Η Αναστασία Τσβετάγιεβα (1984-1993) ήταν η μικρότερη αδελφή της θαυμάσιας Ρωσίδας ποιήτριας Μαρίνας Τσβετάγιεβα και κόρη του Ιβάν Τσβετάγιεφ, γιατρού και ιδρυτή ενός από τα καλύτερα μουσεία της Ρωσίας αλλά και του κόσμου, το γνωστό Μουσείο Πούσκιν, το οποίο βρίσκεται στο κέντρο της Μόσχας.
Η ίδια, μοιράστηκε την σκληρή μοίρα της αδελφής της, αλλά και εκατομμυρίων αθώων σοβιετικών πολιτών, «πληρώνοντας» το τίμημα με δέκα χρόνια στα Γκουλάγκ και άλλα επτά στην εξορία της Σιβηρίας.
Μειλίχια, ευαίσθητη, ευρυμαθής, πολύγλωσση, επιβίωσε χάρη στην καλοσύνη των άλλων που της έδιναν ένα κομμάτι ψωμί κι ένα στρωμένο κρεβάτι για να κοιμηθεί.
Η Αναστασία Τσβετάβιεγα μας κληροδότησε ένα πολύτιμο, δίτομο έργο με τα Απομνημονεύματά της, συνεχίζοντας την μεγάλη ρωσική παράδοση αυτού του λογοτεχνικού είδους. Διαβάζοντας το έργο αυτό, παρελαύνουν από μπροστά μας όλες οι μικρές και μεγάλες προσωπικότητες των ρωσικών γραμμάτων του 20ου αιώνα. Δεν έχουμε απλώς ένα ενδιαφέρον κείμενο, μα ένα καλειδοσκοπικό πανόραμα μίας ολόκληρης εποχής, με τους βίους των αγίων και των καταραμένων, απλών ανθρώπων μα και μεγάλων φυσιογνωμιών, οι οποίοι παρουσιάζονται μέσα στις συνθήκες, όπου γεννήθηκαν, έζησαν, δημιούργησαν, μεγαλούργησαν και μαρτύρησαν.
Στο μικρό κείμενο που ακολουθεί, ο αναγνώστης θα διαβάσει την ιστορία μίας ανώνυμης σοβιετικής γυναίκας, η οποία το μόνο που ήθελε σε αυτή τη ζωή, ήταν να προσφέρει ανιδιοτελώς την αγάπη της. Ας είναι καλά το γερασμένο και κουρασμένο χέρι της Αναστασίας Τσβετάγιεβα που διαιώνισε το όνομα αυτού του άγνωστου σ’ εμάς, θαυμάσιου ανθρώπου.
—
“Θα ήθελα, εν συντομία, να μιλήσω για τις αναμνήσεις μου γι’ αυτήν, την φίλη μου, η φιλία με την οποία κράτησε μισό αιώνα, από τη στιγμή που συναντηθήκαμε μέχρι τον θάνατό της. Ώστε, για άλλη μία φορά ν’ ακουστεί το όνομά της, μέσα στη ζωντανή μου καρδιά, όπως εκείνες τις ημέρες.
Ψηλή, καλλίγραμμη, ξανθιά. Γυαλιά, μέσα από τα οποία κοιτούσαν χαρούμενα, τα μεγάλα γκρίζα μάτια της, χαρούμενα και λίγο ειρωνικά, λες και με αυτή την φιλική ειρωνεία θέλει να αστειευτεί, από ντροπαλοσύνη, από μία εμφανή, ασυγκράτητη φιλική διάθεση, η οποία ξεχείλιζε από την γενναιόδωρη πηγή της καλοσύνης, ασυνήθιστα γενναιόδωρη. Κατά τον αιώνα, όταν ο εγωκεντρισμός και η σάτιρα έχουν κυριαρχήσει στους ανθρώπους, όταν η καλοσύνη, είναι κάτι το ξεπερασμένο, το παλιό, το αστείο, σ’ αυτήν, στην Βέροτσκα ήταν αναμμένη η φωτεινή ειρωνική φλόγα, η οποία ήταν ασυμβίβαστη με την εποχή της! Η ντροπαλοσύνη της ειρωνείας, κυρίως απέναντι στον εαυτό της.
