Μέσα σε τέσσερα χρόνια στην Ελλάδα ξέσπασαν 60.000 πυρκαγιές.
Σ’ αυτό το διάστημα, η Αστυνομία συνέλαβε περισσότερους από 4000 υπόπτους για εμπρησμό.
Καταδικάστηκαν σε πρώτο βαθμό 700.
Στη φυλακή πήγε ένας.
Τι πάει στραβά; Και ποιοι είναι αυτοί, τελικά, που βάζουν τις φωτιές;
Ο Μούσιας και ο Πολιτικός
Ο μαλλιάς πήδηξε τον κοντό φράχτη και μπήκε στον κήπο χωρίς να τον δει κανείς. Έκανε τη δουλειά του και, για κάποιο λόγο, έμεινε λίγο ακόμα έξω από το σπίτι, προς την πλευρά του σχολείου, μέχρι που ο καπνός άρχισε να φαίνεται από όλο το χωριό, και άνθρωποι άρχισαν να καταφτάνουν.
Ήταν μεσάνυχτα, αλλά ολόκληρο το Ξεροκάσι Μεσσηνίας (λόγιο όνομα: Παλαιόκαστρο) βρέθηκε αμέσως στο πόδι. Είχε προηγηθεί το εφιαλτικό Σαββατοκύριακο των πυρκαγιών στην Ηλεία, βλέπεις, και όλος ο κόσμος φοβόταν ότι οι φωτιές θα έρχονταν και στο δικό τους χωριό.
Και τώρα, μία είχε έρθει.
Κάποιοι φαντάροι είδαν κάποιον «μελαχρινό» να φεύγει προς το δάσος, μια Βουλγάρα που προσέχει έναν παππού είδε έναν «ξανθό». Όλο το υπόλοιπο βράδυ οι κάτοικοι περιπολούσαν τους δρόμους μέσα και γύρω από το χωριό.
30 ώρες αργότερα κάποιος έβαλε άλλη φωτιά στη θέση Καλύβια, ανάμεσα σε δυο γειτονικά χωριά, την Κορομηλιά και το Αργυρόκαστρο. Πλέον όλα τα χωριά της περιοχής ήταν σε ετοιμότητα όμως, και η ανταπόκριση ήταν άμεση: Δεκάδες τρακτέρ αγροτών με δεξαμενές νερού των 500 λίτρων έφτασαν αμέσως –το Τρίκορφο μόνο του έστειλε περίπου πενήντα- και περιόρισαν αμέσως τις εστίες. Αεροπλάνα που βρίσκονταν καθ’ οδόν για την Αρεόπολη έκαναν μια παράκαμψη και άδειασαν το φορτίο τους στον πυρήνα της φωτιάς. Οι φλόγες πρόλαβαν να κάψουν μόνο 200 στρέμματα, κυρίως ελιές και λόγγους.
Το σπίτι στο οποίο έγινε η πρώτη απόπειρα εμπρησμού ανήκε στον Ιωάννη Γιαννακόπουλο, παλιό βουλευτή του ΠΑΣΟΚ, που εκείνες τις μέρες έλειπε στην Αθήνα. Όταν του τηλεφώνησα ήταν πολύ διστακτικός να μου μιλήσει για τον «μελαχρινό» ή «ξανθό» «μαλλιά», τον άνθρωπο που είχε μπει στο πατρικό του σπίτι και είχε προσπαθήσει να του το κάψει.
«Η προανάκριση διεξάγεται ακόμα», μου είπε, «και δεν θα ήθελα να μιλήσω γι’ αυτό το παιδί που λένε πως το έκανε».
Αποκάλεσε τον εμπρηστή “παιδί”.
Από πηγές στην περιοχή έμαθα πως ο βασικός ύποπτος είναι ένας νεαρός ντόπιος που αντιμετωπίζει «ψυχολογικά προβλήματα».
Αυτές ήταν δύο λέξεις που θα συναντούσα πολύ συχνά στο ρεπορτάζ γι’ αυτό εδώ το κείμενο.
