Γιατί ο Μίλαν Κούντερα ζει απομονωμένος στο Παρίσι;
Ο Μίλαν Κούντερα αρέσκεται να επικαλείται τον Αύγουστο Φλομπέρ, ο οποίος είχε πει (μεταξύ πολλών άλλων) πως «ο καλλιτέχνης πρέπει να διαμορφώνει τον εαυτό του με τέτοιο τρόπο ώστε να κάνει τους μεταγενέστερους να πιστεύουν ότι δεν έζησε». Επί περίπου 40 χρόνια, ο τσέχος όσο και γάλλος συγγραφέας είναι ένας «εκούσιος εξαφανισθείς», όπως έγραψε η Αριάν Σεμάν, δημοσιογράφος της Le Monde και συγγραφέας πολλών βιβλίων, μεταξύ των οποίων και προσεγμένες και τεκμηριωμένες μελέτες για τους Μισέλ Ουελμπέκ, Ρομάν Γκαρί και Ζαν ντ’Ορμεσόν.
Στο βιβλίο της «À la recherche de Milan Kundera» ταξιδεύει από την Πράγα στη Ρεν και από την Κορσική στο Μπελ-Ιλ-αν-Μερ, πέφτοντας πάνω σε εκδότες και κινηματογραφιστές, δολοφονημένους συνθέτες και πιανίστες, παλιούς αντιφρονούντες και μετανοημένους κατασκόπους, για να ανασυνθέσει την «εξαφάνιση» του Μίλαν Κούντερα, η οποία άρχισε να λαμβάνει χώρα το 1984, στο πλαίσιο της τεράστιας επιτυχίας της «Αβάσταχτης ελαφρότητας του είναι», που κυκλοφόρησε εκείνη τη χρονιά, πρώτα στα γαλλικά (ενώ είχε γραφτεί στα τσεχικά).
Διανύοντας το 94 έτος της ζωής του, ο Κούντερα εξακολουθεί να ζει στο Παρίσι, την πόλη όπου επέλεξε να εγκατασταθεί μετά τη φυγή του από την Πράγα, και συναναστρέφεται με ελάχιστους έμπιστους φίλους του, διατηρώντας την υπόσχεσή του να μην εμφανίζεται πλέον δημοσίως. «Ενώ οι μεθυστικοί χαρακτήρες του παραμένουν χαραγμένοι στη μνήμη, εκείνος έχει καταστεί ένας συγγραφέας-φάντασμα» ανέφερε η Αριάν Σεμάν συνομιλώντας με την Αναΐς Τζινόρι, ανταποκρίτρια της La Repubblica στο Παρίσι, με αφορμή τη μετάφραση του βιβλίου της για τον εξαφανισθέντα εδώ και δεκαετίες Κούντερα στα ιταλικά.
Η γαλλίδα συγγραφέας ανέφερε πως το βιβλίο της ξεκίνησε αρχικά ως μια έρευνα για την εφημερίδα της. «Μια μέρα, όχι πριν από πολύ καιρό, διασταυρώθηκα με τον Μίλαν Κούντερα σε έναν παριζιάνικο δρόμο. Κρεμόταν από το χέρι της γυναίκας του, ένα ζευγάρι αλυσοδεμένο στην ίδια μοίρα. Εμεινα έκπληκτη: “Η αβάσταχτη ελαφρότητα του είναι” είναι ένα από τα αγαπημένα βιβλία της νιότης μου, αλλά νόμιζα ότι ο συγγραφέας του είχε φύγει προ πολλού.
Ο Κούντερα γεννήθηκε το 1929. Ολη η τραγωδία της Κεντρικής Ευρώπης είναι αποτυπωμένη στη ζωή του: η ναζιστική εισβολή, ο πόλεμος, η είσοδος των σοβιετικών στρατευμάτων και το πραξικόπημα στην Πράγα το 1948, η Aνοιξη της Πράγας… Hθελα να προτείνω στη Le Monde να ανατρέξω στη ζωή αυτού του μάρτυρα ενός ταραχώδους αιώνα» ανέφερε σχετικά η Αριάν Σεμάν, προσθέτοντας πως σε αυτή, την τελευταία φάση της ζωής του, «ο Κούντερα δεν ξέρει πια πού ακριβώς μένει ή ποιος είναι. Μιλάει τσεχικά, ενώ πριν μιλούσε γαλλικά». Ερωτηθείσα πόσο δύσκολες είναι οι δημοσιογραφικές έρευνες με αντικείμενο διάσημους συγγραφείς, εξήγησε πως ειδικά στους γάλλους κριτικούς λογοτεχνίας δεν αρέσει οι δημοσιογράφοι να ενδιαφέρονται ιδιαίτερα για τους μυθιστοριογράφους. «Ο συγγραφέας τοποθετείται σε ένα βάθρο. Μόνο το έργο του μετράει.
Η ακραία ιδεολογία του Ουελμπέκ είναι εδώ και πολύ καιρό καλά φυλαγμένο “εμπορικό μυστικό” από τους εκδότες, τους φίλους και τους πράκτορές του. Οσον αφορά τον Κούντερα, έναν από τους πιο πολυδιαβασμένους γάλλους συγγραφείς –14 μυθιστορήματα μεταφρασμένα σε 44 γλώσσες–, είναι σαν να άρχισε η ζωή του το 1968, με τη δημοσίευση του “Αστείου”, ή, κυρίως, με την άφιξή του στη Γαλλία το 1975: σαν να μην είχαν σημασία τα πρώτα 46 του χρόνια» είπε.
