Η ταινία “Ερπετό” στο Netflix συνδέεται και με την Αθήνα των ημερών του Πολυτεχνείου
Δημήτρης Αναστασόπουλος/insidestory.gr
Τo πρωί της 26ης Απριλίου 1975 οι πελάτες των καφενείων στο λιμάνι του Πειραιά, καθώς απολαμβάνουν τον καφέ και το ούζο τους, αντικρίζουν έκπληκτοι μαύρο καπνό να βγαίνει από τα καγκελόφρακτα παράθυρα μιας κλούβας του τμήματος Μεταγωγών. Οι φύλακες πετάγονται έντρομοι ενώ οι κρατούμενοι στο πίσω μέρος βροντούν πανικόβλητοι την πόρτα. Οι οκτώ φύλακες σπεύδουν να τους βοηθήσουν, ανοίγουν την κλούβα και οι κρατούμενοι πετάγονται έξω.
Οι πρώτοι τρεις είναι Έλληνες και πιάνονται αμέσως στα χέρια με τους φύλακες, σε μια απόπειρα να το σκάσουν. Οι άλλοι δύο ξεγλιστρούν από τον καυγά και εξαφανίζονται τρέχοντας στα στενά του Πειραιά. Ο ένας είναι ο Πίτερ, διαρρήκτης από την Αυστραλία. Ο άλλος είναι ο Σαρλ Σομπράζ, το διαβόητο «Ερπετό».
Στο βιβλίο τους The Life and Crimes of Charles SobhrajΣτο amazon, το οποίο εκδόθηκε το 1979, οι Αυστραλοί δημοσιογράφοι Ρίτσαρντ Νέβιλ και Τζούλι Κλαρκ διηγούνται με αρκετή γλαφυρότητα το πέρασμα από την Αθήνα του πολυτάλαντου Γάλλου τυχοδιώκτη. Βασίστηκαν στις συνεντεύξεις που ο Σομπράζ παραχώρησε στον Νέβιλ για τέσσερις μήνες το 1977, ενώ βρισκόταν έγκλειστος στις φυλακές του Τιχάρ στο Νέο Δελχί, υπόδικος για απόπειρα ληστείας σε βάρος Γάλλων τουριστών, και σε έρευνα δύο ετών με τη βοήθεια των αστυνομικών αρχών πολλών χωρών. Ο Νέβιλ είπε πως περίμενε να συναντήσει «ένα παιδί γέννημα θρέμμα της αποικιοκρατίας που εκδικούνταν τη Δύση κλέβοντας τους οπαδούς της υποκουλτούρας», όμως βρέθηκε μπροστά σε έναν «γοητευτικό και ευφυέστατο ψυχοπαθή».
Γιος ενός Ινδού επιχειρηματία που διατηρούσε ραφεία στην Γαλλική Ινδοκίνα και μιας όμορφης Βιετναμέζας υπαλλήλου του, ο μετέπειτα κατά συρροή δολοφόνος των χίππις γεννήθηκε το 1944 στη Σαϊγκόν του Βιετναμέζικου Πολέμου Ανεξαρτησίας. H μητέρα του του έδωσε το όνομα του ήρωα της εποχής, ντε Γκολ. Όταν παντρεύτηκε έναν Γάλλο στρατιώτη, η νέα οικογένεια μετακόμισε στο Παρίσι. Ο θετός του πατέρας, που υπέφερε από Διαταραχή Μετατραυματικού Στρες, έδινε λίγη σημασία στον υιοθετημένο του γιο, και πολύ μεγαλύτερη στα νέα παιδιά που απέκτησε με τη Νόι. Ο μικρός Σαρλ νοσταλγούσε την Ασία και δύο φορές μπήκε κρυφά σε πλοία, τη μία φορά φτάνοντας έως το Τζιμπουτί.
