίας κάποιας ηλικίας; «Υπάρχουν παιδιά δεκαέξι και δεκαεπτά χρονών που έρχονται στο μαγαζί και ζητούν πράγματα πολύ συγκεκριμένα. Μπορεί να μην είναι πολλά, αλλά υπάρχουν», μου λέει ο Γιώργος. Έχουμε πει ό,τι ήταν να πούμε και ποζάρει για ένα πορτρέτο στον φωτογράφο του «Κ», όταν μπαίνει φουριόζα στο μικρό του κατάστημα μια νέα, πολύ στιλάτη γυναίκα γύρω στα τριάντα. «Καλημέρα σας», έχω καταγράψει μόνο τις δύο πρώτες λέξεις που άρθρωσε με την πρόσχαρη φωνή της, πριν κλείσω το μαγνητόφωνο, για λόγους δεοντολογίας. Έφυγε με μια τσάντα γεμάτη με ταινίες. Δεν ήξερα τους τίτλους, κι ας έχω την αίσθηση ότι ξέρω από σινεμά. Είχα χρόνια να βρεθώ μπροστά σε μια τέτοια σκηνή και ομολογώ ότι με συγκίνησε – όχι με τον ρομαντικό τρόπο της νοσταλγίας που φέρνει το déjà vu, αλλά με εκείνον της ανακάλυψης μιας αγάπης που δεν λέει να σβήσει.