Γνώρισα την Βέροτσκα Μολτσανόφσκαγια, στα μαθήματα αγγλικής γλώσσας, στα μαθήματα όχι για αρχάριους, αλλά για προχωρημένους, γιατί είχαμε αρχίσει να μαθαίνουμε αυτή την θαυμάσια γλώσσα πολύ πριν. Ο τόπος συνάντησης ήταν η λεωφόρος Σρετένσκι, το γωνιακό σπίτι, το Εργοτάξιο Ξένων γλωσσών, το φθινόπωρο του 1928. Τα πράγματα ήρθαν έτσι στη συνέχεια που η Βέροτσκα όχι μόνο έμαθε, αλλά και άρχισε να διδάσκει αυτή τη γλώσσα. Το παρουσιαστικό της είχε κάτι το εγγλέζικο, το σκανδιναβικό, σχεδόν παραμυθένιο, παρόλο που καταγόταν από οικογένεια επιστημόνων, είχε μάθει όπως και εγώ άλλωστε, από την παιδική της ηλικία Γαλλικά και Γερμανικά. Μπορεί αυτό να ήταν που μας έφερε κοντά την μία την άλλη, εκείνη η ελευθερία της άνετης συζήτησης, όχι μονό στα ρωσικά, αλλά σε τέσσερις γλώσσες, με τις οποίες διατυπώναμε στις σκέψεις μας, στις οποίες απλώνονται τα αισθήματα που διαθέτει ο γλωσσικός πλούτος τεσσάρων χωρών, εκ των οποίων τις τρεις τις γνωρίζαμε από την παιδική μας ηλικία και η τέταρτη άνθιζε μέρα με την ημέρα με καινοτομίες και ανακαλύψεις, προφταίνοντας τις υπόλοιπες. Ναι, η ευτυχία γνώσης της αγγλικής ήταν εκείνη η περιοχή, όπου άνθιζε η φιλία μας.
Η Βέροτσκα ζούσε κοντά στο Κεντρικό Ταχυδρομείο, στην πάροδο Σβερσκόφ, σε ένα μικρό σπιτάκι, μαζί με την μητέρα και τον σύζυγό της, ο οποίος κάθε άλλο παρά της ταίριαζε. Ο σύζυγος της ήταν τελείως ξένος σε εκείνο το μικρό διαμέρισμα, θαρρείς και βρέθηκε εκεί τυχαία, κυκλοφορούσε μάλιστα η φήμη πως τον είχαν διαγράψει από το κόμμα. Στο σπίτι αυτό μεγάλωνε ένα αγοράκι εννέα ετών, ο Βόντια, γιος της μακαρίτισσας αδελφής της Βέροτσκα, το οποίο πήρε σχεδόν αμέσως μετά την γέννησή του (ο Βόντια αποκαλούσε έτσι τον εαυτό του όταν ήταν μικρό παιδί, επειδή δεν μπορούσε να πει «Βολόντια»). Η Βέροτσκα δεν είχε δικά της παιδιά. Η μητέρα της ήταν ψηλή, σαν την κόρη της, μόνο που είχε πια γκρίζα μαλλιά, ήταν μελαμψή, σιωπηλή και σεμνή. Μόνο η Βέροτσκα ήταν ξανθιά σε όλη την οικογένεια, χαρωπή, εύχαρις, θυμίζοντας όχι Ρωσίδα, μα Αγγλίδα ή Σκανδιναβή. Ήταν ένα πουλί της θάλασσας, λαμπερό, το οποίο χτυπούσε τις φτερούγες του στους τοίχους του κλουβιού. Όταν με έβλεπε, γιατί την επισκεπτόμουν συχνά, πρόφερε το όνομά μου, προσθέτοντας ένα «σ», κι με φώναζε «Άσσια!». Δημιουργώντας ατμόσφαιρα χαράς, σαν να ξόρκιζε τον κόσμο γύρω της.
Έτσι πέρασαν αρκετά χρόνια. Όταν με επισκεπτόταν, κοιτούσε σιωπηλή τις εικόνες, την Σταύρωση, ποτέ όμως δεν θέλησε να ζητήσει το θέμα της θρησκείας, το οποίο, φευ, της ήταν ξένο. Αυτό όμως δεν μας εμπόδισε να έρθουμε κοντά, όπως και με άλλους ανθρώπους που δεν πίστευαν.