Αυτοί Που Άναψαν Φωτιές
Τις πρώτες δύο εβδομάδες του Αυγούστου του 1998, ο 30χρονος αγρότης Γιώργος Αναστασόπουλος έβαλε επτά πυρκαγιές σε διάφορα σημεία γύρω απ’ το χωριό του, την Καλίδονα της Ηλείας. Αν το όνομα σου φαίνεται γνώριμο, επίτρεψέ μου να σε διαφωτίσω: φέτος κάηκαν 18 σπίτια στην Καλίδονα, και από τη φωτιά πέθανε μια 96χρονη γιαγιά. Το καλοκαίρι του ’98, μετά από κάθε εμπρησμό (οι επτά πυρκαγιές συνολικά έκαψαν 80 στρέμματα δάσους), ο Γιώργος Αναστασόπουλος ήταν που ειδοποιούσε τους συντοπίτες του και τις αρχές, και πρώτος έσπευδε να βοηθήσει στην κατάσβεση. Ο Αναστασόπουλος, παντρεμένος και με ένα παιδί, είχε απασχολήσει και στο παρελθόν τις αρχές για εμπρησμούς, από τότε που ήταν 16 ετών κιόλας –αλλά ποτέ δεν είχε συλληφθεί. «Κάποτε θα συνέβαινε και αυτό», δήλωσε ένας συγχωριανός του μετά τη σύλληψή του στον συντάκτη των ΝΕΩΝ. «Σχεδόν όλοι γνωρίζαμε ότι είναι εμπρηστής αλλά ποτέ κανένας δεν τον είχε καταγγείλει».
Ήταν ένα περιπετειώδες καλοκαίρι, εκείνο του 1998.
«H πυρομανία είναι μια διαταραχή σπάνια. Συνήθως εμφανίζεται σε ανθρώπους που είχαν μαθησιακά προβλήματα, αδέξιους, που δεν έχουν πολύ ανεπτυγμένη κοινωνικότητα»
Δυο μήνες νωρίτερα, στις 23 Ιουνίου ο 35χρονος δασοπυροσβέστης Δημήτρης Χατζηλαγός συνελήφθη ως ύποπτος για εμπρησμό στην περιοχή Τούφες στη Σάμο. Υποστήριξε πως «εξερράγη ο αναπτήρας του όταν θέλησε να ανάψει τσιγάρο, και τον πέταξε σε ξερά χόρτα». Στις 7 Αυγούστου ο 49χρονος Γάλλος τουρίστας Αλέν Ντεφερμόντ προσπάθησε να βάλει φωτιά στη Ζάβια, κοντά στα Σύβοτα όπου παραθέριζε. Έκανε την απόπειρά του στις 6:30 το πρωί –συνελήφθη 2 ώρες αργότερα 25 χιλιόμετρα μακριά, και ομολόγησε –αλλά δεν δικαιολόγησε- την πράξη του. Την επόμενη μέρα, ο 18χρονος Αλβανός Τζερίμ Αλούστρι συνελήφθη στον Εθνικό Δρόμο Πάτρας – Αθηνών κοντά στο Αίγιο, όταν διερχόμενος οδηγός διαπίστωσε ότι ο νεαρός είχε μαζί του δοχείο με βενζίνη και προσπαθούσε να βάλει φωτιά στα χόρτα δίπλα στον δρόμο.
Και φυσικά οι πυρκαγιές δεν τελείωσαν τότε.
Στις 21 Ιουλίου 1999 ο 23χρονος οικοδόμος Παναγιώτης Καλιούπης συνελήφθη κατηγορούμενος για εμπρησμούς σε δασικές και αγροτικές περιοχές στη Μάνδρα και τα Μέγαρα της Αττικής. Ο νεαρός, που ήταν παντρεμένος και πατέρας ενός παιδιού, ομολόγησε πως του αρέσει να βλέπει τις φλόγες και πως το είχε απωθημένο από μικρός. Ευθυνόταν για τουλάχιστον 22 εμπρησμούς μέσα σε δυο μήνες. Γυρνούσε με το μηχανάκι στο δάσος και έβαζε τις φωτιές με σπίρτα.