Είχε ροπή στις κλοπές και πέρασε την εφηβεία μπαινοβγαίνοντας σε ιδρύματα και φυλακές. Kανείς δεν μπορεί να εξηγήσει με σιγουριά πώς εξελίχθηκε από μικροκλέφτης και ντίλερ ναρκωτικών σε κατά συρροή δολοφόνο τουλάχιστον δεκατριών ανθρώπων. Αν και δεν είναι παράλογο ένας μιγάς γεννημένος στην κατεστραμμένη από τον πόλεμο Σαϊγκόν να μισεί τους καλοζωισμένους Δυτικούς – και ειδικά τους γόνους των μεσοαστών που παρίσταναν τους επαναστάτες.
Τον Νοέμβριο του 1973, ο Σομπράζ έχει περιφερθεί για κάποια χρόνια στις μητροπόλεις της Ευρώπης και της Ασίας ως κοσμοπολίτης κλέφτης και πλέον βρίσκεται στην Κωνσταντινούπολη μαζί με τον 21χρονο ετεροθαλή αδελφό του, Αντρέ Γκι Νταρό. Στο Χίλτον γνωρίζουν ένα πλούσιο ζευγάρι τουριστών. Τους ναρκώνουν και τους κλέβουν 30.000 δολάρια και πρέπει να εξαφανιστούν.
Ο Σαρλ προσγειώνεται στην Αθήνα στις 29 Νοεμβρίου του 1973. Γνωρίζει την πόλη από προηγούμενα ταξίδια του και επιλέγει να μείνει στο Χίλτον, ενώ έχει στείλει τον Γκι στο ξενοδοχείο Alfa. Η επιλογή διαφορετικών ξενοδοχείων είναι απαραίτητη. Ο μεγάλος αδερφός θέλει να μυήσει τον μικρότερο στο έγκλημα. Στην Κωνσταντινούπολη του έχει διδάξει πολλά. Πώς να επιλέγει το θύμα του, συνήθως κάποιον τουρίστα με φουσκωμένο πορτοφόλι, πώς να κερδίζει την εμπιστοσύνη του, πώς να τον ρίχνει σε λήθαργο με τη βοήθεια ισχυρών υπνωτικών και πως τελικά να τον απαλλάσσει από μετρητά, ταξιδιωτικές επιταγές και διαβατήριο.
«Όλοι έχουν μία αδυναμία» συμβούλευε τον αδερφό του ο Σαρλ, «τζόγο, γυναίκες, καμιά φορά αγόρια, διαμάντια, ναρκωτικά. Πρέπει να αφήσεις να εννοηθεί ότι έχεις πρόσβαση σε ένα όμορφο κορίτσι ή σε έναν έμπορο διαμαντιών ή σε έναν ντίλερ ναρκωτικών ή σε κάποια πληροφορία για μια κερδοφόρα επένδυση. Το όπλο μας είναι η ψυχολογία».
Μπορεί ο Σαρλ να επέλεγε τα πολυτελή ξενοδοχεία για τη διαμονή του, έμενε όμως προσηλωμένος στον στόχο του, τους νεαρούς χίπις που ταξίδευαν από τη Δύση αναζητώντας τη μαγεία της Ανατολής στο φημισμένο Moνοπάτι των ΧίππιςHippie trail.
«Με τους χίππις πρέπει να κινείσαι γρήγορα. Είναι συνήθως μαστουρωμένοι με χασίς οπότε οι άμυνες τους είναι πεσμένες. Είναι νεαροί φοιτητές που ζούνε τη μεγάλη περιπέτεια πριν βολευτούν ως μικροαστοί με δουλειά και οικογένεια. Μοιάζουν απένταροι αλλά έχουν πάνω από χίλια δολάρια σε ταξιδιωτικές επιταγές. Αν κερδίσεις την εμπιστοσύνη τους, τα παίρνεις σε δέκα λεπτά». Οι καλοντυμένοι επιχειρηματίες, παρότι παγιδεύονταν το ίδιο εύκολα με τους χίπις, απαιτούσαν μία διαφορετική στρατηγική. «Ο επιχειρηματίας έχει ένα συγκεκριμένο σχέδιο. Το μόνο που πρέπει να κάνεις είναι να προσποιηθείς ότι προσπαθείς να ολοκληρώσεις μία αντίστοιχη επένδυση. Μόλις πιστέψει ότι έχετε κοινούς στόχους, τον έχεις στο χέρι».
