59
Εν αταξίαις εύτακτοι όντες
1.Η γυναίκα στη βορινή κουζίνα
Ποτέ του δεν ησυχάζει κανείς. Εκείνο που υπήρξε, για πάντα θα τον ακολουθεί.
«Σύντομες ανακοινώσεις, φόβος κι απορία,
Πράσινο, πορτοκαλί, φύλλο πορείας.
Εμβατήρια όλη μέρα και την επομένη,
κι εγώ σου ‘λεγα “φοβάμαι, Ελένη”,
εμβατήρια όλη μέρα και την επομένη,
κι όλο σου ‘λεγα “φοβάμαι, Ελένη”»
Τώρα τούτο που το θυμήθηκα; Η φωνή του Μητσιά έξω στον κήπο από τις Μαρτυρίες του Μούτση 47 χρόνια μετά…
Να τ’ αφήσω όλα θέλησα. Πουλημένους συναδέλφους, νέα κατάσταση, νεαρούς αριβίστες που τα δίνουνε όλα πια για μια κατασκευασμένη πρωτιά και η είδηση με τις χίλιες δυο όψεις. Χειρότερα από τότε. Γιατί τώρα μπερδεύτηκαν τα πρόσωπα. Ανακατεύτηκε η τράπουλα. Ποιος είναι ο επαναστάτης και ποιος ο χαφιές. Οι παλιοί σύντροφοι που αποδείχτηκαν τα χειρότερα αφεντικά.
Και τώρα, εδώ στο τελευταίο εναπομείναν λιμανάκι μου, στο παιδικό μου παράδεισο, τα σκοτωμένα παιδιά.
Ξαφνικά, εμείς οι αόρατοι στη Πούντα Ζέζα, βρεθήκαμε στο προσκήνιο για σκοτωμένα παιδιά.
«Τραίνα επιτεταγμένα στον σταθμό Λαρίσης.
Πού να τρέξεις, ποιον να βρεις, ποιον να ρωτήσεις;
Μια πεντάρα η ζωή μας στην άκρη πεταμένη
κι εγώ σου ‘λεγα “φοβάμαι, Ελένη”,
μια πεντάρα η ζωή μας στην άκρη πεταμένη
κι όλο σου ‘λεγα “φοβάμαι, Ελένη”.
Μικρό κοριτσάκι ήμουνα τότε στην επιστράτευση και δαγκωμένη από σκύλο αδέσποτο την παραμονή της Αγίας Μαρίνας. Γεμάτη αμφιβολίες, με φλόγα να σώσω τον κόσμο, να καώ για να σωθώ και με την επίγνωση πως άργησα λίγο να γεννηθώ, στην άλλη ζωή Λούξεμπουργκ, εδώ η επανάσταση ξεκίνησε χωρίς εμένα και θέλω δεν θέλω και πάλι στην κόψη βρέθηκα, «Η προδομένη επανάσταση» που είχα αποστηθίσει στις πρώτες τάξεις του γυμνασίου το έλεγε καθαρά.
Τι πάω και θυμάμαι…
Για να ξεχάσω ήρθα. Και ξαφνικά όλα τα βρήκα εδώ.
«Επιστράτευση μας λένε, βγάλαμε φιρμάνι.
Ποιος θα πάει, ποιος θα ‘ρθεί, ποιος θα πεθάνει;
Άλλη μια διαταγή δεν ξέρεις τι συμβαίνει
κι εγώ σου ‘λεγα “φοβάμαι, Ελένη”,
άλλη μια διαταγή δεν ξέρεις τι συμβαίνει
κι όλο σου ‘λεγα “φοβάμαι, Ελένη”.
Και ξαφνικά τους βρήκα όλους εδώ.
