Υπάρχει ποιητική πάλη των τάξεων;
Με αφορμή την επέτειο των 100 χρόνων από τη γέννησή του και τη συμπλήρωση 20 από τον θάνατό του (στις 23 Ιουνίου), οι Γιώργος Ζεβελάκης, Ορφέας Απέργης και Γιάννης Δούκας γράφουν για όψεις του έργου του.
ΠΗΓΗ, ΤΑ ΝΕΑ
Αμα μεγαλώσεις σε τέτοιο σαλόνι, γιατί η μάνα σου ήτανε της (σχετικά) καλής κοινωνίας, αλλά γοητεύτηκε εγκαίρως (και ακαίρως) απ’ το Κόμμα, άμα μεγάλωνες σε τέτοιο σαλόνι, τα είχες όλα μαζί. Και Μπριτάννικα και Σοβιέτ και Μεγάλο Ερωτικό και Δραπετσώνα και Χαλάνδρι των 80s, που όλοι έπρεπε σχεδόν υποχρεωτικά να το λέμε Χαλάντρι.
Αλλά μάχες (ταξικές εννοώ) δεν δόθηκαν εκεί μέσα. Εκεί μέσα χωρούσε μόνο ο αντίλαλός τους – σαν αντίλαος, κάπου είχε χαθεί ένα λάμδα, ίσως αυτό που έκανε την Ελλάδα τόσο ξεχωριστή, αλλά και τη Θεσσαλλονίκη (μη μου το βγάλετε εδώ το λάμδα το διπλό, κυρ διορθωτά). Μέρος του εκ Θεσσαλονίκης αντίλαου – αυτού που επείχε θέση «λαού» στο σπίτι με τις πολιτικές ανησυχίες που δεν συμβάδιζαν με την αστική καταγωγή – αποτελούσε πάντα και ο Μανόλης Αναγνωστάκης – δεν υπήρχε περίπτωση να μην τραγουδηθούν άπαξ μηναίως οι Δρόμοι Παλιοί, σεγόντο της μάνας μου της ημικομμουνίστριας στη Μαργαρίτα Ζορμπαλά, κάπου εκεί, λιγάκι πριν από την Αλλαγή (να, άλλα δύο λάμδα που μας παίδεψαν).
Οι Δρόμοι Παλιοί που αγάπησα και μίσησα ατελείωτα δεν ήταν τραγούδι επαναστατικό, ή ίσως και να ήτανε όσο έπρεπε επαναστατικό, για ένα σπίτι που λειτουργούσε με αντίλαλους μαχών, όσο έπρεπε επαναστατικό όπως ό,τι (κυριολεκτικώς οτιδήποτε) έγραψε ποτέ ο Μίκης, όσο έπρεπε, και γιατί της θύμιζε το Σέρπικο όπου σίγουρα ο Αλ Πατσίνο ήτανε πιο επαναστατικός από ποτέ – άκου, μπάτσος με μούσια, αν είναι ποτέ δυνατόν!
Στους δρόμους αυτούς τους τόσο παλιούς δεν καταλάβαινα να γίνεται καμία επανάσταση, επί αρκετά χρόνια, μέχρι που ένα απόγευμα που γύριζα από κάποια πλήρως αποτυχημένη βιοποριστική εργασία, συνάντησα τυχαία κοντά στην πόρτα μου μια Εφη που την ήξερα μικρός στο Χαλάντρι, γιατί έμενε κοντά μας, απέναντι, και πάντα κάπως μου άρεσε. Αυτή η Εφη, γεια, τι κάνεις; πού βρίσκεσαι; ήτανε για μένα εκείνη τη στιγμή ένας γυρισμός, και μια νύχτα, καταμεσής στο απόγεμα. Λέω νύχτα, γιατί μια φορά την είχα ακολουθήσει κατά πόδας όταν είχαμε κατέβει κι οι δυο από το νυχτερινό λεωφορείο (εφηβάκια που κάπου είχαμε πάει κι από κάπου γυρίζαμε, χωριστές παρέες, όταν μόλις είχαμε αρχίσει «να βγαίνουμε»), την είχα ακολουθήσει αλλά δεν είχα βρει το θάρρος να της πω τίποτα μέχρι που έφτασα στην πόρτα μου και της φώναξα από μακριά «Καληνύχτα, Εφη!», γιατί εκεινής η εξώπορτα ήτανε δύο βήματα παραπέρα.
