“Ο δικός μου Δημήτρης Ταλαγάνης…” Γράφει ο Θάνος Οικονομόπουλος
Πρωτοσυνάντησα τον Δημήτρη Ταλαγάνη, αρχές της δεκαετίας του ’80, σε κάποια πολιτικό-καλλιτεχνική δεξίωση. Εντυπωσιάσθηκα με την πρώτη ματιά. Αρχαιοελληνικά όμορφος, ψηλός, με μακριά μαλλιά- χαίτη, περήφανο μουστάκι, βλέμμα ανήσυχο και σπινθηροβόλο. Σκέφθηκα πως μια τέτοια φιγούρα (την προσωπικότητα την ανακάλυψα με τον καιρό) θα είχε κατά νου ο Εγγονόπουλος, όταν έγραφε (για τον Μπολιβάρ) «είσαι ωραίος σαν Έλληνας»…
Αποζητούσαν όλοι να είναι κοντά του, να κουβεντιάσουν μαζί του. Για τέχνη, μελλοντικά σχέδια, απόψεις για τα πολιτικά. Η ΝΔ έφευγε, το ΠΑΣΟΚ ερχόταν, ο ίδιος λογιζόταν αριστερός… από παράδοση και οικογενειακά τραύματα. Παραξενεύτηκα από τον «οικουμενικό» λόγο και τις σκέψεις του. Βιώματα και μνήμες, ενεργές και παρούσες. Αλλά δίχως πάθος, δεν επηρέαζαν τις σκέψεις και τον οραματισμό του.
Σπουδαγμένος με υποτροφία στην Μόσχα και πλήθος τιμητικές κρατικές αναγνωρίσεις που ακολούθησαν εκεί για μελέτες του, και στην συνέχεια στο μποέμικο Παρίσι της αμφισβήτησης και της πρωτοπορίας, ήταν ένα πρότυπο πολίτη σ’ έναν κόσμο που άλλαζε. Είχε, όμως, την σοφία να μην είναι βέβαιος για τίποτε. Να αμφιβάλλει και ν’ αμφισβητεί τα πάντα. Ακόμη και εκείνα για τα οποία τον θαύμαζε και αποζητούσε την συνάφεια μαζί του ο κόσμος. Ιδίως ο επώνυμος…
Γίναμε πολύ στενοί φίλοι. Κουβεντιάζαμε (και διαφωνούσαμε συχνά…) περί των πάντων και… άλλων τινών! Γνώρισε, φιλοξενήθηκε, συνέφαγε, τιμήθηκε, έγινε φίλος με τρανταχτά ονόματα της (κάθε είδους) τέχνης, ισχυρούς πολιτικούς, ανθρώπους παγκόσμιας ακτινοβολίας και επιρροής. Δεν κολακεύθηκε από κανέναν- τους αναγνώριζε, τους θαύμαζε, απολάμβανε την συντροφιά και τις σκέψεις τους, με μια στάση σεβασμού, σεμνότητας μα και απόλυτης αυτοπεποίθησης στις δικές του αξίες και ιδέες που μπορούσε να προσφέρει. Και τις πρόσφερε θαρραλέα, με μια χαμηλόφωνη ταπεινότητα, είτε βρισκόταν σε προεδρικά Μέγαρα είτε… στο μπαλκόνι του σπιτιού μου, αδημονώντας για το πότε θα είναι έτοιμος ο… τραχανάς και τα τηγανητά αυγά που ζητούσε από την Μαρία για φαγητό…
Γυρνούσαμε, πριν τρία καλοκαίρια, από τα εγκαίνια του κινηματοθέατρου «Κώστας Γαβράς», που δημιούργησε ο δήμαρχος Περιστερίου προς τιμή του διάσημου Έλληνα σκηνοθέτη με την διεθνή καριέρα. Ο Γαβράς, που παραβρέθηκε στα εγκαίνια, είχε ζητήσει να είναι παρών και ο Ταλαγάνης,, στενός φίλος από τα χρόνια στο Παρίσι, «που είχε να τον δει καιρό…». Στην επιστροφή, πώς ήρθε η κουβέντα στα… «αριστερά» και μου αποκάλυψε ότι σκόπευε να χαρίσει στο ΚΚΕ το εκμαγείο του Λένιν που είχε στην κατοχή του, άγνωστο πώς, ίσως από την τιμητική διάκριση της μελέτης που είχε κάνει ως μεταπτυχιακός φοιτητής της αρχιτεκτονικής σχολής της Μόσχας, για το Μουσείο Λένιν.