Στις 18 Ιουλίου του 2000 ο 58χρονος κτηνοτρόφος Ανδρέας Ρήγας συνελήφθη ως υπαίτιος δυο πυρκαγιών που ξέσπασαν στην περιοχή Άνω Πιτσά του Ξυλοκάστρου στις 11 και 12 Ιουλίου, και στοίχισαν τη ζωή ενός ανθρώπου και έκαψαν 150.000 στρέμματα. Το φοβερό της υπόθεσης: Ο ίδιος άνδρας είχε συλληφθεί και τέσσερα χρόνια νωρίτερα για εμπρησμό στην ίδια περιοχή.
Δέκα μέρες αργότερα, ο 20χρονος αγρότης Παναγιώτης Γάζος συνελήφθη στην Αμαλιάδα κατηγορούμενος για 11 εμπρησμούς στην περιοχή της Ηλείας. Όπως ο ίδιος ομολόγησε, άναβε φωτιές και στη συνέχεια έπαιρνε μέρος στην προσπάθεια κατάσβεσης. Το ίδιο καλοκαίρι στην Εύβοια μια παρέα τεσσάρων ανθρώπων, οι Βαγγέλης Αλατζάς, Γιάννης Στάικος, Αντώνης Καπεθανάσης και Σοφία Κορέλη, συνελήφθησαν και ομολόγησαν πως είχαν βάλει περισσότερες από μία φωτιές στο βόρειο τμήμα του νησιού. Οι τρεις πρώτοι προφυλακίστηκαν, ενώ η τέταρτη της παρέας πλήρωσε εγγύηση και αφέθηκε ελεύθερη επειδή ήταν έγκυος. Υποστήριξαν ότι κάποιος τους πλήρωνε για να βάζουν τις φωτιές.
Στις 11 Ιουνίου 2001 ο 39χρονος Χρήστος Χαραλάμπους από την Αγία Βαρβάρα συνελήφθη σε αγροτοδασική έκταση στο 31ο χιλιόμετρο της Εθνικής Οδού Αθηνών-Λαμίας. Περιπολία της ειδικής ομάδας της Πυροσβεστικής τον εντόπισε να προσπαθεί να βάλει φωτιά –ο ίδιος υποστήριξε πως δυο αλλοδαποί του είχαν δώσει χρήματα για να το κάνει. Ο Χαραλάμπους δεν είχε απομακρυνθεί από την περιοχή καθώς περίμενε να έρθουν να τον πληρώσουν.
Στις 9 του περασμένου Ιούλη, ένας 34χρονος και ο 19χρονος ανιψιός του έβαλαν δυο φωτιές που έκαψαν 32 στρέμματα πευκοδάσους στην Ηλεία, για να ενοχοποιήσουν μια οικογένεια συγχωριανών τους με τους οποίους είχαν κτηματικές διαφορές. Οι λεβέντες συνελήφθησαν και, ως μεγάλα παλικάρια, ομολόγησαν πως η ιδέα δεν ήταν δικιά τους: Το σαΐνι πίσω από αυτό το καταπληκτικό σχέδιο ήταν ο 73χρονος παππούς της οικογένειας. Ο οποίος επίσης συνελήφθη.
Το Προφίλ Ενός Εμπρηστή
«Όπως και στην τυπολογία άλλων εγκλημάτων έτσι και στον εμπρησμό υπάρχει μια τεράστια ποικιλία αιτίων και κινήτρων, από τα καθαρά ωφελιμιστικά μέχρι τα παθολογικά», λέει ο καθηγητής εγκληματολογίας στο Πανεπιστήμιο του Ρέντινγκ (και διάσημος συγγραφέας παιδικών βιβλίων) Ευγένιος Τριβιζάς. «Όταν είχα γράψει για παράδειγμα το διήγημα «Ο Ερωτευμένος Πυροσβέστης» δεν γνώριζα ότι υπάρχουν στην πραγματικότητα ακόμα και περιπτώσεις εμπρηστών οι οποίοι βάζουν φωτιές για να εμφανίζονται ηρωικοί σβήνοντάς τις, η άλλοι που καίνε οι ίδιοι τα σπίτια τους για να προσελκύσουν τον οίκτο των συνανθρώπων τους».