Στην Αθήνα επικρατεί χάος. Λίγες μέρες πριν έχει ξεσπάει η εξέγερση του Πολυτεχνείου και η χουντική κυβέρνηση του Παπαδόπουλου βρίσκεται σε δεινή θέση. Τη νύχτα έχει επιβληθεί απαγόρευση κυκλοφορίας. Ο Γκι απεχθάνεται αυτή την κρύα, ζοφερή κι αστυνομοκρατούμενη πόλη και βιάζεται να δείξει στον αδελφό του ότι είναι εξαιρετικός μαθητής. Πρώτα αγοράζει δύο ακριβά κουστούμια για να δείχνει ευκατάστατος ταξιδιώτης. Ύστερα επιλέγει ως στόχο του έναν Λιβανέζο επιχειρηματία τον οποίο συναντάει σε ένα καφενείο του κέντρου. Με δύο χάπια Mogadon τριμμένα στον ελληνικό καφέ του τον ναρκώνει και του παίρνει το παχύ πορτοφόλι. Επιστρέφει στο ξενοδοχείο, τηλεφωνεί στον αδελφό του και συναντιούνται στο δωμάτιο του για να του διηγηθεί την επιτυχία του.
Ο Σαρλ είναι περήφανος. Ο μικρός Γκι αποδείχθηκε καλός «σύντροφος στην παρανομία». Αλλά του έχει μία ακόμα αποστολή, εξαιρετικά αλλόκοτη. Ο Γκι πρέπει να ταξιδέψει στη Βηρυτό και να παραδώσει ένα μάτσο διαβατήρια στην Οργάνωση για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης. (Ούτε ο Σομπράζ έδωσε εξηγήσεις ούτε ο Νέβιλ κατάφερε να βρει αν τα διαβατήρια προορίζονταν πραγματικά για τα μέλη της PLO κι αν το «Ερπετό» είχε όντως κάποιες δοσοληψίες μαζί τους).
Ο Γκι κλείνει την ίδια μέρα εισιτήριο για τη Βηρυτό. Όμως στο αεροδρόμιο του Ελληνικού κι ενώ οι επιβάτες ανεβαίνουν στο λεωφορείο που θα τους μεταφέρει στο αεροπλάνο, ο Λιβανέζος θύμα του Γκι βρίσκεται στην ίδια πτήση και αναγνωρίζει τον κλέφτη. Ξεκινάει καυγά και ο οδηγός του λεωφορείου καλεί την αστυνομία. Ο εφιάλτης για τον Γκι ξεκινάει. Μια σακούλα διαβατήρια και τα χρήματα, όπως και ένα γουόκι τόκι που του έδωσε ο Σαρλ, πολύ καλύτερο τεχνολογικά από εκείνα που είχε τότε ελληνικός στρατός, δεν αφήνουν πολλά περιθώρια για δικαιολογίες. Αλλά ο Γάλλος είναι μόνο 21 ετών, οπότε οι αστυνομικοί πρέπει να βρουν τον μέντορα του.
