Marc Chagall: «Μη με ψάχνετε σήμερα ούτε αύριο / Έφυγα μακριά από μένα / Είμαι / Σε ένα λάκκο δακρύων».
Eνας από τους διασημότερους καλλιτέχνες όλων των εποχών, ο Ρώσος ζωγράφος Μαρκ Σαγκάλ με τις ονειρικές, ιδιόρρυθμες ιστορίες του κάλυψε ένα εκπληκτικό φάσμα μέσων, όπως ζωγραφική, τοιχογραφίες, ταπισερί, βιτρό και κεραμικά.
«Όλα μπορούν ν’ αλλάξουν στον αποθαρρημένο κόσμο μας, εκτός από την καρδιά, την αγάπη του ανθρώπου και τη φιλοδοξία του να γνωρίσει το «θείο». Η ζωγραφική όπως κάθε ποίηση συμμετέχει στο «θείο». Πόσες δυσκολίες πέρασε ο πατέρας μου με εμάς τα εννιά παιδιά του, και παρ’ όλα αυτά ήταν πάντα γεμάτος αγάπη και με τον τρόπο του ήταν ένας ποιητής. Χάρη σ’ αυτόν ένιωσα για πρώτη φορά την ποίηση σε αυτόν τον κόσμο. Μετά την ξαναένιωσα κοιτώντας τις νύχτες το σκοτεινό ουρανό. Μετά έμαθα πως υπάρχει κι άλλος κόσμος. Και αυτό μου έφερε δάκρυα στα μάτια. Τόσο πολύ συγκινήθηκα».
.
Ο Marc Chagall γεννήθηκε στο Βιτέμπσκ της Ρωσίας (σημερινή Λευκορωσία) από εβραίους γονείς και πέρασε τα περισσότερα χρόνια του στη Γαλλία. Σπούδασε αρχικά στο Βιτέμπσκ και αργότερα στην Αγία Πετρούπολη, όπου συναντήθηκε με τον Ρώσο ζωγράφο και σκηνογράφο Leon Bakst. O Bakst κατά τη διάρκεια των επισκέψεών του στην Αγία Πετρούπολη, δίδαξε στη σχολή της Zvantseva, όπου ένας από τους μαθητές του ήταν ο Marc Chagall (1908-1910). Ο Bakst περιέγραψε τον Chagall ως αγαπημένο του, επειδή όταν του έλεγαν να κάνει κάτι, άκουγε προσεκτικά, αλλά στη συνέχεια έπαιρνε τα χρώματα και τα πινέλα του και έκανε κάτι εντελώς διαφορετικό από την εντολή. Πάντως, ο Bakst ήταν αυτός που εισήγαγε τον Chagall στα θαύματα της παρισινής πρωτοπορίας και σύντομα η καρδιά του Chagall είχε στραφεί στην πόλη του φωτός.
“Εγώ και το χωριό”, Marc Chagall (1911)
Ο Chagall μπόρεσε να χρηματοδοτήσει τη μετακίνησή του στο Παρίσι το 1911 μέσω της υποστήριξης μέλους της εκλογικής συνέλευσης της Ρωσίας. Στο Παρίσι γνώρισε τα είδωλά του Fernand Leger, Chaim Soutine και τον συγγραφέα Guillaume Apollinaire. Ο Chagall ήταν ιδιαίτερα παραγωγικός, δημιουργώντας μερικά από τα εκφραστικότερα και πλέον εφευρετικά έργα τέχνης του, δουλεύοντας μερικές φορές όλη τη νύχτα σε έξαλλη κατάσταση.
Πολύπλοκες, μυριάδες συνθέσεις με υβρίδια ζώων-ανθρώπων και αιωρούμενες φιγούρες σε ζωηρά φόντα αποτέλεσαν το χαρακτηριστικό γνώρισμα της πρώιμης παρισινής του τέχνης.Κάποιοι τον αποδέχτηκαν, κάποιοι όμως όχι. Ποιητές όπως ο Blaise Cendrars και ο Guillaume Apollinaire αναγνώρισαν την ποιητική διάθεση των έργων του και την ιδιαιτερότητα των δημιουργιών του όσον αφορά στη θεματολογία και στην τεχνοτροπία. Επίσης οι Γερμανοί εξπρεσιονιστές της διάσημης επιθεώρησης τέχνης «Der Sturm» αγκάλιασαν τις δημιουργίες του. Το 1914 ο εκδότης της επιθεώρησης, Χέρβαρτ Βάλντεν, οργάνωσε στο Βερολίνο έκθεση έργων του που σημείωσε μεγάλη επιτυχία και συντέλεσε στη διάδοση του εξπρεσιονισμού.
Το 1917 με την επανάσταση ο Marc Chagall βρέθηκε στη Ρωσία και η σοβιετική κυβέρνηση τον διόρισε επίτροπο Καλών Τεχνών στο Βιτέμπσκ. Ανασυγκρότησε την Σχολή Καλών Τεχνών της πόλης με δασκάλους όπως ο Καζιμίρ Μαλέβιτς και ο Ελ Λισίτσκι και οργάνωσε μια σειρά εκθέσεων. Το 1920 παραιτήθηκε έχοντας διαφωνίες και προβληματισμούς όσον αφορά στα ζητήματα τέχνης σε σχέση με την επανάσταση και τις πρακτικές της. Μετακόμισε στη Μόσχα όπου και ανέλαβε τη διακόσμηση του εβραϊκού θεάτρου.
Το 1922 αποφάσισε να μεταβεί στο Παρίσι όπου έμεινε μέχρι το 1940, όταν η γερμανική κατοχή τον ανάγκασε να καταφύγει στις Η.Π.Α.