«Θα’ ναι μια καλή ευκαιρία να κουβεντιάσω με τον Κουτσούμπα, και να του προτείνω μια ιδέα που με βασανίζει εδώ και πολλά χρόνια. Ν’ αναλάβει αυτός πρωτοβουλία, μιας και στο ΚΚΕ είναι… πειθαρχημένοι, για μια «πνευματική συμφιλίωση», αρχής γενομένης από το «αγκάλιασμα» Θεοδωράκη και Χατζηδάκη, των δύο μουσικών κολοσσών του τόπου, που παλιά ήταν ,ηλιθίως, τα «σύμβολα» του μετεμφυλιακού κατάλοιπου. Φθάνει πια, μόνο κακό μας κάνουν αυτά τα σύνορα…» μου είπε, με εμφανή συγκίνηση στο ηχόχρωμα της φωνής του.
Αγαπούσε πολύ την Ασέα, και τα καλοκαίρια στις επισκέψεις του στην Τρίπολη τηλεφωνούσε πώς «θα περάσει για τσίπουρο!», αν και… δεν έπινε ποτέ. Πάντα ανήσυχος και παρορμητικά έτοιμος «να κάνει κάτι!», πρότεινε στα πλαίσια του ετήσιου καλοκαιρινού Φεστιβάλ Ασέας στην μνήμη του Νίκου Γκάτσου, να κατεβάσει στο χωριό ένα τμήμα της… τεράστιας συλλογής έργων του και εικόνων να την εκθέσει στο ιστορικό σχολείο του χωριού. Πράγματι το’ κανε, καλοκαίρι του 2007.
Αργά τα βράδια, οι νέοι και τα παιδιά του χωριού, ντόπιοι και… καλοκαιρινοί μετανάστες συγγενείς, μαζεύονται «για τα δικά τους» στο σχολείο. Όπου και η έκθεση του Ταλαγάνη, την οιποία είχε στήσει μόνος του με την βοήθεια του «γιού» του Γιάννη.
Είδαν τα παιδιά τα καλλιτεχνήματα, και μείναν άφωνα-για την συντριπτική πλειοψηφία ήταν η πρώτη τους επαφή με την τέχνη. Ζήτησαν να γνωρίσουν από κοντά τον ζωγράφο… Για 10 συνεχόμενα βράδια, ο Ταλαγάνης με σορτς, ένα πολύχρωμο φούτερ και… σανδάλια (είχε το χάρισμα ν΄αναδεικνύει ότι φορούσε- από ολομέταξα πουκάμισα και σακάκια, με πασμίνες από πάνω, μέχρι… σκισμένα μπλου-τζίν και φαγωμένα ψάθινα καπέλα!) , καθισμένος οκλαδόν στην αίθουσα, μιλούσε, εξηγούσε, διηγιόταν ιστορίες από την ζωή του και τις εμπειρίες του, έλυνε απορίες, υπέβαλε σκέψεις, οδηγούσε σε λύσεις, δίχως να τις υποβάλλει, μ’ ένα μεγάλο νεανικό ακροατήριο που κρεμόταν από τα χείλη του…
«Αυτό που μ’ ενδιαφέρει, μου είπε μετά, είναι από τα παιδιά αυτά, και ιδίως σ’ όσα μένουν στο χωριό, έστω και ένα να γοητευθεί, να παρασυρθεί, να βυθιστεί στην μαγεία της τέχνης, να την αποζητήσει στην ζωή του. Έστω ένα. Θα είναι μεγάλη η νίκη μας…»!
Για τόσο έξυπνο και καλλιεργημένο άνθρωπο, δεν μπορούσα να χωνέψω την… διακριτική ροπή του στις θεωρίες συνωμοσίες! Για να μην διαολίζομαι, την απέδιδα και του το ‘λεγα κατάμουτρα στην… καλλιτεχνική φύση του. Θεωρούσε την πανδημία «παραφουσκωμένη υπερβολή για να ελέγξουν δια του φόβου τον κόσμο και τα ελεύθερα πνεύματα, και να θησαυρίσουν οι φαρμακοβιομηχανίες-δες τι γίνεται με τα εμβόλια!» Με μια πρόσφατη σχετικά πνευμονία και ένα βασανιστικό σάκχαρο, ήταν εξασθενημένος- αλλά τις επαφές δεν τις απέφευγε. Και ο ιός, του την είχε στημένη…
Δεν τον φοβόταν τον θάνατο, την ανημπόρια φοβόταν. «Γερνάμε…», του ’λεγα. «Να χαρούμε τα χρόνια μπροστά μας….» μου απαντούσε γελώντας και μου επαναλάμβανε συνέχεια το δικό του… χρονόμετρο: «70αρίσαμε, πόσα… Χριστούγενα, Πάσχα και μαγειρίτσες μας περιμένουν ακόμη; Carpe diem…»
Καλό ταξίδι, φίλε. Έχεις να λες τόσα με τους φίλους σου που έφυγαν νωρίτερα.. Αλλά της Μαρίας και εμένα, θα μας λείψεις πολύ…