Οι Έλληνες αστυνομικοί τον οδηγούν σε ένα αστυνομικό τμήμα, τον ρίχνουν στο υπόγειο και αρχίζουν τα κλασικά για την εποχή βασανιστήρια. Χτυπήματα με σχοινιά γεμάτα κόμπους, απότομες κλωτσοπατινάδες και φυσικά η πανταχού παρούσα φάλαγγα. Κάποια στιγμή ο Γκι ομολογεί ότι όλα τα ευρήματα είναι του αδερφού του, που διαμένει στο Χίλτον. Οι αστυνομικοί συλλαμβάνουν τον Σαρλ και τον κλείνουν στο ίδιο κελί με τον αδερφό του. Το «Ερπετό» αισθάνεται εγκλωβισμένος. Δεν τον απασχολεί τόσο ο Γκι που λουφάζει στη γωνία αιμόφυρτος με πρησμένα πόδια, αλλά μία παλιά ιστορία. Ως Σαρλ Σομπράζ είχε συλληφθεί τον Ιούνιο του 1971 στη Ρόδο για κλοπές σε βάρος τουριστών. Τότε δραπέτευσε πηδώντας από το παράθυρο του αστυνομικού τμήματος αλλά καταδικάστηκε ερήμην σε φυλάκιση 13 μηνών. Είναι σίγουρος ότι η αστυνομία θα ανακαλύψει την παλιά καταδίκη και με τη νέα υπόθεση η πολύχρονη φυλάκιση είναι βέβαιη. Η ποινή θα ήταν πολύ μικρότερη αν είχε λευκό ποινικό μητρώο. Πείθει τον αδερφό του να ανταλλάξουν ταυτότητα. Ο Γκι θα γίνει ο Σαρλ και ο Σαρλ ο μικρός αδερφός. Το κόλπο πετυχαίνει καθώς η ελληνική αστυνομία ασχολείται με τους αντιφρονούντες, η κατάσταση στη χώρα είναι έκρυθμη, οι εξελίξεις στο πολιτικό σκηνικό είναι ραγδαίες και κανείς δεν μπορεί να ασχοληθεί ενδελεχώς με δύο ξένους απατεώνες. «Θα ξεμπλέξω εύκολα» υπόσχεται ο Σαρλ στον Γκι. «Μετά θα γυρίσω να σε πάρω».
Τα δύο αδέρφια προφυλακίζονται στο Κορυδαλλό. Εκεί ο Σαρλ επιδεικνύει την ικανότητα του να κινείται σαν φίδι. Όλοι οι ξένοι κρατούμενοι μοιάζουν με χίπις, καπνίζουν τσιγαριλίκια και αράζουν στο προαύλιο γρατζουνώντας κιθάρες. Ο Σαρλ είναι διαφορετικός. Κάθε μέρα κάνει εκατό κάμψεις και συνεχίζει με ασκήσεις καράτε και κουνγκ φου. Είναι πάντα κοντοκουρεμένος και ξυρισμένος και φοράει ένα ακριβό μπλε κουστούμι. Ακόμα και τα αθλητικά παπούτσια της φυλακής τα έχει βάψει μαύρα για να ταιριάζουν με το υπόλοιπο ντύσιμο. «Αν ντύνεσαι σαν αφεντικό, οι δεσμοφύλακες σου φέρονται με σεβασμό» εξηγεί στους συγκρατούμενους του. Το κελί του είναι ασκητικό, έχει μόνο βιβλία. Ο Σαρλ διαβάζει φανατικά Γιούνγκ και Νίτσε, κρατώντας εκατοντάδες σελίδες σημειώσεις.
Όμως το σχέδιο του είναι να δραπετεύσει. Δεν ξέρει πότε ακριβώς η αστυνομία θα ανακαλύψει την αληθινή του ταυτότητα. Οι δύο απόπειρες του να αποδράσει κατά τη μεταφορά του από και προς τα δικαστήρια είναι καταδικασμένες σε αποτυχία: Οι φύλακες είναι πολλοί και αυτός πάντα δεμένος με αλυσίδες.