Ναι, επιστράτευση. Κανονική επιστράτευση φαντασμάτων. Ακόμα και η Νόρα γύρισε στη Casa Nostra που τη στοιχειώνει, μου το είπε η Νανά που το ‘μαθε από τον Μάνθο τον αστυνόμο όταν κατέβηκα για να βρω γκραβούρες, αντικάδικο στο χωριό που μεγαλοπιάστηκε πια και μισεί τις ρίζες του, που απεχθάνεται ό,τι παλιό. Υιοθετώντας το νέο του φέικ και επιμελημένο πρόσωπο, αν γινόταν θα ήθελε να είναι χωρίς παρελθόν, όπως όλοι εξάλλου όσοι ανέλαβαν, σε όλα τα πόστα, ακόμα και στη δική μας δουλειά, ξαφνικά απεχθάνονται εκείνους με παρελθόν, σα να τους εμποδίζει η ιστορία να κάνουν την δική τους εικονική επανάσταση, το έβλεπα στην εφημερίδα όλο αυτό το αλλόκοτο, καθημερινά. Ο χθεσινός υλατζής που υποστήριξες κάποτε αλλά και τώρα με όλη σου την ψυχή ως τωρινός σου διευθυντής να σε προτιμά συνταξιούχα ή έστω νεκρή. Σα να τον ακυρώνει η ιστορία σου, εκείνο που υπήρξες σα να τον εμποδίζει να υπάρξει εκείνο που θέλει να δείχνει, σαφώς θα προτιμούσε υφισταμένους που θα του είναι ευγνώμονες, νεαρά παιδιά που θα λάμψουν επειδή αυτός θα τους το επιτρέψει, κοριτσάκια νεαρά που θα τον λατρέψουν, θα μπορεί άνετα και αβίαστα να προσποιηθεί.
Το πρώτο βήμα, βεβαίως, για όλην αυτή την αποδόμηση, είναι το να σε κάνουν να νοιώσεις ξεπερασμένη, πια ξοφλημένη, γραφική. Για να μη σ’ έχουν απέναντι και να θυμάσαι το παρελθόν σας, το πού ήταν εκείνοι όταν εσύ…
«Πλοίο επιτεταγμένο θα ‘ρθει να μας πάρει,
Στο κατάστρωμα πολίτες, ναύτες και φαντάροι.
Μια πεντάρα η ζωή μας στην άκρη πεταμένη
κι εγώ σου ‘λεγα “φοβάμαι, Ελένη”,
μια πεντάρα η ζωή μας στην άκρη πεταμένη
κι όλο σου ‘λεγα “φοβάμαι, Ελένη”».
Τόσα χρόνια παρατημένα μού λες πως αντέχουν όλα αυτά τα φυτά; Πότε θέριεψαν και πλημμύρισαν τη ξερολιθιά; Δεν άφησαν τοίχο για τοίχο, τα αναρριχώμενα παντού, στους κορμούς των πεύκων, στο κυπαρίσσι, στα κάγκελα της κουζίνας, έχουν σκαρφαλώσει ως πάνω στη στέγη, ανατολικά και βορινά. Στο ανθοκήπιο αγόρασα μόνο βασιλικά. Εξάλλου το καλωσόρισες σχεδόν όλοι μου του είπαν με γλάστρες και φυτά σ’ αυτή τη γειτονιά. Μια ευλογημένη γειτονιά που λες κι ο χρόνος σταμάτησε, μόνο εδώ μπορώ να είμαι το παιδί και η έφηβη που υπήρξα, υπάρχουν άνθρωποι που με γνώρισαν κάποτε έτσι, το βλέπω στο βλέμμα τους, το εισπράττω πώς ξαναγίνομαι μέσα στα μάτια τους εκείνο-το-κορίτσι-με-το-λουλουδάτο-αμπίρ που υπήρξα, αφού ξανάρχισα χωρίς να το καταλάβω να φορώ πια αμπίρ. Και τώρα που είπα αμπίρ. Να θυμηθώ να περάσω για υφάσματα όταν ξανακατέβω στο Κέντρο, έχει πανάρχαια στοκ ο Υφαντής. «Είναι ο μόνος που έχει ακόμα ταφτά και βελούδα, ξεθυμασμένα βέβαια απ’ το χρόνο, θα βρεις ακόμα ζορζέτες, πικέ και μερσεριζέ, μοχέρ και κασμίρ.»
Εχθές ξέθαψα ως και τη μηχανή σίγκερ ποδός της μαμάς μου, την θυμάμαι με τον χαρακτηριστικό της κρότο να ανεβοκατεβαίνουν τα πόδια, σκυμμένη, προσηλωμένη εκεί.
Βέβαια τα αζουράκια και τα περίτεχνα δεν θα υπάρχουν στο δικό μου ρεπερτόριο, μονάχα για τα γαζιά τηνε θέλω, καπέλα και λουλούδια κολλιέδες θα κάνω, με τσόχα και τούλι ρουχάκια εποχής. Όπως κάποτε κατασκεύαζα ρουχάκια για τις κούκλες μου.