Τις πιο έγκυρες μελέτες για το προφίλ του εμπρηστή τις έχουν κάνει Αυστραλοί εγκληματολόγοι. Σύμφωνα με αυτές, τα κυριότερα αίτια πίσω από τους εμπρησμούς είναι τα εξής:
1. Η κάλυψη ενός εγκλήματος (μιας ληστείας, ας πούμε, ή ενός φόνου)
2. Οικονομικοί λόγοι
3. Ασφαλιστική απάτη
4. Ψυχολογικοί λόγοι
5. Εκδίκηση
6. Τρομοκρατία
Από αυτούς, οι συχνότεροι που συναντάμε στην Ελλάδα είναι ο 2ος (οι οικοπεδοφάγοι) και ο 4ος. Οι πυρομανείς.
Το 40% των εμπρηστών που καταδικάστηκαν από το 1986 και μετά αποδείχτηκε ότι είχαν βάλει περισσότερες από μία φωτιές
«Η πυρομανία ανήκει στις διαταραχές ελέγχου των παρορμήσεων, όπως η κλεπτομανία, και η χαρτοπαιξία» λέει ο Δημήτρης Σούρας, Διευθυντής του Ψυχιατρικού Τμήματος στο Νοσοκομείο Metropolitan. «Ο ασθενής βάζει φωτιές σκόπιμα για την ευχαρίστηση, την ηδονή που αντλεί από την πράξη. Τη στιγμή αμέσως πριν βάλει τη φωτιά νιώθει μια έντονη διέγερση συναισθημάτων, «φτιάχνεται», η αδρεναλίνη του ρέει, κοκκινίζει, νιώθει ότι κάτι πολύ σπουδαίο θα συμβεί. Είναι ένας ερεθισμός που μοιάζει πολύ με τη σεξουαλική διέγερση. Στη συνέχεια ελκύεται από τη θέα της φωτιάς, γοητεύεται από αυτήν, στη θέα της νιώθει ηδονή. Ο πυρομανής μπορεί να ικανοποιείται ακόμα κι από φωτιές που δεν έχει βάλει ο ίδιος. Η θέα της είναι που τον συναρπάζει».
Δεν υπάρχουν ποσοστά για το πόσοι είναι οι πυρομανείς στην Ελλάδα –ή οπουδήποτε στον κόσμο. Πρόκειται για διαταραχή πολύ δύσκολο να διαγνωστεί και να μελετηθεί. «Είναι, πάντως μια διαταραχή σπάνια», τονίζει ο Δημήτρης Σούρας. «Συνήθως εμφανίζεται σε ανθρώπους που είχαν μαθησιακά προβλήματα, αδέξιους, που δεν έχουν πολύ ανεπτυγμένη κοινωνικότητα».
Το 2001 η Διεύθυνση Αντιμετώπισης Εγκλημάτων Εμπρησμού (ΔΑΕΕ) της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας εξέδωσε μια μελέτη με τίτλο «Εγκληματολογική Προσέγγιση των Εμπρησμών». Επιμελημένη από τον Διευθυντή της Υπηρεσίας και έγκριτο νομικό Ανδριανό Γκουρμπάτση, επρόκειτο να είναι μια έκθεση γραμμένη στα αμερικανικά πρότυπα. Όπως οι profilers του FBI συντάσσουν εκθέσεις για τους ανθρωπότυπους των εγκληματιών, που τους βοηθούν στην επίλυση εγκλημάτων, έτσι και οι Έλληνες ομόλογοί τους, οι οποίοι εκπαιδεύτηκαν από Αμερικανούς ειδικούς το 2000, προσπάθησαν να σκιαγραφήσουν το προφίλ του Έλληνα εμπρηστή.
