Unrest: Μια ανατρεπτική ιστορία αγάπης και αναρχίας σε ελβετική πόλη του 19ου αιώνα
Η παρακολούθηση και η μέτρηση των εργατών του εργοστασίου σε μια ορεινή πόλη ωρολογοποιίας στα τέλη του 19ου αιώνα στην Ελβετία είναι το κεντρικό θέμα της δεύτερης μεγάλου μήκους ταινίας του Ελβετού σκηνοθέτη Cyril Schäublin, Unrest.
Ένας εξαιρετικά ιδιαίτερος και παιγνιώδης διαλογισμός της αναρχίας και της ωρολογοποιίας σε μία ελβετική πόλη του 19ου αιώνα, φημισμένη για τα ρολόγια της, με επίκεντρο την καίρια, επείγουσα συνάντηση μεταξύ ενός Ρώσου ταξιδιώτη – του γνωστού Πιότρ Κροπότκιν – και μίας σουφραζέτας που ηγείται του κινήματος των γυναικών που εργάζονται σε ένα τοπικό εργοστάσιο. Δανειζόμενη τον τίτλο από την τεχνική ορολογία (ένας βασικός μηχανισμός στο εσωτερικό των ρολογιών χειρός που εξασφαλίζει την ανακίνησή τους), η μοναδική αυτή ιστορία αγάπης και αναρχίας ανατρέχει στις ρίζες του σύγχρονου καπιταλισμού και μας θυμίζει όχι μόνο τη χρήση νέων τεχνολογιών με σκοπό τον έλεγχο παραμικρών κινήσεων και αχανών συναισθημάτων, αλλά και τη δυνατότητα του ανθρώπου να αποσυμπιέσει τους μηχανισμούς καταπίεσης, που λειτουργούν με την ίδια συνέπεια και αυστηρότητα που λειτουργεί ένα ρολόι.
Αυτή η απολαυστικά ανατρεπτική μικρή ταινία, που έκανε πρεμιέρα στην περσινή Μπερλινάλε, όπου ο Schäublin κέρδισε το βραβείο καλύτερης σκηνοθεσίας, και προβλήθηκε στο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου του Τορόντο και στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Νέας Υόρκης, είναι φαινομενικά ένα στιγμιότυπο της καθημερινής ζωής του χωριού, αλλά προκαλεί τον στοχασμό για την ίδια τη φύση του δομημένου χρόνου και του αδίστακτου καπιταλισμού και για το πώς τα δύο αυτά δουλεύουν μαζί για να δημιουργήσουν μυθοπλασίες που τυραννούν τις ζωές μας.
Μην ξεγελιέστε από τις σιγανές φωνές, τη διαλογιστική ηρεμία και την αταλάντευτη ευγένεια της ταινίας- όπως υποδηλώνει και ο τίτλος, κάτι συμβαίνει σε αυτό το ποιμενικό σκηνικό. Η περιοχή ήταν το επίκεντρο του αναπτυσσόμενου διεθνούς αναρχικού κινήματος στα τέλη της δεκαετίας του 1800, όταν η ελβετική ωρολογοποιία ήταν ήδη ένα παγκόσμιο μεγαθήριο.
Απειλή για αυτή την αμείλικτη επιδίωξη της αποτελεσματικότητας αποτελεί ένα αναρχικό συναίσθημα που κυοφορείται ανάμεσα στους εργάτες του εργοστασίου. Κάποιοι διαμαρτύρονται αρνούμενοι να πληρώσουν φόρους- άλλοι συγκεντρώνουν χρήματα για τους απεργούς αδελφούς τους στο εξωτερικό. Ωστόσο, η αστυνομία και τα ανώτερα στελέχη του εργοστασίου είναι απασχολημένα με τη φωτογράφηση της πόλης για τον κατάλογο ρολογιών της εταιρείας, φροντίζοντας να μην χαλάσει κανένας εργάτης τις εικόνες. Αυτές οι μορφές εξουσίας είναι ευγενικές, ακίνδυνες, ακόμη και … χοντροκομμένες – δεν υπάρχει εδώ κανένας ταξικός πόλεμος.
Βλέπουμε πώς η εφεύρεση του ρολογιού χειρός και του χρονόμετρου άλλαξε για πάντα την έννοια της εργασίας, επιβάλλοντας όχι μόνο ένα σταθερό πρόγραμμα αλλά και τη συνακόλουθη αυστηρή χρονική πειθαρχία. Η αναταραχή τυχαίνει να είναι το όνομα του τροχού ισορροπίας στο εσωτερικό του ρολογιού, μέρος του μηχανισμού που κάνει ένα ρολόι να χτυπάει, και οι εργάτες του εργοστασίου (κυρίως γυναίκες) που κάνουν αυτή τη δουλειά χρονομετρούνται για το πόσο γρήγορα μπορούν να συναρμολογήσουν τις ευαίσθητες μηχανές. Η διοίκηση προσπαθεί ασταμάτητα για τη βελτιστοποίηση των εργαζομένων, καθορίζοντας τις ιδανικές διαδρομές για τις μετακινήσεις εντός του εργοστασιακού συγκροτήματος.