Μία καλή ευκαιρία του δίνεται τον Φεβρουάριο του 1974. Στο διπλανό κελί καταφθάνουν δύο Αμερικανοί που έχουν συλληφθεί για κατοχή μαριχουάνας. Ο ένας είναι ο Τζέρι από τη Νέα Υόρκη, πρώην προγραμματιστής για την ΙΒΜ, σοβαρός, θαρραλέος και πρόθυμος να πάρει το ρίσκο μιας απόδρασης. Μαζί με τον Σαρλ καταστρώνουν ένα σχέδιο. Στο επισκεπτήριο η κοπέλα του Τζέρι καταφέρνει να του περάσει μία λίμα, σχοινί και μεγάλες σιδερένιες σφήνες. Ο Σαρλ ξεκινάει να σκάβει ένα τούνελ από το κελί του με σκοπό να βγουν νύχτα στο προαύλιο και από εκεί να αναρριχηθούν στον εξωτερικό τοίχο. Το τούνελ προχωράει, όμως το πρόβλημα είναι πώς να ξεφορτωθούν το χώμα. Ένα μέρος του το σκορπίζουν στο προαύλιο με σακούλες που κρύβουν κάτω από τα παντελόνια τους. Το χώμα όμως είναι πολύ και αρχίζουν να το πετάνε στις λεκάνες των κελιών. Ενώ το τούνελ είναι κοντά στην ολοκλήρωσή του, η αποχέτευση ξεχειλίζει και κόκκινο χώμα και περιττώματα γεμίζουν την πτέρυγα. Οι δεσμοφύλακες ανακαλύπτουν το τούνελ και ξεκινάνε ανακρίσεις. Ο Τζέρι παίρνει την ευθύνη, τον ξυλοκοπούν και τον πηγαίνουν σε άλλη φυλακή.
Ο Τζέρι επιστρέφει οκτώ μήνες μετά, τον Σεπτέμβριο, και διαπιστώνει ότι η θυσία του δεν πήγε χαμένη. Ο Σαρλ, συνεπικουρούμενος από μία ομάδα αλλοδαπών κρατουμένων διαφόρων εθνικοτήτων, έχει φτιάξει ένα τούνελ που εκτείνεται από το κελί του έως τα ντουζ των γυναικείων φυλακών. Από εκεί είναι πανεύκολο να κόψουν τα κάγκελα ενός παράθυρου και να βρεθούν στον δρόμο. Οι οδηγίες του Σαρλ είναι σαφείς. Για να εξασφαλιστεί η εχεμύθεια, όσοι εμπλέκονται στο σχέδιο πρέπει να αρνηθούν τη μεταγωγή τους σε άλλες φυλακές. Οι κρατούμενοι φοβούνται και σέβονται τον αδίστακτο Γαλλο-βιετναμέζο. Έχει τη φήμη του τύπου που οργάνωνε καραβάνια με φορτία ναρκωτικών στο Πέρασμα Κιμπέρ στα βουνά του Αφγανιστάν και μία μοναδική ικανότητα να χειρίζεται τους ανθρώπους, να ανακαλύπτει τις αδυναμίες τους και να τις εκμεταλλεύεται. Έτσι, όταν ένας Βρετανός από την ομάδα που σχεδιάζουν την απόδραση, τον ενημερώνει ότι ήρθε η εντολή της μεταγωγής του, απλώνει το χέρι του και ο Σαρλ χωρίς να διστάσει το σπάει. Ο Βρετανός αντί να βρεθεί σε άλλη φυλακή, καταλήγει στο νοσοκομείο του Κορυδαλλού.
Λίγο μετά την Πρωτοχρονιά του 1975 όλοι είναι έτοιμοι. Μπαίνουν στο τούνελ και προχωρούν προς την ελευθερία. Μόνο που η διοίκηση του Κορυδαλλού γνωρίζει ήδη τι ετοιμάζουν. Καθώς η ομάδα των δώδεκα φυλακισμένων διασχίζει το τούνελ των είκοσι μέτρων, στην άλλη πλευρά τους περιμένουν δεσμοφύλακες με μεγάλα γκλομπ. Ο πρώτος που βγαίνει πέφτει στην παγίδα, οι υπόλοιποι επιστρέφουν έρποντας πίσω και σκορπίζουν στην πτέρυγα. Ο μοναδικός συλληφθείς υποβάλλεται σε βασανιστήρια και υποδεικνύει ως οργανωτή της απόδρασης τον Τζέρι – ο Σαρλ παραμένει στο απυρόβλητο.