Αυτό αποδείχτηκε εξαιρετικά δύσκολο. Αν και τα στοιχεία μπόρεσαν να δώσουν μια εικόνα (πολυμήχανος, με γυναίκα και παιδιά, γύρω στα 45, με απολυτήριο Γυμνασίου), αυτή δεν ήταν καθόλου αντιπροσωπευτική. Η έκθεση παραδέχεται ότι ο Έλληνας εμπρηστής μπορεί δυνητικά να έχει οποιαδήποτε ηλικία, να έχει πτυχίο πανεπιστημίου, να είναι ακόμα και γυναίκα.
Από τα 4267 άτομα που καταδικάστηκαν για εμπρησμούς στη χώρα στο διάστημα 1986-1998, τα 417 ήταν, πράγματι, γυναίκες. Τα 270, δε, ήταν ανήλικοι.
Το πιο σημαντικό από τα στοιχεία, όμως, είναι μια στατιστική λεπτομέρεια: Το 40% των εμπρηστών που καταδικάστηκαν από το 1986 και μετά αποδείχτηκε ότι είχαν βάλει περισσότερες από μία φωτιές.
Έγκλημα και Ατιμωρησία
Υπάρχει ένας μύθος που λέει ότι στην Ελλάδα έχουν ψηφιστεί όλοι οι νόμοι που χρειάζονται –απλά εφαρμόζονται επιλεκτικά.
Στην περίπτωση των εμπρησμών αυτό λίγο-πολύ ισχύει.
Το Άρθρο 264 του Ποινικού Κώδικα προβλέπει πως όποιος προκαλεί πυρκαγιά από πρόθεση τιμωρείται:
α. Με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών, αν από την πράξη μπορεί να προκύψει κοινός κίνδυνος σε ξένα πράγματα.
β. Με κάθειρξη, αν από την πράξη μπορεί να προκύψει κίνδυνος για άνθρωπο.
γ. Με κάθειρξη ισόβια ή πρόσκαιρη τουλάχιστον δέκα ετών, αν στην περίπτωση του στοιχείου β. επήλθε θάνατος.
Ειδικά για τον εμπρησμό δασών, στο άρθρο 265 προβλέπεται:
«1. Με την επιφύλαξη της βαρύτερης τιμωρίας κατά τους όρους του άρθρου 264, όποιος με πρόθεση προξενεί πυρκαγιά σε δάσος ή δασική έκταση (…) ή σε έκταση που έχει κηρυχθεί δασωτέα ή αναδασωτέα, (…) τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα έτη και με χρηματική ποινή από δεκαπέντε χιλιάδες (15.000) ευρώ έως εκατόν πενήντα χιλιάδες (150.000) ευρώ. Δεν επιτρέπεται μετατροπή ή αναστολή της ποινής που επιβλήθηκε και η έφεση δεν αναστέλλει την εκτέλεσή της. Αν η πράξη είχε ως επακόλουθο να εξαπλωθεί η φωτιά σε μεγάλη έκταση, επιβάλλεται κάθειρξη.
2. Αν η πράξη τελέστηκε από ιδιοτέλεια ή κακοβουλία ή η έκταση που κάηκε είναι ιδιαίτερα μεγάλη, επιβάλλεται κάθειρξη τουλάχιστον δέκα ετών».
Σύμφωνα με έρευνα του Ανδριανού Γκουρμπάτση, όμως, στα τρία τελευταία χρόνια, η προανάκριση σε υποθέσεις εμπρησμού ολοκληρώθηκε σε ποσοστό μόλις 14,07%. Αυτό σημαίνει ότι στο 85,93% των επιβεβαιωμένων εμπρησμών δεν παραπέμφθηκε κανένας στη δικαιοσύνη. Από αυτούς που παραπέμφθηκαν, καταδικάστηκε μόλις το 16,2%. Από αυτούς που καταδικάστηκαν, το 72,9% είδαν την ποινή τους να αναστέλλεται και το 26,5% να μετατρέπεται. Στη φυλακή μπήκε ένας. Σύμφωνα με την έρευνα, υπάρχουν 151 επιβεβαιωμένοι υπότροποι εμπρηστές, που έχουν επαναλάβει το κακούργημα του εμπρησμού μέχρι και 5 φορές. Και είναι όλοι ελεύθεροι.
