Η συγγραφέας Λίλλυ Σπαντιδάκη γράφει για το βιβλίο «Πανδημιολόγιον Homo Novus Epidemicus: κείμενα και σχέδια του Μετα-Ανθρώπου» του Θανάση Δρίτσα.
Η πανδημία άφησε ένα έντονο αποτύπωμα κοινωνικής αποστασιοποίησης από γεγονότα και εκδηλώσεις που στόχο είχαν να φέρουν ανθρώπους πιο κοντά, να τους ωθήσουν σε κοινές αναζητήσεις, προβληματισμούς. Η τέχνη, ο πολιτισμός, οι χώροι τους αλλά και το βιβλίο από μόνο του δέχτηκαν ένα σοβαρό πλήγμα και αναγκάστηκαν να επαναπροσδιορίσουν την επαφή τους με το κοινό μέσα από την ασφάλεια μιας οθόνης χωρίς ανθρώπινη παρουσία. Γενικά ο πολιτισμός αναζητά το σημείο επανεκκίνησης του για την επόμενη μέρα βγαίνοντας (;) από αυτή την σκοτεινή περίοδο.
Όμως μια περίοδος ζοφερή όπως αυτή του Covid-19 έχει και την φωτεινή της πλευρά, που άνθισε στη περίοδο της καραντίνας και χάρισε ιδέες, γέννησε τέχνη. Τρεις φίλοι ο Jose Guerrero,η Emma Calvο και η Irene Lorca, διαφημιστές στη Βαρκελώνη, είχαν μια διαφορετική ιδέα για να αποτυπώσουν καλλιτεχνικά την συγκεκριμένη περίοδο. Η ιδέα του Covid Art Museum γεννήθηκε τις πρώτες μέρες της καραντίνας στην Ισπανία. Οι τρεις τους πρόσεξαν ότι πολλοί φίλοι τους χρησιμοποίησαν την τέχνη ως απόδραση κατά τη διάρκεια του εγκλεισμού. Γρήγορα αντιλήφθηκαν ότι δεν λειτουργούσαν μόνο οι φίλοι τους με αυτόν τον τρόπο. Το διάστημα της καραντίνας η παραγωγή έργων τέχνης ήταν τεράστια. Ίσως στο δεδομένο χρόνο η απουσία του σημερινού έργου του Θανάση Δρίτσα από τη συλλογή του συγκεκριμένου χώρου να είναι εντελώς συγκυριακή.
Ο πολυπράγμων, διαισθητικός και πάντα με περίσσιο κριτικό νου Θανάσης Δρίτσας επανέρχεται στα συγγραφικά δρώμενα πατώντας αυτή τη φορά σε ένα δίπτυχο (λόγος-εικαστικά) της πολυδιάστατης καλλιτεχνικής του ανησυχίας αιχμαλωτίζοντας με ιδιαίτερο τρόπο, μέσα από το λόγο του και τα χρώματα του, ότι η Covid-19 δημιούργησε και χαρακτήρισε την καθημερινότητά μας. Τον Homo Novus Epidemicus. Ο συγγραφέας μοιράζεται με αμεσότητα τους προβληματισμούς και τις σκέψεις του σε μια λογικη κειμένου που μιλά απευθείας στον αναγνώστη. Τη ζωγραφιά του νέου ανθρώπου που γεννάται και που όμως δεν είναι ξεκάθαρη. Τα στοιχεία που θα τον διακρίνουν και θα προσδιορίσουν τα επιμέρους χαρακτηριστικά του είναι πολλά κυρίως όμως εξαρτώνται από τον καθένα χωριστά.
Αυτό που εντυπώνεται περισσότερο όμως από αυτήν την αφήγηση είναι η ερμηνεία του φόβου και πώς αυτός γίνεται εργαλείο χειραγώγησης και φυλάκισης μας σε ένα περιβάλλον ανασφάλειας και αγωνίας όπου το μοντέλο της καθημερινότητας ξανασχεδιάζεται. Αυτό που δεν συμμετείχε ως «προτεραιότητα» καθημερινής σκέψης και έγνοιας παίρνει πρωταγωνιστικό ρόλο και απειλεί όλες, μα όλες τις συνήθειες, μα περισσότερο την υπερπλασία του καταναλωτικού ευδαιμονισμού. Όπως ορθά θέτει ο συγγραφέας η μεγαλύτερη πανδημία-μεγαλύτερη και από τη νόσο Covid-19, είναι ο φόβος. Δυο χρόνια αργότερα ακριβώς από τα πρώτα νέα, το πρώτο κρούσμα, αν κάτι μπαίνει επιτακτικά είναι ο τρόπος διαχείρισης του φόβου στη καθημερινότητα μας. Ίσως αυτό είναι και το μεγαλύτερο διακύβευμα. Ποιο αξιακό περιβάλλον θα επιλέξει ο νέος μετά Covid άνθρωπος για να ιεραρχήσει συνήθειες, πρότυπα, έγνοιες. Ο συγγραφέας στο καθόλα ποιητικό κείμενό του δίνει σταδιακά πολλαπλά επίπεδα και βάθος γεμάτο προοπτική σε νοήματα συμβολισμούς και συνειρμούς. Τους δίνει τα χαρακτηριστικά που αποδίδει ο ζωγραφικός, έντονα προβολικός και ιδιαίτερα θεατρικός χώρος του πίνακα που χρησιμοποιεί για να δέσει το λόγο εικαστικά. Ο Θανάσης Δρίτσας γράφει στη ζωγραφική γλώσσα του Θανάση Δρίτσα, σκέφτεται, προσλαμβάνει και μεταφράζει στη γλώσσα της λογοτεχνίας κατακτώντας ποιητικές ποιότητες ανόθευτα χωρίς κανένα ξενόφερτο, ανένταχτο ή στεγνά μιμητικό στοιχείο καθώς όλα παίρνουν από μέσα από το φίλτρο της προσωπικής του αλήθειας. Ακόμα και η περιγραφή του Homo Novus Epidemicus γίνεται αδιαίρετο μέλος του ποιητικού και ζωγραφικού σώματος που παραθέτει ο συγγραφέας. Μόνο η παράλληλη ανάγνωση των δύο «κειμένων» του βιβλίου, εικαστικού και λογοτεχνικού, μπορεί να αποκαλύψει τη μοναδική, ιδιαίτερη συνεργασία του νου και των χεριών του μοναδικού Θανάση Δρίτσα.