Μία, εντελώς αναπάντεχη στιγμή, η ζωή της άλλαξε. Συνάντησε έναν καθηγητή Αγγλικών που είχε έρθει από το εξωτερικό, τον χαρούμενο και εργατικό Μπορίς Ρέιμερς. Εκ φύσεως αισιόδοξος ο Ρέιμερς έφερε το βάρος της προηγούμενης ζωής του: στο Σύδνεϋ, όπου είχε πάει πριν χρόνια αυτοεξόριστος από την παλιά Ρωσία, είχε σπίτι, σύζυγο και δύο κόρες, μα σκέφτηκε να επιστρέψει στην πατρίδα του και συμφώνησε με μία εταιρεία να γίνει αντιπρόσωπό της, να μετακομίσει στην Μόσχα, όπου τους είχαν υποσχεθεί πως θα του παραχωρούσαν ένα διαμέρισμα για να εγκατασταθεί με την σύζυγο και τις θυγατέρες του. Οι αρχές όμως δεν έδωσαν βίζες στα μέλη της οικογένειάς του, ενώ στον ίδιο επέτρεψαν να επιστρέψει από το Σύδνεϋ. Λυπόμασταν με τρυφερότητα τον Μπορίς…
Η Βέροτσκα πλήρωσε με τη ζωή της αυτή την λύπη: το 1935 εύκολα διαλύθηκε ο γάμος της και έτσι ο Μπορίς μετακόμισε στο σπίτι της. Στη συνέχεια, εμφανίστηκε ο γαλανομάτης Φέντια, θαρρείς και τον περίμεναν όλοι τους τη ζωή, ο οποίος έμοιαζε πολύ στον πατέρα και την μητέρα του συνάμα, γελαστός, χοντρούλης και έτσι του έδωσε το παρατσούκλι Πούντια. Ο Πούντια μεγάλωνε σαν λουλούδι στον κήπο των γονιών του και ήταν τόσο γλυκός που αναπάντεχα τον αγάπησε και ο συνήθως ψυχρός πρώην σύζυγος της Βέροτσκα, ο οποίος ζούσε σε ένα άλλο διαμέρισμα του ιδίου κτιρίου. Ο πρώην σύζυγος αγαπούσε τον Πούντια κι έπαιζε μαζί του, κάθε φορά που η μητέρα του τον πήγαινε αγκαλιά στην αυλή. Έτσι κυλούσε η ζωή αυτής της ασυνήθιστης οικογένειας και θα έλεγε κανείς πως θα συνεχιζόταν για πάντα, αν δεν ερχόταν η επαναστατική και αντεπαναστατική εποχή, όπου άρχισαν να συλλαμβάνουν ομαδικά και αδιάκριτα τους ανθρώπους. Μία τέτοια ανόητη στιγμή, άρπαξαν από την οικογένεια τον Μπορίς Ρέιμερς. Τον ανέκριναν για πολύ καιρό, ρωτώντας τον γιατί ήρθε από την Αυστραλία, από το Σύνδεϋ, πώς βρέθηκε εκεί. Ακολούθησαν τα ονόματα διαφόρων πόλεων, σαν μία σειρά μανιταριών και εκνευρίστηκε ο ανακριτής, ο οποίος ρωτούσε και ξαναρωτούσε τα ίδια πράγματα, απορρίπτοντας την εκδοχή του Μπορίς ότι ήταν αντιπρόσωπος μίας εταιρείας και ταξίδευε για υπηρεσιακούς λόγους. Ο ανακριτής στη συνέχεια είπε πως ο Μπορίς ήταν κατάσκοπος και με μία απλή υπογραφή τον άρπαξε από τη ζωή μας και χάθηκε χωρίς να αφήσει ίχνη. Λένε όμως πως πρέπει να τριτώσει το κακό. Έτσι η Βέροτσκα σχεδόν αμέσως έχασε κι εμένα, αφού με άρπαξαν το 1937.
Έμεινε ολομόναχη με τον Πούντια και την μητέρα της στο σπίτι της οδού Σβερσκόφ.