Θυμάστε τον 58χρονο κτηνοτρόφο Ανδρέα Ρήγα που έβαλε τις φωτιές στην Άνω Πιτσά του Ξυλοκάστρου το 2000; Μετά από μια σκοτεινή υπόθεση που περιείχε την εμπλοκή ως κατηγορούμενου και του διοικητή Πυροσβεστικής Κιάτου, και τη δολοφονία ενός βασικού μάρτυρα κατηγορίας λίγο πριν τη δίκη, αθωώθηκε πανηγυρικά λόγω αμφιβολιών πρόπερσι.
Ο Ανδριανός Γκουρμπάτης, παρεμπιπτόντως, ήταν ένας από τους 18 (σε σύνολο 28) ανώτατους αξιωματικούς της Πυροσβεστικής που αποστρατεύτηκαν επί ΝΔ μέσα σε αντεγκλήσεις, διαμαρτυρίες και μηνύσεις για την προώθηση νέων, «γαλάζιων» αξιωματικών.
Ψάχνοντας το ποιοι βάζουν τις φωτιές περίμενα να σκιαγραφήσω έναν εχθρό πολυπρόσωπο και αλλόκοτο, ένα πρόβλημα βαθύ και τεράστιο, που θα χρειαστεί μεγάλες τομές στην κοινωνία και την πολιτική για να λυθεί.
Αλλά τελικά δεν είναι καθόλου έτσι τα πράγματα.
Η Ελλάδα δεν είναι η μόνη χώρα του κόσμου που καίγεται κάθε χρόνο. Η Αυστραλία, όλες οι χώρες της Βόρειας Μεσογείου και η Καλιφόρνια φλέγονται κάθε καλοκαίρι. Η φωτιά είναι αναπόσπαστο κομμάτι των μεσογειακών οικοσυστημάτων, και δεν είναι δυνατό να εξαλειφθεί –ούτε πρέπει να εξαλειφθεί εντελώς.
Αυτό που πρέπει να μειωθεί είναι οι εμπρησμοί, που επιβαρύνουν το φαινόμενο και προκαλούν καταστροφές πολύ μεγαλύτερες από αυτές που αντέχει το οικοσύστημα, που φυσιολογικά θα καιγόταν και μόνο του, αλλά λιγότερο.
Στη χώρα μας υπάρχουν άνθρωποι που βάζουν φωτιές, κι αυτοί είναι κυρίως δύο ειδών: Αυτοί που βάζουν για το κέρδος, και αυτοί που βάζουν για την ικανοποίησή τους.
Μπορούμε να σταματήσουμε και τους δύο.
Μπορούμε να ακυρώσουμε το κίνητρο των πρώτων, εύκολα και γρήγορα, με την σύνταξη πλήρους Κτηματολογίου και Δασολογίου. Η Ελλάδα είναι η μόνη χώρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης (κι από τις τελευταίες στον πλανήτη) όπου δεν υπάρχει ένας σαφής χάρτης που να λέει σε ποιον ανήκει η γη. Οι λαϊκιστικοί νόμοι και τα διατάγματα όλων των κυβερνήσεων που έχουν περάσει τα τελευταία 30 χρόνια είναι που βάζουν τα στουπιά στα χέρια των οικοπεδοφάγων.
Οι δε πυρομανείς εμπρηστές είναι αναπόφευκτοι, θα είναι εκεί έξω και θα βάζουν φωτιές για να ερεθιστούν στη θέα της φλόγας –αλλά μπορούμε να τους πιάσουμε. Κι όταν τους πιάσουμε, μπορούμε να εφαρμόσουμε τους νόμους και να μην τους επιτρέψουμε να ξανακάψουν.
Η ευθύνη είναι δική μας. Τις φωτιές τις βάζουμε εμείς.