Αυτό που γοητεύει στην ανάγνωση του βιβλίου του Θανάση Δριτσα είναι η συνύπαρξη δύο δημιουργών που αναπλάθουν καλλιτεχνικά τα κοινά εκφραστικά τους ζητούμενα με ξεχωριστούς όμως από τον καθένα τρόπους και μεθόδους. Με αυτούς που διαφορετική φύση των υλικών και των χώρων επιβάλλει. Δηλαδή η γλώσσα και η μυθοπλασία είναι το υλικό για τον λογοτέχνη με τόνο με το οποίο -στον δικό του φανταστικό χώρο- παρουσιάζει μια σειρά από γλαφυρές εικόνες γεγονότα ενώ ο εικαστικός θα ανατρέξει στη ρητορική της τέχνης του επιδιώκοντας την έκφραση της ιδέας του με αισθητικά χρώματα κατά τη λογική ότι εικαστικές τέχνες είναι τέχνες / αντικείμενα αφού ορίζουν το αντικείμενο τους στο πραγματικό χώρο ενώ η λογοτεχνία ανήκει στις τέχνες / κείμενα που συνθέτουν ένα χώρο μη αντικειμενικό (βλ. Γ. Λεοντάρης).
Ο αφηγηματικός τρόπος του Θανάση Δρίτσα μας πάει στην εποχή της διατύπωσης του Σιμωνίδη του Κείου όπως διασώθηκε από τον Πλούταρχο ότι η ζωγραφική είναι σιωπηλή ποίηση και η ποίηση ομιλούσα εικόνα (την μεν ζωγραφίαν ποίησιν σιωπώσαν προσαγορεύει, την δε ποίησιν ζωγραφίαν λαλούσαν).
Μέσα στο κείμενο του Θανάση Δρίτσα η τεχνολογία έχει καταλυτικό ρόλο στην κατεύθυνση που θα πάρει ο Homo Novus Epidemicus μέσα στα όρια της φιλοσοφικής θέσης που ορίζει ο Ιταλός λογοτέχνης και φιλόσοφος Nuccio Ordine. Σε όποιον τον ρωτούσε σε τι χρησιμεύει η φιλοσοφία, απαντούσε ότι «η φιλοσοφία δεν χρησιμεύει, διότι δεν κάνει εκδούλευση, διότι δεν είναι στην υπηρεσία κανενός, διότι είναι μία επιστήμη αυθύπαρκτη που διδάσκει το δρόμο προς την ελευθερία».
Ίσως να είναι αυτό που θέλει να διακηρύξει ο Θανάσης Δρίτσας: η ελευθερία απέναντι στο φόβο. Η απελευθέρωση από την πανδημία με τη δημιουργία ενός νέου καλύτερου ίσως ανθρώπου του Homo Novus Epidemicus, πιο κοντά στην ανάπτυξη του ανθρώπινου πνεύματος και στη συνέχιση της ανθρώπινης ιστορίας. Πιο μακριά από την εφήμερη ευδαιμονιστική θέση της απραξίας του νου και της σκέψης.
(*) Το βιβλίο του Θανάση Δρίτσα με τίτλο «Πανδημιολόγιον Homo Novus Epidemicus: κείμενα και σχέδια του Μετα-Ανθρώπου» κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Παπαζήση τον Νοέμβριο του 2021.
Η συγγραφέας λογοτεχνίας Λίλλυ Σπαντιδάκη τριγυρίζει τα τελευταία χρόνια στις παμπ και τα σινεμά του Δουβλίνου. Το «Entropy» είναι το τελευταίο της μυθιστόρημα, μετά τα «Χωρίς σκηνή» και «Ο Διάβολος τραγουδούσε τα μπλουζ».