Πέρασαν χρόνια πολλά… πάρα πολλά που δεν είχαμε ειδωθεί. Κι αυτό γιατί εγώ 10 χρόνια έζησα στο σταλινικό στρατόπεδο της Άπω Ανατολής και αφού αποφυλακίστηκα, έζησα άλλον ενάμιση χρόνο στο σπίτι του γιού μου, όπου μ’ άρπαξαν ξανά και με έστειλαν εξορία στην Σιβηρία. Η εξορία μου τελείωσε ύστερα από επτά χρόνια. Ξαναβρέθηκα στο σπίτι του γιου μου κι εκεί (πώς έμαθε αλήθεια την διεύθυνσή μου;), έλαβα ένα γράμμα από τη Βέροτσκα Μολστανόφσκαγια. Το διάβασα κι αμέσως αναγνώρισα τον γραφικό της χαρακτήρα, τον ελεύθερο κι ανάλαφρο όπως κι η ίδια. Μου έγραφε κάποιους γαλλικούς στίχους που είχε διαβάσει κάπου και του θεώρησε ταιριαστούς για την περίπτωσή μας, για την χαρά που νιώθεις όταν ξαναβρίσκεις τον φίλο σου μετά από χρόνια χωρισμού. Χωρίς να το θέλω, δάκρυα ταραχής και συμπόνιας κύλησαν στο γράμμα.
Η οικογένειά της έζησε μεγάλη συμφορά. Ο Πούντια όταν έγινε έξι χρονών έπεσε στο πηγάδι και πνίγηκε, ο Βόντια σκοτώθηκε στον πόλεμο και η μητέρα της είχε πεθάνει… Η Μόσχα ήταν πια άδεια για την Βέροτσκα. Μία φορά συνάντησε έναν παλιό, καλόψυχο φίλο από την εποχή του Κιέβου, ο οποίος είχε χάσει την σύζυγό του, είχε μείνει χήρος με ένα γιο και μία κόρη. Η Βέροτσκα άρχισε να πηγαίνει στο σπίτι τους, πήρε στα χέρια της την οικογένεια, είναι φίλη με τον προγονό της, δεν μπορεί όμως να αποκτήσει με τίποτα καλές σχέσεις με την προγονή της. Απάντησα αμέσως στο γράμμα της Βέροτσκα που μου έφερε τόσο άσχημα νέα.
Κύλησαν τα χρόνια. Επισκέφτηκα στην Βέροτσκα και τον σύζυγό τους, στο εξοχικό που είχαν έξω από το Λένινγκραντ. Από μία παραξενιά της μοίρας, το όνομα του συζύγου της ήταν Μπορίς… Πέρασαν κι άλλο τα χρόνια, είμαστε πια γριές και οι δύο. Συναντηθήκαμε στο εστιατόριο Πεκίνο της Μόσχας και γιορτάζουμε τη συνάντησή μας, τρώμε αδιανόητα φαγητά, τσουγκρίζουμε το ένα ποτήρι μετά το άλλο και μας πλημμυρίζει η νιότη που ακόμη ζούσε μέσα στην καρδιά μας… Δεν έχω πει όμως πως όλα αυτά τα δέκα δύσκολα χρόνια που πέρασα η Βέροτσκα μου έστελνε, προσεκτικά, τακτικά βοήθεια, κάτι σαν σύνταξη.
Η ζωή προχωράει. Η Βέροτσκα δούλευε στο περιβόλι, καθώς άρχισε να ασχολείται στα γηρατειά της με την κηπουρική. Κάτω από τον ζεστό ήλιο, για να πετάξει τα χρόνια από πάνω της.