Μια κούκλα ήταν κι αυτό το κορίτσι. Μια πανέμορφη κούκλα με κατακόκκινα μαλλιά εποχής. Τι μπορεί να τους έκανε αυτό το παιδί; Και γιατί τέτοιο μένος; Επτά μαχαιριές σε εκείνο το παραμυθένιο κορίτσι, γιατί;
Ο αστυνόμος Αγγέλου, δε γίνεται, ήδη θα το έχει προσέξει, επτά ακριβώς και σχεδόν στα ίδια σημεία σε κάθε παιδί.
«Βρε καλώς τον αστυνόμο τροβαδούρο! Καλώς τον Μάνθο μας! Να φτιάξω ένα καφεδάκι να το πιούμε μαζί;»
Ελληνικός στα άσπρα χοντρά φλιτζάνια που λάτρευε ο μπαμπάς μου, νερό μπούζι από το ψυγείο και κουλουράκια βουτύρου σε μια βεράντα με σκασμένα μωσαϊκά από τον χρόνο, με περγουλιά γεμάτη σταφύλια για σκεπή.
Το παρελθόν όλο εικονογραφημένο στις χαμένες ψηφίδες, αλλά θα πρέπει κάποιος να είναι εξασκημένος για να μπορέσει να το δει.
«Αμέρικαν μπαρ! Σικάγο γίναμε, κυρά Όλγα! Ποιος το περίμενε στη δική μας ήσυχη γη;»
Από το Μάνθο θα μάθω και την ταυτότητα της δολοφονημένης πεντάμορφης: Έλσα Μωραϊτη, 22 ετών, φοιτήτρια Κοινωνιολογίας, είχε κάποιους μήνες που είχε έρθει στη δική μας περιοχή. Κι έμενε στην ίδια παλιά μονοκατοικία του Κοτζιά. Είχε φύγει απ’ το σπίτι της, είχε δυο χρόνια να επικοινωνήσει μαζί τους. «Ο πατέρας της είναι γνωστός μεγαλοδικηγόρος, η μάνα της παιδίατρος, μπορείς να μου πεις» θα πει υψώνοντας την απορημένη φωνή του ο Μάνθος, «τι διάολο γύρευε εδώ στην ερημιά; Η μονοκατοικία του Κοτζιά είναι σχεδόν κοντά στα βουνά!»
Αλλά το αλλόκοτο μού το κρατούσε για το τέλος:
«Και ξέρεις, έμενε μαζί με το άλλο δολοφονημένο παιδί τους τελευταίους μήνες στη μονοκατοικία του Κοτζιά».
Μου αφήνει έναν Ιβάν Γκολ που μου στέλνει η Νανά, ο Θεός μου την έστειλε, είναι ένα κομμάτι φως ολόκληρη, θα είχα διαλυθεί με τα ανθρώπινα όρια που δεν έχουν πια στεγανά.
Ο καθένας είναι όπως αυτοπροσδιορίζεται: λες και είναι μαντιλάκι, καρφίτσα της γιαγιάς η επανάσταση, η εντιμότητα, η ανθρωπιά, η αριστερά. Χειρότεροι από τους θρησκόληπτους γίναμε. Ό,τι δηλώσεις! Κι αν δεν ανήκεις στο κόμμα, είναι λες και πια δεν υπάρχεις, δεν βρίσκεσαι πουθενά.
«Κάποτε ο άγγελος
περνάει κι από μπροστά σου
είναι μια Δευτέρα πρωί, βρέχει
και αισθάνεσαι πιο γέρος απ’ τον κόσμο
φοράς αγυάλιστα παπούτσια
και είναι η καρδιά σου όλο σκουριά…
Αλλά ο άγγελος του πεπρωμένου σου περνάει
σε πλημμυρίζει με καλοσύνη
και με το ρόδινο χαμόγελό του…
Άρπαξέ τον!
Γύρισε πίσω!
Προτού να γίνει άνεμος!»
~Ivan Goll~ (Ο Άγγελος)
Δεν βλέπω πια τη μύτη μου, σκέφτομαι, χωρίς τα γυαλιά.
υγ. “Ο τελευταίος Άλυπος”, εκδ. Αρμός