Πέρα από το εργοστάσιο, η ίδια η πόλη διέπεται από τη δημοτική ώρα, την τοπική ώρα, την ώρα του εργοστασίου και την ώρα της εκκλησίας, που απέχουν μεταξύ τους μόλις λίγα λεπτά. Η δυσλειτουργία του νέου τηλέγραφου που τους συνδέει με τον έξω κόσμο -με τον οποίο ρυθμίζεται τουλάχιστον μία από αυτές τις τέσσερις ώρες- πυροδοτεί μια μίνι κρίση της χρονομέτρησης. Όταν ο διευθυντής του εργοστασίου προτείνει απροειδοποίητα τη χρήση της εργοστασιακής ώρας, ένας κάτοικος της πόλης ειρωνεύεται: “Ρυθμίζοντας τα ρολόγια σύμφωνα με την εργοστασιακή ώρα; Έχεις τρελαθεί τελείως”.
Ένα ζευγάρι που κατευθύνεται σε μια γειτονική πόλη καλείται να κρατάει ένα χρονόμετρο ενώ κάνει μια συγκεκριμένη διαδρομή, σημειώνοντας την ταχύτητα και τον χρόνο που περπατάει, στο πλαίσιο ενός προγράμματος για τον προσδιορισμό των ταχύτερων διαδρομών για πεζούς. Για τον κόπο τους -και αν επιστρέψουν το ρολόι σε άψογη κατάσταση- θα πληρωθούν με ένα πολύ μικρό ποσό. Ακόμα και οι στιγμές εκτός ρολογιού εξακολουθούν να είναι κατά κάποιο τρόπο στο ρολόι.
Μια οπτική ανακούφιση από το πυκνό θάμνο ιδεών και μεταφορών και την έκθεση πολιτικών ιδεολογιών προσφέρει το παράταιρο καδράρισμα των πλάνων, σχεδόν σαν από λάθος – μερικές φορές οι ομιλητές βρίσκονται μακριά από την κάμερα, ανάμεσα σε κτίρια- σε μια σκηνή ένας κορμός δέντρου δεσπόζει στο νεκρό κέντρο της οθόνης. Η κάμερα μπορεί να κρατάει κατά καιρούς αποστάσεις, αλλά ο Schäublin δεν το κάνει – κατάγεται από μια μακρά σειρά γυναικών ωρολογοποιών, των οποίων την εργασία προσπάθησε να αναδείξει.
To Unrest πλαισιώνεται κυρίως από μη ηθοποιούς που αποφεύγουν τις δραματικές χειρονομίες- αποκαλύπτεται αργά και μέσω διαλόγων (στα ελβετικά γερμανικά, ρωσικά και γαλλικά). Αλλά παρ’ όλη την ησυχία της, η ταινία είναι καθηλωτική, πλημμυρισμένη από μεθυστικές απηχήσεις με το σήμερα, με μια δόση παραλογισμού και πυκνά τρόμου που θυμίζει Γιώργο Λάνθιμο (χωρίς τη βία, συναισθηματική ή άλλη).
Οι παραλληλισμοί υπογραμμίζουν πόσο επαναστατική θα ήταν -θα μπορούσε να είναι- μια παρόμοια ανατροπή στην αντίληψή μας για τον χρόνο και την εργασία, σε μια εποχή που οι νέες τεχνολογίες αναδιαμορφώνουν και αναδιαρθρώνουν τον τρόπο με τον οποίο οργανώνουμε τον χρόνο μας σε αυτή τη γη. Όπως το έθεσε ο ίδιος ο σκηνοθέτης, “Κάθε ιστορική ταινία πιθανώς μας λέει περισσότερα για το παρόν παρά για το παρελθόν”. Μια κάτοικος της πόλης λαμβάνει ως δώρο ένα ξυπνητήρι, μια ακόμη πρόσφατη κατασκευή, αλλά δεν το θεωρεί απαραίτητο – ήδη ξυπνάει την ίδια ώρα κάθε μέρα χωρίς βοήθεια.
Τελικά, η ταινία θέτει πολλά ερωτήματα σχετικά με την αξία: του χρόνου, των χρημάτων, των ρολογιών, των φωτογραφιών, των προσωπικών σχέσεων, της ίδιας της ζωής και της ζωής του γείτονα. Πώς ζούσαμε πριν όλοι μετράμε τις μέρες μας με τον ίδιο τρόπο, πριν τα ξυπνητήρια μας ξυπνήσουν από την ανάπαυση, πριν η δουλειά και οι πανίσχυρες κινήσεις του ρολογιού κρατήσουν κάθε στιγμή σε μια λαβίδα; Το Unrest αποκαλύπτει τις αυθαίρετες και συχνά παράλογες επιταγές που διέπουν την καθημερινή ζωή -και μας θυμίζει εκείνους που συνεχίζουν να αγωνίζονται, κρυφά ή βίαια, για έναν διαφορετικό τρόπο.
Το Unrest παίζεται τώρα στο Film at Lincoln Center στη Νέα Υόρκη και κάνει πρεμιέρα στις 19 Μαΐου στο Laemmle Monica Film Center στο Λος Άντζελες.