«Δείλαιοι και αμαθείς και βάρβαροι τί αφανίζετε»*;Δ. Πικιώνης. Η απάντηση στο (ψευτο)δίλημμα «Άνθρωπος ή Περιβάλλον»;

Γράφει η Χριστίνα Φίλιππα- Δημοσιογράφος-ερευνήτρια/ Πρόεδρος του Συλλόγου «Πολιτών υπέρ των ρεμάτων, Ροή»

Κάθε φορά που ερχόμαστε αντιμέτωποι με φυσικά φαινόμενα, όπως πλημμύρες, σεισμοί ή φωτιές, αναφύεται και προτάσσεται ένα ψευτοδίλημμα (γιατί πραγματικό δίλημμα δεν είναι).

«Ποιόν θα σώσουμε πρώτα: τον άνθρωπο ή το περιβάλλον του»;

Αυτοί που το ισχυρίζονται προσπαθούν να το παρουσιάσουν ως ένα αμφιλεγόμενο ζήτημα χωρίς να απαντούν στα ερωτήματα:

Μπορεί να υπάρξει ανθρώπινη ζωή εκτός φυσικού περιβάλλοντος;

Το Περιβάλλον δεν είναι αυτό που συντελεί στη διαμόρφωση της ζωής και του πολιτισμού που αναπτύσσεται μέσα σε αυτό;

Η ίδια μας η ύπαρξη και η ψυχική μας ισορροπία δεν στηρίζονται στο φυσικό περιβάλλον και τα αναγκαία προς το ζην δεν εξαρτώνται από την γονιμότητα της φύσης;;

Τα μη ανθρώπινα πλάσματα δεν είναι μέρος του ίδιου σύνθετου οικοσυστήματος που ανήκουμε όλοι και έχουν το δικαίωμα της ύπαρξης;

Ενώ ο αρχαίος κόσμος είχε επίγνωση της οικονομικής σημασίας των φυσικών πόρων οι οποίοι επηρεάζουν, προσδιορίζουν και στηρίζουν το ανθρώπινο γένος, τους δύο τελευταίους αιώνες αδιαφορούμε πιστεύοντας ότι οι φυσικοί πόροι είναι ανεξάντλητοι.

Και εδώ σ’ εμάς στην Αττική, το «Αττικό τοπίο», που θαύμασαν και «ύμνησαν» συγγραφείς και ζωγράφοι, από τους ξένους περιηγητές του 17ου αιώνα μέχρι τον Νικόλαο Λύτρα και τον Κωνσταντίνο Μαλέα, αποτελεί συνδημιούργημα του ανθρώπου και της φύσης. Αυτό το πολύπαθο σήμερα Αττικό τοπίο, αλλοιωμένο εν πολλοίς, γεμίζει ολοένα και περισσότερο με τσιμεντένια τερατουργήματα μιας αφιλόξενης μεγαλούπολης που τείνει να κατακλύσει ολόκληρη την Αττική.

Ο καθηγητής  Ν. Κ. Μουτσόπουλος προσδιόρισε τον χώρο ως «τον τόπο που «χωράει», αλλιώς θα ήταν «αδιαχώρητος». Όταν ο τόπος συνδυάζει φιλόξενα το περιβάλλον με τον πολιτισμό, όταν χωράει και εκφράζει τα συναισθήματα, τις προσδοκίες και τα όνειρα των ανθρώπων, τότε γίνεται «χώρος».

Για τον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό, έχουν γραφτεί πολλές μελέτες και βιβλία που υποστηρίζουν ότι το περιβάλλον της Ελλάδας επέδρασε καθοριστικά στη διαμόρφωση της φιλοσοφίας και της τέχνης.

Τι θα ήταν ο Κυκλαδικός, ο Μινωικός, ο Μυκηναϊκός και οι άλλοι πολιτισμοί που αναπτύχθηκαν στη συνέχεια σε αυτόν τον τόπο πριν τόσους αιώνες, χωρίς το ελληνικό φως, χωρίς τη θάλασσα, τα ποτάμια ή χωρίς την ελληνική χλωρίδα ..;

Μπορούμε να φανταστούμε την ελληνική κουζίνα (από τα πανάρχαια χρόνια μέχρι σήμερα) χωρίς το λάδι της ελιάς, το θυμάρι, τη ρίγανη, τον δυόσμο, την κάππαρη … ;

Μπορούμε να φανταστούμε έναν κόσμο χωρίς τα ελληνικά βότανα (από τα χρόνια του Ιπποκράτη μέχρι και πριν λίγες γενιές) χωρίς το φασκόμηλο, το χαμομήλι, τη μέντα, το τίλιο…;

Μπορούμε, εμείς σήμερα, να φανταστούμε τους αρχαίους ελληνικούς ναούς και τα αγάλματα, να είναι φτιαγμένα από άλλη πέτρα και όχι από το λευκό μάρμαρο της Πεντέλης, της Πάρου, ή της Νάξου …;