Οι δεσμοφύλακες ξυλοκοπούν καθημερινά τον Τζέρι για να προδώσει τους συνεργούς του. Ο Αμερικανός είναι σκληρό καρύδι και εμμένει στη σιωπή του. Όμως οι άνθρωποι στη φυλακή μιλάνε πολύ. Η διοίκηση ακούει από παντού φήμες που εμπλέκουν το όνομα του Σαρλ κι αποφασίζει τη μεταγωγή του στις υψηλής ασφαλείας φυλακές της Αίγινας. Τα δύο αδέρφια αποχαιρετιούνται. Ο Γκι είναι περήφανος. «Είσαι ήρωας εδώ μέσα» λέει στον αδερφό του. «Όλοι νομίζουν πως είσαι υπεράνθρωπος». Ο Σαρλ του απαντάει: «Να θυμάσαι ότι η επιθυμία τους να με κρατήσουν φυλακισμένο δεν συγκρίνεται με τη βούλησή μου να είμαι ελεύθερος».
Δεν χρειάστηκαν παρά ελάχιστες μέρες για να καταλάβει ο Σαρλ πως οι φυλακές της Αίγινας δεν προσφέρονταν για κλασικές αποδράσεις. Επιλέγει άλλη μέθοδο, την ίδια που είχε εφαρμόσει για να αποδράσει από τις φυλακές της Καμπούλ στο Αφγανιστάν. Οι καινούργιοι του φίλοι είναι ένας Κορσικανός, ο Κριστιάν, και ένας Αυστραλός ονόματι Πίτερ. Το σχέδιο τους είναι να βρεθούν σε νοσοκομείο του Πειραιά και να αποδράσουν από εκεί. Είναι πρόθυμη να τους βοηθήσει η κοπέλα του Κορσικανού, μια Αυστραλέζα νοσοκόμα. Ο Κριστιάν προσποιείται συμπτώματα σκωληκοειδίτιδας και μεταφέρεται στο νοσοκομείο, ο Πίτερ προσποιείται κολικό εντέρου και φτάνει κι αυτός στον θάλαμο. Ο Σαρλ γεμίζει μία σύριγγα με το αίμα του και την αδειάζει στο στόμα του. Ο γιατρός των φυλακών ξεγελιέται θεωρώντας ότι έχει έλκος στομάχου.
Τώρα πια και οι τρεις βρίσκονται στο νοσοκομείο. Μόνο που ο Κριστιάν ήταν τόσο πειστικός που τον εγχείρισαν επειγόντως. Η κοπέλα του έχει φέρει τα απαραίτητα εφόδια κρυμμένα σε φαγητά: σε ένα μεγάλο κομμάτι βούτυρο βρίσκεται ένα μικρό πιστόλι, σε ένα καρβέλι ψωμί ένα σύρμα κοπής μετάλλων και ένα κουτί χυμού είναι στην πραγματικότητα γεμάτο βενζίνη. Οι επίδοξοι δραπέτες είναι έτοιμοι. Στο νοσοκομείο φυλάσσονται από ισχυρή αστυνομική συνοδεία, όμως ο Σαρλ δεν πτοείται, περιμένει τη μεταγωγή.
Το πρωί της 26ης Απριλίου η κλούβα είναι έτοιμη. Οι τρεις ξένοι κρατούμενοι αλυσοδένονται, οι υπόλοιποι τρεις, Έλληνες, κρίνονται ακίνδυνοι. Μπροστά κάθονται τρεις φύλακες. Πίσω μαζί με τους κρατούμενους, άλλοι πέντε. Ο Σαρλ τους μοιράζει σοκολάτες που έχει γεμίσει με τριμμένα υπνωτικά χάπια. Οι φύλακες όμως δεν τις τρώνε, τέτοιες σπάνιες λιχουδιές τις φυλάνε για τα παιδιά τους. Η κλούβα φτάνει στο λιμάνι. Μπροστά στο αδιέξοδο, ο φρεσκοεγχειρισμένος Κριστιάν αποφασίζει να δώσει μία ευκαιρία στους άλλους. Τραβάει τα ράματα από την τομή του κι αρχίζει να ουρλιάζει. Οι φύλακες αντικρίζουν το αίμα, σταματάνε την κλούβα και καλούν ασθενοφόρο. Ενώ ο Κριστιάν δίνει την παράσταση του, οι άλλοι δύο κόβουν τις αλυσίδες τους. Όταν το ασθενοφόρο παίρνει τον σύντροφό τους είναι σε ετοιμότητα.