Τον Μίλαν Κούντερα δεν κατάφερε να τον συναντήσει, αλλά γνώρισε τη Βίρα, τη σύζυγό του, ένα από τα κεντρικά πρόσωπα του βιβλίου της. «Η Βίρα προστατεύει τον σύζυγό της από τους αδιάκριτους, από τον έξω κόσμο. Είναι πρώην δημοσιογράφος, ως εκ τούτου ξέρει πώς να το κάνει αυτό πολύ καλά. Οταν της ζήτησα να πιούμε έναν καφέ για να της εξηγήσω το σχέδιό μου, άρχισε ένα περίεργο παιχνίδι. Τη μια μέρα ήταν θυμωμένη, την άλλη διασκεδαστική. Ελαβα μηνύματα γεμάτα emoticons, τα οποία συμπεριέλαβα στο βιβλίο.
»Πριν καταστεί το άτομο που τώρα παρακολουθεί 24 ώρες την ημέρα τα μοναχικά γηρατειά του συζύγου της, επειδή ο Κούντερα δεν φεύγει πια από το σπίτι, ήταν η σεναριογράφος του, η ατζέντισσά του και, κυρίως, η πηγή έμπνευσης για όλα αυτά τα βιβλία που εξετάζουν την αγάπη, την επιθυμία και τη ζήλια. Μου αρέσει η σκηνή όπου ο Κούντερα βρίσκεται στο Μπελ-Ιλ-αν-Μερ και συλλαμβάνει “Το Βιβλίο του Γέλιου και της Λήθης” φωναχτά, φορώντας μαγιό, σε εξωτερικό χώρο, ενώ η Βίρα, πίνοντας ένα ποτήρι λευκό κρασί, πληκτρολογεί το κείμενο. Κάποια βιβλία είναι μια παρτίδα πινγκ-πονγκ ανάμεσα σε αυτόν και εκείνη, είμαι σίγουρη». Εξετάζοντας τον φάκελο της πολιτικής αστυνομίας της Πράγας για τον νεαρό Κούντερα, η δημοσιογράφος της Le Monde παραδέχτηκε: «Βυθίστηκα σε αυτούς τους τεράστιους φακέλους ελαφρώς ηδονοβλεπτικά. Eίναι πολύ διδακτικό αλλά και ενοχλητικό να διαβάζεις χιλιάδες σελίδες που ανιχνεύουν τις ζωές άλλων ανθρώπων: τις ώρες που εισέρχεται και εξέρχεται από το διαμέρισμα, το όνομα του σκύλου του, το χρώμα του αυτοκινήτου, μαζί με πολλά λάθη.
(Πρόκειται για τη) γραφειοκρατική κουλτούρα του άχρηστου. »Ενα πράγμα έμαθα πάνω από όλα: οι Αρχές ήθελαν πραγματικά να φύγει ο Κούντερα από τη χώρα. Ο Κούντερα δεν ήταν ένας ρεφουζνίκ (άτομα που στερούνταν συγκεκριμένων δικαιωμάτων, κυρίως του δικαιώματος να μεταναστεύουν στο εξωτερικό), δεν ήταν ο Βάτσλαβ Χάβελ, ο μελλοντικός πρόεδρος, ο άνθρωπος που αντιστάθηκε εκ των έσω, και με τον οποίο δεν τα πήγαινε πολύ καλά» σημείωσε.
Σχετικά με τον ισχυρισμό ότι το 1950 ο Μίλαν Κούντερα κατέδωσε στις Αρχές της πατρίδας του έναν Δυτικό πράκτορα, όπως ανέφερε το 2008 το τσεχικό πολιτικό περιοδικό Respekt, δημοσιεύοντας μάλιστα σχετική έκθεση της αστυνομίας, η Αριάν Σεμάν είπε πως «είναι μια μπερδεμένη υπόθεση, που απορρίφθηκε αμέσως στη Γαλλία μέσα από άρθρα γάλλων διανοουμένων και συγγραφέων, ανέκαθεν συσπειρωμένων γύρω από τον Κούντερα: ο Αλεν Φινκελκρότ, ο Μπερνάρ-Ανρί Λεβί, η Γιασμίνα Ρεζά.
Ο Κούντερα είναι πολύ πιο δημοφιλής στη χώρα εξορίας του από όσο στην πατρίδα του, όπου ήταν μέλος του Κομμουνιστικού Κόμματος μέχρι το 1970». Οσον αφορά τους βαθύτερους λόγους αυτής της «εκούσιας εξαφάνισης» του Μίλαν Κούντερα, σημείωσε πως «και άλλοι συγγραφείς επέλεξαν να εξαφανιστούν όπως ο Κούντερα. Αλλά εκείνος έσβησε το παρελθόν του, σαν να φοβόταν μην τυχόν το ψάξουν. Υπό αυτή την έννοια παρέμεινε ένας άνθρωπος του κομμουνιστικού συστήματος ο οποίος, έχοντας αναγκαστεί να αποκρύψει μυστικά, είναι καχύποπτος σε όλη του τη ζωή. Φοβάται την επιταγή της απόλυτης διαφάνειας γιατί ξέρει ότι είναι ο καλύτερος σύμμαχος του ολοκληρωτισμού».
Πηγή: Protagon.gr