Η αρρώστια ήρθε ξαφνικά και η προγονή της φροντίζει να μπει η Βέροτσκα στην χειρουργική κλινική, υποπτευόμενη πως έχει όγκο. Έκανε όλες τις εξετάσεις, όγκο δεν είχε και η Βέροτσκα χαρούμενη τηλεφώνησε στον Μπορίς Πετρόβιτς πως σε λίγες ημέρες θα επιστρέψει σπίτι. Βγαίνοντας από τον θάλαμο όμως, όπου όλοι την αγαπούν, νιώθει ένα πόνο στην καρδιά. Η νοσοκόμα που κλήθηκε από τους άλλους ασθενείς, της έκανε μία ένεση! Ω, πόσο όμορφα ένιωσα, είπε η Βέροτσκα, μάλλον θα κοιμηθώ τώρα. Ξάπλωσε κι αποκοιμήθηκε. Δεν ξύπνησε ποτέ. Έτσι γλυκά την βρήκε ο θάνατος, στον ύπνο. Η νεκροψία έδειξε πως είχε δύο καρδιακά νοσήματα, τα οποία οι γιατροί δεν είχαν εντοπίσει. Έτσι, δεν επέστρεψε ποτέ στο σπίτι, στον Μπορίς Πετρόβιτς, ούτε στην φίλη της νιότης. Αυτά είναι όλα όσα έμαθα από το γράμμα και στην ερώτησή μου αν της έκανε θρησκευτική κηδεία, η απάντηση ήταν αρνητική, γιατί και οι δυο τους δεν ήταν θρησκευόμενοι. Της έκανα ένα μνημόσυνο και ό,τι μου έδωσαν στην εκκλησία ένα σακουλάκι με χώμα και λίγες προσευχές, το πήγα στο Βαγκάνκοβο και το έθαψα στον κήπο, δίπλα στο τάφο του πατέρα. Μόνο εδώ υπάρχουν και οι πιστοί και εκείνοι που δεν πιστεύουν. Εκεί, στο άλλο, είναι μόνο οι πιστοί…
Ήταν το 1966. Ήμουν 72 χρονών. Η Βέροτσκα ήταν πέντε χρόνια μεγαλύτερη μου. Εκείνο το φθινόπωρο πέθανε η μεγάλη μου αδελφή, η Λέρα, η Βαλέρια (τον Αύγουστο), μετά η Μαρούσια Μεστσέρσκαγια, η φίλη μου, στη συνέχεια, τον Οκτώβριο, η Βέροτσκα. Και τον Νοέμβριο, η δεύτερη σύζυγος του συζύγου μου, με την οποία ήμασταν φίλες. Πέθανε, κρατώντας το χέρι μου. Μετά την κηδεία ξύπνησα γιατί είδα στο όνειρό μου την Βέροτσκα.
Εξεπλάγην. Γιατί είδα στον ύπνο μου την Βέροτσκα, ενώ πενθούσα την Μαρούσα; Ήμουν κουρασμένη, δεν κατέγραψα το όνειρο, δεν είχα δυνάμεις! Ξανακοιμήθηκα και λίγο πριν ξημερώσει είδα το όνειρο με την Βέροτσκα. Στεκόταν μπροστά μου, ψηλή και ξανθιά, και παρόλο που ήξερα πως ήταν όνειρο, άρχισα να μιλάω μαζί της λες κι ήμουν ξύπνια. – Βέροτσκα, τώρα είσαι στον Άλλον κόσμο, πιστέψατε σε Αυτόν ή συνεχίζετε…. Εκείνη όμως με διέκοψε λέγοντας: Μα, φυσικά Άσια, αφού είμαι σε Αυτόν, γνωρίζω πως Αυτός υπάρχει… Κι άρχισε, όπως και στο πρώτο όνειρο, να με ευχαριστεί για κάτι κι εγώ σκεφτόμουν πώς είναι δυνατόν να με ευχαριστεί όταν επί δέκα ολόκληρα χρόνια με βοηθούσε, ενώ εγώ δεν την βοήθησα ποτέ. Η δίψα μου όμως να μάθει πως είναι στον Άλλον κόσμο με τρώει: – Βέροτσκα, της είπα, είστε τώρα τόσο μακριά που μάλλον δεν με αγαπάτε όπως παλιά. – Όχι, σας αγαπώ πολύ, Άσια… Κι εκείνη τη στιγμή μου λέει στα Αγγλικά: – I love you!… Άρχισα να της κάνω την μία ερώτηση μετά την άλλη και σκέφτομαι χαρούμενη: θα ξυπνήσω και θα γράψω όλες τις απαντήσεις της… Όταν την ρώτησα όλα όσα ήθελα και εκείνη μου απάντησε, ξύπνησα, θυμήθηκα όλες μου τις ερωτήσεις αλλά καμία απάντηση. Οι απαντήσεις έμειναν στο όνειρό μου, δεν βρήκαν τον δρόμο για τον ξύπνιο μου.
Ευτυχισμένη από την συναναστροφή που έζησα με την Βέροτσκα, θέλω να καταλάβω: γιατί εκείνη την νύχτα ήρθε δύο φορές στον ύπνο μου; Την νύχτα που αποκοιμήθηκε θρηνώντας την Μαρούσα… Άρχισα να μετράω και να ξαναμετράω: ήταν τα σαράντα της Βέροτσκα… Με ευχαρίστησε για το μόνο πράγμα που έκανα γι’ αυτή, για το μνημόσυνο… Πάει να πει πως Εκεί, στον Άλλο κόσμο τους χρειάζεται…”
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΙΔΗΣ/ liberal.gr