Αλλά και στο σύγχρονο ελληνικό πολιτισμό, μπορούμε να φανταστούμε τον Ελύτη ή τον Σεφέρη χωρίς τη θάλασσα, τον Βρεττάκο χωρίς τον Ταΰγετο, τον Ρίτσο χωρίς να υπάρχει ο βράχος της Μονεμβασιάς, ή τον Καζαντζάκη χωρίς εκείνο το μικρό ξωκλήσι δίπλα στην κορφή του Ψηλορείτη … ;

Μπορούμε να φανταστούμε τα δημοτικά μας τραγούδια, τους θρύλους και τις παραδόσεις μας, χωρίς τα δάση, τους ρύακες, τα πουλιά ή χωρίς τα αγριολούλουδα μας…;

Όλες αυτές οι συσχετίσεις μάς φαίνονται εντελώς φυσικές, προφανείς, σχεδόν αυτονόητες. Αξίζει όμως να τις αναλογιστούμε και να τις συνειδητοποιήσουμε.

*Το προφητικό κείμενο που ακολουθεί είναι η κραυγή της γης δια στόματος του μεγάλου αρχιτέκτονα και στοχαστή Δημητρίου Πικιώνη γραμμένο το 1954!

«Είχαμε χρέος να τη φυλάξουμε ως κόρη οφθαλμού. Τόσο περισσότερο, όσο απ’ τη φύση της γης τούτης και τ’ ουρανού, από τη σύνταξη τούτη δεν μπορείς να αφαιρέσεις τίποτα χωρίς να καταστρέψεις την Αρμονία των ισορροπημάτων που συνέχει το όλον. Αλλ’ είναι πλέον αργά (..).

“Η γη τούτη κείτεται τώρα ως το πριν όμορφο σώμα ενός θεϊκού πλάσματος όπου κατατρώγει τις σάρκες του η αρρώστια. Κι αν είχε μιλιά – κι έχει, αλλά δεν την ακούμε- θά ‘λεγε:

Δείλαιοι και αμαθείς και βάρβαροι, τι κάνετε; τι αφανίζετε;

Δεν ξέρετε ότι είμαι η μητέρα κι η τροφός, το λίκνο, η κοιτίδα, η μήτρα της περασμένης δόξας και της μελλούμενης; Μάταια θαυμάζετε τα μνημεία που έστησαν κάποτε τα παιδιά μου. Δεν ξέρετε πως είναι σαρξ εκ της σαρκός μου, και πως όταν η Μορφή μου αφανισθεί, η δικιά τους θα χάσει το νόημά της; Τι εκάνατε την Ελευσίνα; Tι εκάνατε τον Ιλισό και τον Κηφισό, τα δυό αγιάσματά μου; Εβάλατε μέσα τους υπονόμους σας, ερίξατε τα νερά των εργοστασίων σας. Δεν βλέπω πια βωμούς των θεών επάνω εις τα όρη μου και τους λόφους, πάρεξ τα γραφεία και τις μηχανές των Εταιρειών σας. Εκείνοι ήταν σημάδι λατρείας, σε σας δεν απόμεινε παρ’ η κατώτερη μορφή της σχέσης με τη Φύση, η εκμετάλλευση. Έτσι καταστρέψατε την πρώτη, σεπτή κορυφή της Ακρόπολής μου, το Λυκαβηττό, τους έλικες που σχημάτιζε το περίγραμμά του.

Πού είναι ο Κολωνός, τα κράτιστα γας έπαυλα;
Πού οι σπηλιές και τα θρονιά του Πανός

Έτσι έψαλλαν εκείνοι, δεν ήταν γωνιά τούτης της γης, γκρεμνός, σπηλιά, πηγή, ρέμα, βράχος, όπου δεν εκόρεσαν – για να θυμηθώ μιά φράση του Ταγκόρ σ’ ανάλογη περίσταση ειπωμένη- μ’ ευλάβεια και έρωτα.

Μα τί τ’ όφελος, η ύβρις μένει. Τίποτα πιά δεν μπορεί να την απαλείψει, θα μείνει εις τον αιώνα. Τρισμέγιστη είναι η ενοχή μας. Κι όχι μονάχα απέναντι του εαυτού μας, μα έναντι της μνήμης των περασμένων, έναντι του μέλλοντος και έναντι όλων των λαών της οικουμένης.

Μα οι ανάγκες; θα μου πείτε. Εκείνοι που βάζουν αυτό το ερώτημα ξέρουν πολύ καλά ότι δεν είναι η αδήριτη χρεία, αυτή καθεαυτή, η αιτία της καταστροφής. Η αιτία έγκειται στον τρόπο που ανεχθήκαμε να θεραπευθεί αυτή η χρεία».

 

Απόσπασμα από το κείμενο «Γαίας ατίμωσις» (1954) που εμπεριέχεται στο βιβλίο του Δημήτρη Πικιώνη «ΚΕΙΜΕΝΑ» εκδ. ΜΟΡΦΩΤΙΚΟ ΙΔΡΥΜΑ ΕΘΝΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΗΣ