Η Ελένη Γκίκα είναι από τους λίγους ανθρώπους στον χώρο του βιβλίου, η οποία έπειτα από πολλά χρόνια σε πολλά και διαφορετικά πόστα [κριτικός λογοτεχνίας, πεζογράφος, ποιήτρια, ιδρυτικό μέλος σε διάφορα λογοτεχνικά περιοδικά, κ.ά] διατηρεί άσβεστο τον ενθουσιασμό της είτε όταν διαβάζει αξιόλογους νέους συγγραφείς είτε όταν βρίσκεται μπροστά στη λευκή σελίδα του επόμενου βιβλίου της. Με αφορμή το νέο της αστυνομικό μυθιστόρημα «Ο τελευταίος Άλυπος» (εκδ. Αρμός) απάντησε στις ερωτήσεις μας.
Συνέντευξη στον Κώστα Αγοραστό
Κυρία Γκίκα, έχετε ασχοληθεί με το μυθιστόρημα, το διήγημα, την ποίηση, το παραμύθι, εκτός από τα δημοσιογραφικά/κριτικά σας κείμενα. «Ο τελευταίος Άλυπος» (εκδ. Αρμός) είναι ένα αστυνομικό μυθιστόρημα. Θέλατε να γράψετε εξ αρχής ένα αστυνομικό μυθιστόρημα ή προέκυψε από την πλοκή;
Ήθελα εξαρχής να γράψω ένα αστυνομικό μυθιστόρημα. Έχω πάθος με τα αστυνομικά μυθιστορήματα κι είναι το δεύτερο που υπογράφω αλλά επειδή Το Μπολερό δεν ήταν του Ραβέλ δεν είχε αστυνόμους, δεν το εξέλαβε κανείς ως αστυνομικό. Συνήθως στα δύσκολα καταφεύγω στα αστυνομικά. Το Μπολερό δεν ήταν του Ραβέλ γράφτηκε ύστερα από τον θάνατο του πατέρα μου, μόνο αυτό με παρηγορούσε, η ποίηση και οτιδήποτε πιο προσωπικό μού ήταν απίστευτα οδυνηρό. Ο τελευταίος Άλυπος ολοκληρώθηκε έπειτα από τον θάνατο της μαμάς μου. Αλλά και πριν, γραφόταν παράλληλα με τα τελευταία χρόνια της, για να τ’ αντέξω. Βυθιζόμουν σ’ αυτό το παράλληλο σύμπαν με τους ηττημένους μου ήρωες, παντελώς ηττημένη κι εγώ, και έτσι την έβγαλα καθαρή.
Και το παράδοξο είναι ότι κατά τη διαδικασία της γραφής του, με έπιασα και να χαμογελώ, ακόμα και να γελώ. Γεννήθηκε ο Μύρων Αγγέλου ο αστυνόμος μου και ένα ολόκληρο αστυνομικό τμήμα, μια ανύπαρκτη παραλιακή κωμόπολη, μια παρέα που λάτρεψα και πόνεσα, ένα αγριεμένο αγόρι που ωστόσο κατανοούσα, ένας άντρας παραδομένος στη μοίρα του ψηλά στο βουνό. Ήξερα την πλοκή, ήταν σαν κάποιος μέσα μου να μου υπαγόρευε ολόκληρο το μυθιστόρημα.
Συνοψίζοντας την ιστορία σας, ποιο θα λέγατε ότι είναι το κεντρικό θέμα του μυθιστορήματός σας;
Εκείνο το καταληκτικό «Σε μια στιγμή κανείς δεν χάθηκε / Αργά γλιστράς στη Συντριβή». Η αιώνια επανάληψη του βασικού μοτίβου ζωής. Το παρελθόν που επιστρέφει και ζητά τη δική του ανταμοιβή. Το ότι δεν υπάρχουν Μεσσίες τελικά στη ζωή. Κανέναν δεν σώζεις με τη βία. Η τρομοκρατία και η πατροκτονία. Ομόκεντροι κύκλοι που καταλήγουν στη μεταμέλεια και σε μια θυσία.
Ο τελευταίος Άλυπος ολοκληρώθηκε έπειτα από τον θάνατο της μαμάς μου. Αλλά και πριν, γραφόταν παράλληλα με τα τελευταία χρόνια της, για να τ’ αντέξω. Βυθιζόμουν σ’ αυτό το παράλληλο σύμπαν με τους ηττημένους μου ήρωες, παντελώς ηττημένη κι εγώ, και έτσι την έβγαλα καθαρή.
Συνήθως σε ένα αστυνομικό μυθιστόρημα τα σημεία ταύτισης του συγγραφέα με τους ήρωες του βιβλίου του ελαχιστοποιούνται, ενώ δίνεται προσοχή στην πλοκή, στις ανατροπές και στις αφηγηματικές μεθόδους που θα χρησιμοποιηθούν. Εσείς, για να γράψετε τον «Τελευταίο Άλυπο», αποτραβηχτήκατε από τα βιώματά σας και αν όχι, πώς τα εντάξατε στην ιστορία και τους χαρακτήρες σας;
Κάθε άλλο. Οι περισσότεροι ήρωές μου διαθέτουν τα κομματάκια μου. Και περισσότερο η Όλγα, η γυναίκα της βορινής κουζίνας. Έχει την ήττα μου στη ζωή. Αλλά και η Νόρα, τον τρόπο που ερωτεύομαι. Ο άντρας ψηλά στο βουνό τη μοναχικότητά μου, ο Μύρων Αγγέλου το πάθος μου για τα ιαπωνικά…
Το μυθιστόρημα διαρθρώνεται σε εννέα κεφάλαια και μέσα στο καθένα υπάρχουν υποκεφάλαια συχνά με πρωτοπρόσωπες αφηγήσεις. Η εναλλαγή των αφηγητών προσδίδει νεύρο στην εξέλιξη της ιστορίας, ενώ ταυτόχρονα οι διακειμενικές αναφορές και μια pulp αισθητική σε ποιητές, μουσικούς, ροκ είδωλα, σκηνοθέτες και κινηματογραφικές ταινίες απαιτούν την προσοχή μας, βάζοντας φρένο στην πλοκή. Είναι κάτι που συνέβη μελετημένα και αν ναι, απολαμβάνετε κι εσείς σαν αναγνώστρια αυτό το «παιχνίδι» όταν το βρίσκετε σε αντίστοιχα κείμενα της αστυνομικής λογοτεχνίας;
Μα δεν θα μπορούσα να αναφερθώ σ’ εκείνους τους σύνθετους ήρωες χωρίς τα ακούσματα και τα διαβάσματά τους, δίχως το παρελθόν τους και τις επιρροές. Και ναι αυτό το «παιχνίδι» και σαν αναγνώστρια το απολαμβάνω αφάνταστα. Στα αστυνομικά ποτέ δεν μου αρκεί μόνον η πλοκή. Θέλω και τα σκοτάδια του ήρωα, τα κίνητρα, τις επιρροές, τις ομίχλες του. Κι όσο για τη δομή, προτού ξεκινήσω με απασχολεί πολύ. Καθώς και οι φωνές του κάθε αφηγητή.
Στα αστυνομικά ποτέ δεν μου αρκεί μόνον η πλοκή. Θέλω και τα σκοτάδια του ήρωα, τα κίνητρα, τις επιρροές, τις ομίχλες του. Κι όσο για τη δομή, προτού ξεκινήσω με απασχολεί πολύ. Καθώς και οι φωνές του κάθε αφηγητή.
Ένα στοιχείο που δεν το συναντούμε συχνά στην πεζογραφία, πόσο μάλλον στη σύγχρονη αστυνομική λογοτεχνία, είναι το χιούμορ. Στο βιβλίο σας το βρίσκουμε «φυτρωμένο» σε πολλά σημεία. Άλλοτε ακαριαίο και μαύρο διάσπαρτα σε τίτλους, άλλοτε περιπαιχτικό και [αυτο]σαρκαστικό γύρω από τη σύγχρονη ελληνική λογοτεχνία, εμβόλιμο σε κρίσιμες στιγμές της πλοκής. Ποιο ρόλο παίζει το χιούμορ στον Τελευταίο Άλυπο και πώς αισθανθήκατε εσείς εντάσσοντας αυτές τις «χιουμοριστικές ανάσες» στη μεγάλη αφήγηση;
Γενικά μου ταιριάζει το ακαριαίο και μαύρο χιούμορ, ο αυτοσαρκασμός στη ζωή. Αλλά ειδικά στον Τελευταίο Άλυπο το είχα ανάγκη και ως αποτέλεσμα και γράφοντάς το. Δεν ήθελα να είναι μια τραγωδία, ήθελα να διασκεδάσω κι εγώ την ήττα μου και την πτώση μου στη ζωή. Έχω ανάγκη απ’ αυτές τις ανάσες, άλλωστε μονάχα σαν «παιχνίδι» ή σαν φάρσα μπορεί να δει κανείς τα οδυνηρά και αναπόδραστα της ζωής. Εξάλλου κάπως θα πρέπει και να τ’ αντέξει!
Παίρνοντας αφορμή και από το εξώφυλλο του βιβλίου [πλάνο από την τελευταία σκηνή της ταινίας «Ο τρίτος άνθρωπος»] ήθελα να σας ρωτήσω σε ποιο βαθμό ο κινηματογράφος [και ίσως τελευταία και οι σειρές] έχει επηρεάσει τον τρόπο γραφής σας; Προσπαθείτε να κρατάτε ισορροπίες ή αφήνεστε στο είδος και τις ανάγκες του εκάστοτε κειμένου;
Ο κινηματογράφος και μάλιστα ταινίες παλιές, ασπρόμαυρος, σκηνοθέτες όπως ο Ταρκόφσκι, ο Μπέργκμαν, ο Τρυφώ είναι από τις μεγάλες μου αγάπες. Αλλά δεν θα το έλεγα –πέρα από τη νουάρ ατμόσφαιρα– πως είναι από τις μεγάλες μου επιρροές. Οι λέξεις, η ποίηση, η λογοτεχνία γεννούν εικόνες έτσι ή αλλιώς.
Στα αγαπημένα βιβλία μου εννοείται ότι ξαναγυρνώ. Είναι πια ρίζες μου και μεγαλώνοντας τα διαβάζουμε αλλιώς.
Σαν αναγνώστρια επιστρέφετε σε παλαιότερα αγαπημένα σας βιβλία για να αποφορτιστείτε ή ψάχνετε διαρκώς το επόμενο σπουδαίο μυθιστόρημα / την επόμενη σπουδαία ποιητική συλλογή;
Είμαι μανιώδης αναγνώστρια. Απολαμβάνω ό,τι καινούργιο και προσπαθώ – όσο γίνεται να κρατήσω την αναγνωστική αθωότητα, στα αγαπημένα βιβλία μου εννοείται ότι ξαναγυρνώ. Είναι πια ρίζες μου και μεγαλώνοντας τα διαβάζουμε αλλιώς.
Κυρία Γκίκα Ο τελευταίος Άλυπος (εκδ. Αρμός) είναι το 18ο μυθιστόρημά σας και συνολικά το 42ο βιβλίο σας. Κάνοντας έναν μικρό απολογισμό, τι ξεχωρίζετε [βιβλία, τόπους, ανθρώπους, συνεργασίες] από τη συστηματική ενασχόλησή σας με τις λέξεις;
Ας αρχίσουμε από αυτό εδώ. Ο τελευταίος Άλυπος βγήκε χωρίς βιασύνη και με μεγάλη φροντίδα και αγάπη από τον Αρμό. Ο κύριος Χατζηιακώβου υπήρξε μαζί μου αφάνταστα γενναιόδωρος, όσον αφορά το κείμενο, το εξώφυλλο, τις προτάσεις, τον τίτλο, και καθ’ όλα συγγενικός. Δεν χρειάζεται να συναντιόμαστε καν, επικοινωνούμε με τη σκέψη μας σαν τον «Παράξενο Τζων» του Στάμπλετον.
Όσο για τα βιβλία μου, όλα τα αγαπώ. Και ειδικά τα δύο αστυνομικά. Έχω ανάγκη όλη αυτή την απόσταση που χαρίζουν και φυσικά την παρηγοριά.
Αλλά και γενικότερα, εκδοτικά έχω υπάρξει αρκετά τυχερή. Στην Άγκυρα η Αναστασία Παπαδημητρίου είναι κολλητή μου και κουμπάρα μου, στους Καλέντηδες και ειδικά στον Αλέξανδρο που είναι γιατρός, χρωστώ τα ποιοτικά τελευταία χρόνια της ζωής της μαμάς μου, ο Πέτρος Μιχάλης των ΑΩ είναι σχεδόν ο μικρός μου αδελφός. Για τον Στρατή Φιλιππότη ό,τι κι αν πούμε θα είναι λίγο. Ξεκίνησα, πήρα φόρα απ’ αυτόν. Ε, εντάξει δεν μπορούμε να απαιτήσουμε να ήταν και όλα ρόδινα. Ενδεχομένως να είμαι αρκετά συναισθηματική κι εγώ. Όσο για τα βιβλία μου, όλα τα αγαπώ. Και ειδικά τα δύο αστυνομικά. Έχω ανάγκη όλη αυτή την απόσταση που χαρίζουν και φυσικά την παρηγοριά.
Με συγκίνηση, εννοείται, θυμάμαι και όλα μου τα παιδικά. Ειδικά με Το μυστικό της τσαγιέρας χόρτασα παιχνίδια με τα παιδιά και αγκαλιά. Είναι παυσίλυπον το παιδικό.