Περιμένοντας το φέριμποτ στο λιμάνι, οι φύλακες παίζουν χαρτιά. Μέσα στην κλούβα ο Σαρλ παίζει το δικό του τελευταίο χαρτί. Βγάζει ένα μπουκάλι σαμπουάν το οποίο έχει γεμίσει βενζίνη από το κουτί χυμό, το ρίχνει σε μία εφημερίδα και με ένα σπίρτο βάζει φωτιά. Η κλούβα γεμίζει καπνό και φλόγες. Οι Έλληνες κρατούμενοι τα χάνουν, φωνάζουν πανικόβλητοι, οι φύλακες ανοίγουν την πόρτα και οι δύο σύντροφοι τρέχουν προς την ελευθερία.
Ο Σαρλ κάτω από τη στολή του φυλακισμένου φοράει τζιν και μπλουζάκι. Κρύβεται στα στενά του Πειραιά. Περιμένει να πέσει η νύχτα. Κλέβει το διαβατήριο ενός Γάλλου φοιτητή και ταξιδεύει στη Θεσσαλονίκη και από εκεί στην Άγκυρα. Η περιπέτειά του στην Ελλάδα έχει αίσιο τέλος. Όμως το τίμημα της απόδρασης του θα το πληρώσει ο μικρός του αδελφός. Οι διωκτικές αρχές εξαγριωμένες παραδίδουν τον Γκι στην Τουρκία, όπου εκκρεμεί ένταλμα σύλληψης του για κλοπές. Καταδικάζεται σε κάθειρξη 18 ετών. Ο Σαρλ με κλεμμένο διαβατήριο θα ταξιδέψει στην Ινδία, ένα μέρος που θεωρούσε πνευματική του πατρίδα και όπου οι πιθανότητες ήταν με το μέρος του.
H σειρά Τhe Serpent που διηγείται την αιματηρή σάγκα του Σομπράζ είναι συμπαραγωγή του Netflix και του BBC One σε σκηνοθεσία Τομ ΣάκλαντTom Shankland και Χανς Χέρμποτς. Ασχολείται με την εγκληματική δράση του δολοφόνου μετά το 1975, οπότε δεν περιλαμβάνονται οι περιπέτειες του στην Αθήνα. Η ζωή του στον Κορυδαλλό, οι απόπειρες δραπέτευσης και η μυθιστορηματική απόδραση από το λιμάνι του Πειραιά περιγράφονται μόνο στο βιβλίο του Νέβιλ.
Την ιστορία, που προσθέτει νέα κατορθώματα στο μύθο του «Ερπετού» μπορεί βέβαια να την επαληθεύσει ο ίδιος ο Σομπράζ, που ζει στις φυλακές του ΚατμαντούSpeaking with the Serpent: my encounters with serial killer Charles Sobhraj | The Guardian, καταδικασμένος σε ισόβια κάθειρξη για δύο δολοφονίες. Όμως πλέον ισχυρίζεται ότι δεν μίλησε ποτέCharles Sobhraj hated India, but the country got to him in the end | Scroll στον Νέβιλ (η Τζούλι Κλαρκ που συνυπογράφει το βιβλίο μίλησε πρόσφαταCharles Sobhraj, aka the Serpent, had us wrapped in his coils. He was mesmerising | Τhe Times στους Times του Λονδίνου). Όπως άλλωστε λέει, όλες οι κατηγορίες εναντίον του είναι στημένες αφού δεν υπήρξαν και δεν υπάρχουν «ούτε αποδείξεις, ούτε μάρτυρες».
Για τον Σομπράζ γυρίστηκε το 2015 η Bollywood ταινία «Main Aur Charles».