Κι έτσι τώρα, τόσα χρόνια μετά, η Εφη η κάπως προώρως γερασμένη, γινότανε η σωστή ανάλυση εκείνου του ηρωικά μητρικού ποιήματος: Εκείνη ήταν οι παλιοί δρόμοι που είχα αγαπήσει και μισήσει ατέλειωτα – ατελείωτα, χωρίς τέλος και χωρίς ολοκλήρωση –, εκείνη ήταν οι ίσκιοι των σπιτιών κάτω απ’ τους οποίους πάντα περπατούσα και θα περπατώ, εκείνη οι νύχτες των αναπότρεπτων γυρισμών σε πόλη νεκρή, πόλη νεκρών, με όλες τις ασήμαντες παρουσίες παρελθόντων εαυτών μου να σημαίνουνε ήδη πάρα πολλά. Εκείνη, τέλος, είναι, σίγουρα, ένα φάσμα χαμένο του πόθου μου (κι ας τη βλέπω τώρα ολοζώντανη μεσήλικη μπροστά μου), κι εκείνη μπορεί να είναι και η σπίθα που τρεμοσβήνει, αλλά ποτέ δεν σβήνει, στις υγρές μου παλάμες, γιατί ήταν καλοκαίρι και ίδρωνα, αλλά και γιατί ίσως είχα όρεξη πια να κλάψω. Γι’ αυτό, επειδή από τότε δεν την είχα ξαναδεί, και μόνο τώρα την ξανάβλεπα σαν φάντασμα ξεθωριασμένο απ’ τα παλιά, γι’ αυτό δεν ένιωθα ότι μπορεί ποτέ να μην ήμουνα μόνος, και να είχε πάει αλλιώς η ζωή, και να την είχα πιάσει απ’ το χέρι, αντί να τρέχω από πίσω της μέχρι να της πω μια μακρινή καληνύχτα.
Κι έτσι, τότε, αυτή η Εφη, η παλιά που τώρα την ξαναέβλεπα, μου έδωσε να καταλάβω μια και καλή πόσο επαναστατικό πράμα είναι ο άνθρωπος άμα θυμάται. Δεν υπάρχει καλύτερη μορφή επανάστασης από τη μνήμη (κι ας προσπαθούσανε πάντα στο σχολείο – ή και στο Κόμμα, ε, μάνα; – να μας μάθουνε ότι η καλύτερη μορφή μνήμης είναι η Επανάσταση). Γιατί η μνήμη σού επιτρέπει να προχωράς μέσα στη νύχτα, χωρίς να γνωρίζεις κανέναν, κι ούτε κανένας να σε γνωρίζει, αλλά εσύ να συνεχίζεις να προχωράς γιατί πάντα πιστεύεις ότι μπορεί να συναντήσεις ένα χαμένο φάσμα του πόθου. Και ο πόθος είναι πάντα κατοικίδιο της μνήμης. Και αφού ποτέ εξ ορισμού δεν ικανοποιείται (αλλιώς, τι σόι πόθος θα ‘τανε αυτός;), πάντα είναι η ρίζα κάθε ορμής. Και κάθε ορμή είναι ποιητική (αλλιώς, τι σόι ορμή θα ήτανε;), και κάθε ορμή είναι επαναστατική (αλλιώς, τι σόι επανάσταση θα ήτανε αυτή χωρίς ορμή;), οπότε, αφού τα δύο σκέλη ισούνται με τρίτο, θα πρέπει να ισούνται και μεταξύ των, άρα κάθε ποιητική είναι επαναστατική, άρα δεν υπάρχει ποίηση χωρίς επανάσταση, άρα ακόμα και ο πιο ερωτικός ποιητής θα είναι πολιτικός, άρα ο Ποιητής που μιλάει για τη Γλώσσα στο Γραφείο του (ο Ποιητής με την Ελλάδα με τα ωραία νησιά, που όπου και να πάει, η Ελλάδα, με τα παχιά της λάμδα, τον πληγώνει) θα είναι για πάντα ίδιος με τον Ποιητή που του σβήνουν αναμμένα τσιγάρα στα χέρια μέσα σ’ ένα άλλο Δωμάτιο-εν-είδει-Γραφείου. Η ζυγαριά μου σας μέτρησε (ακούς, μάνα;), είστε ίσοι, Ευριπίδης Αισχύλος ας πούμε, κι οι δυο στον κάτω κόσμο, κι οι δυο στον καιρό σας (και σε κάθε καιρό, τολμώ να πω) κάνετε επανάσταση, γιατί κι οι δυο περπατήσατε πίσω από μια Εφη, την τάδε Εφη, τη γλώσσα βρε, δεν το καταλάβατε; μαζί είστε, μη μαλώνετε – τη γλώσσα που είναι όλη, ολόκληρη, μια μνήμη.
Και δεν υπάρχει καλύτερη μορφή επανάστασης από τη μνήμη. Κι η πάλη των τάξεων στην ποίηση βγαίνει ισοπαλία. Μαστορική, κεντίδι, γλυκαπαντοχή, σπίθα τρεμόσβηστη – ναι, ισοπαλία!
Σημείωση για όποιον τώρα ξεκινάει: Η συνθετική αυτή ανάλυση πατάει, στην πέμπτη και έκτη παράγραφο, σε φράσεις του ποιήματος ΙΙΙ («Δρόμοι παλιοί…») από τα «Πέντε Μικρά Θέματα» (συλλογή Εποχές), ενώ, στην έβδομη, σε φράσεις από το πεζοποίημα «Μέσα στο γραφείο του ο Ποιητής…» (συλλογή Περιθώριο ’68-’69), καθώς και από το «Θεσσαλονίκη, Μέρες του 1969 μ.Χ.» (συλλογή Ο Στόχος).
Ο Ορφέας Απέργης (Αθήνα, 1974) είναι ποιητής, δοκιμιογράφος, μεταφραστής και performer. Ποιήματά του έχουν μεταφραστεί στα αγγλικά, γαλλικά, γερμανικά, ισπανικά και σουηδικά