Αμα μεγαλώσεις σε τέτοιο σαλόνι, γιατί η μάνα σου ήτανε της (σχετικά) καλής κοινωνίας, αλλά γοητεύτηκε εγκαίρως (και ακαίρως) απ’ το Κόμμα, άμα μεγάλωνες σε τέτοιο σαλόνι, τα είχες όλα μαζί. Και Μπριτάννικα και Σοβιέτ και Μεγάλο Ερωτικό και Δραπετσώνα και Χαλάνδρι των 80s, που όλοι έπρεπε σχεδόν υποχρεωτικά να το λέμε Χαλάντρι.

Αλλά μάχες (ταξικές εννοώ) δεν δόθηκαν εκεί μέσα. Εκεί μέσα χωρούσε μόνο ο αντίλαλός τους – σαν αντίλαος, κάπου είχε χαθεί ένα λάμδα, ίσως αυτό που έκανε την Ελλάδα τόσο ξεχωριστή, αλλά και τη Θεσσαλλονίκη (μη μου το βγάλετε εδώ το λάμδα το διπλό, κυρ διορθωτά). Μέρος του εκ Θεσσαλονίκης αντίλαου – αυτού που επείχε θέση «λαού» στο σπίτι με τις πολιτικές ανησυχίες που δεν συμβάδιζαν με την αστική καταγωγή – αποτελούσε πάντα και ο Μανόλης Αναγνωστάκης – δεν υπήρχε περίπτωση να μην τραγουδηθούν άπαξ μηναίως οι Δρόμοι Παλιοί, σεγόντο της μάνας μου της ημικομμουνίστριας στη Μαργαρίτα Ζορμπαλά, κάπου εκεί, λιγάκι πριν από την Αλλαγή (να, άλλα δύο λάμδα που μας παίδεψαν).

Οι Δρόμοι Παλιοί που αγάπησα και μίσησα ατελείωτα δεν ήταν τραγούδι επαναστατικό, ή ίσως και να ήτανε όσο έπρεπε επαναστατικό, για ένα σπίτι που λειτουργούσε με αντίλαλους μαχών, όσο έπρεπε επαναστατικό όπως ό,τι (κυριολεκτικώς οτιδήποτε) έγραψε ποτέ ο Μίκης, όσο έπρεπε, και γιατί της θύμιζε το Σέρπικο όπου σίγουρα ο Αλ Πατσίνο ήτανε πιο επαναστατικός από ποτέ – άκου, μπάτσος με μούσια, αν είναι ποτέ δυνατόν!

Στους δρόμους αυτούς τους τόσο παλιούς δεν καταλάβαινα να γίνεται καμία επανάσταση, επί αρκετά χρόνια, μέχρι που ένα απόγευμα που γύριζα από κάποια πλήρως αποτυχημένη βιοποριστική εργασία, συνάντησα τυχαία κοντά στην πόρτα μου μια Εφη που την ήξερα μικρός στο Χαλάντρι, γιατί έμενε κοντά μας, απέναντι, και πάντα κάπως μου άρεσε. Αυτή η Εφη, γεια, τι κάνεις; πού βρίσκεσαι; ήτανε για μένα εκείνη τη στιγμή ένας γυρισμός, και μια νύχτα, καταμεσής στο απόγεμα. Λέω νύχτα, γιατί μια φορά την είχα ακολουθήσει κατά πόδας όταν είχαμε κατέβει κι οι δυο από το νυχτερινό λεωφορείο (εφηβάκια που κάπου είχαμε πάει κι από κάπου γυρίζαμε, χωριστές παρέες, όταν μόλις είχαμε αρχίσει «να βγαίνουμε»), την είχα ακολουθήσει αλλά δεν είχα βρει το θάρρος να της πω τίποτα μέχρι που έφτασα στην πόρτα μου και της φώναξα από μακριά «Καληνύχτα, Εφη!», γιατί εκεινής η εξώπορτα ήτανε δύο βήματα παραπέρα.

Κι έτσι τώρα, τόσα χρόνια μετά, η Εφη η κάπως προώρως γερασμένη, γινότανε η σωστή ανάλυση εκείνου του ηρωικά μητρικού ποιήματος: Εκείνη ήταν οι παλιοί δρόμοι που είχα αγαπήσει και μισήσει ατέλειωτα – ατελείωτα, χωρίς τέλος και χωρίς ολοκλήρωση –, εκείνη ήταν οι ίσκιοι των σπιτιών κάτω απ’ τους οποίους πάντα περπατούσα και θα περπατώ, εκείνη οι νύχτες των αναπότρεπτων γυρισμών σε πόλη νεκρή, πόλη νεκρών, με όλες τις ασήμαντες παρουσίες παρελθόντων εαυτών μου να σημαίνουνε ήδη πάρα πολλά. Εκείνη, τέλος, είναι, σίγουρα, ένα φάσμα χαμένο του πόθου μου (κι ας τη βλέπω τώρα ολοζώντανη μεσήλικη μπροστά μου), κι εκείνη μπορεί να είναι και η σπίθα που τρεμοσβήνει, αλλά ποτέ δεν σβήνει, στις υγρές μου παλάμες, γιατί ήταν καλοκαίρι και ίδρωνα, αλλά και γιατί ίσως είχα όρεξη πια να κλάψω. Γι’ αυτό, επειδή από τότε δεν την είχα ξαναδεί, και μόνο τώρα την ξανάβλεπα σαν φάντασμα ξεθωριασμένο απ’ τα παλιά, γι’ αυτό δεν ένιωθα ότι μπορεί ποτέ να μην ήμουνα μόνος, και να είχε πάει αλλιώς η ζωή, και να την είχα πιάσει απ’ το χέρι, αντί να τρέχω από πίσω της μέχρι να της πω μια μακρινή καληνύχτα.