Φιλοτέχνησε πολλά έργα με θέμα τα λουλούδια ή τα λουλούδια ως συνοδευτικά στοιχεία σε συνθέσεις με άλλα θέματα. Όπως χαρακτηριστικά έλεγε «Τέχνη είναι η αδιάκοπη προσπάθεια να συναγωνιστούμε την ομορφιά των λουλουδιών χωρίς ποτέ να το κατορθώσουμε». Ποτέ δεν σταμάτησε να ζωγραφίζει λουλούδια, ήταν ένα αγαπημένο θέμα των έργων του. Συνήθιζε να περπατάει τακτικά στη φύση και μέσα σε κήπους αντλώντας την έμπνευσή του από τις πασχαλιές, τους κρίνους, τα κόκκινα τριαντάφυλλα, τα χρυσάνθεμα.
“Βιολιστής”, Marc Chagall (1913)
Τα έργα του κρίθηκαν από τους Ναζί εκφυλισμένα και όταν η Γαλλία συνθηκολόγησε με τη ναζιστική Γερμανία, συνελήφθη στη Μασσαλία αλλά κατόρθωσε να σωθεί με αμερικανική παρέμβαση. Το Μάιο του 1941 εγκαταστάθηκε με την οικογένεια του στη Νέα Υόρκη. Έμεινε εκεί για 5 χρόνια και ο θάνατος της γυναίκας του το 1944 τον βύθισε σε απελπισία. Έλεγε ότι δεν είχε ποτέ τελειώσει έργο του χωρίς τη συγκατάθεση της. Ήταν το μοντέλο του σε πολλούς διάσημους πίνακές του. Επίσης έγραψε συνολικά σαράντα ποιήματα και αρκετά από αυτά την περίοδο της απώλειάς της όπου αποτυπώνει τη βαθιά θλίψη του. «Μη με ψάχνετε σήμερα ούτε αύριο / Έφυγα μακριά από μένα / Είμαι / Σε ένα λάκκο δακρύων».
“Αυτοπροσωπογραφία με επτά δάκτυλα”, Marc Chagall (1913)
Το 1946 επέστρεψε στη Γαλλία αρχικά στο Παρίσι και στη συνέχεια στη Γαλλική Ριβιέρα όπου και έμεινε μέχρι το τέλος της ζωής του, έχοντας πραγματοποιήσει δύο ακόμη γάμους, με την Βιρτζίνια Χάγκαρντ και την Βαλεντίνα Μπρόντσκι.
Η ζωγραφική του Marc Chagall ορίζεται μέσα από την μαγική και παράδοξη σχέση μεταξύ του φανταστικού και του πραγματικού κόσμου και τη σύνδεσή του με τις παιδικές αναμνήσεις. Αντλεί τα θέματά του από τη ζωή του λαού και τους λαϊκούς μύθους, επίσης σημαντικό ρόλο στις δημιουργίες του παίζει η εβραϊκή παράδοση. Η ποιητική ζωγραφική του συνδυάζει συμβολικά πλάσματα με πραγματικά πρόσωπα, με έναν ανορθόδοξο τρόπο, μέσα σε μια ατμόσφαιρα παράξενη και ονειρική. Ο Marc Chagall είναι κατά κύριο λόγο εξπρεσιονιστής με έναν ολότελα δικό του τρόπο.
“Παράθυρα της Αμερικής”, Marc Chagall (1977)
Αν και αισθητά επηρεασμένος από τα ρεύματα της εποχής του, κράτησε την ανεξαρτησία του και υπάκουσε στις δικές του εσωτερικές καλλιτεχνικές ορμές και κυρίως ανάγκες. Υποστήριζε πως η τέχνη έχει ανάγκη από μία εκ βάθους επανάσταση, μία επιπλέον διάσταση που δεν μπορούν να φτάσουν ούτε η γεωμετρία του κυβισμού ούτε οι χρωματικές πινελιές του ιμπρεσιονισμού.
«Κάτω ο νατουραλισμός, ο ιμπρεσιονισμός και ο ρεαλιστικός κυβισμός. Με θλίβουν και με περιορίζουν[…] Για μένα η τέχνη είναι κυρίως μια ψυχική κατάσταση », υποστηρίζει ο ίδιος στο βιβλίο του «Η ζωή μου».
Οι γαλλικοί πίνακές του και ιδιαίτερα αυτοί με τα λουλούδια όπως και οι υπέροχες εικονογραφήσεις του για τους μύθους του Λα Φονταίν χαρακτηρίζονται από ιδιαίτερη ευαισθησία. Οι διώξεις των Εβραίων κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο τον επηρέασαν βαθύτατα και αυτό αποτυπώνεται στους πίνακές του με θέμα τις ταλαιπωρίες του λαού αυτού από την εποχή του Χριστού μέχρι και την περίοδο των Ναζί. Επίσης οι πίνακές του με θέμα τη Σταύρωση χαρακτηρίζονται από μια μελαγχολία και μια μυστηριακή ατμόσφαιρα.
“Περίπατος”, Marc Chagall (1918)
Συνέχισε να δημιουργεί μέχρι τα βαθιά του γεράματα και ασχολήθηκε με σκηνικά, κοστούμια, χαρακτικά, τοιχογραφίες. Πέθανε το Μάρτιο του 1985 σε ηλικία 97 ετών στο Saint Paul της νοτιοανατολικής Γαλλίας.
“Γενέθλια”, Marc Chagall (1915)
Μέσα σε καιρούς συγκρούσεων, πάλης και έντονης αναζήτησης ο Marc Chagall κατάφερε να απενοχοποιήσει την παιδικότητα τού ενήλικα. Εκεί βρίσκει καταφύγιο, από εκεί αντλεί την έμπνευσή του, από εκεί βλέπει καθαρότερα. Και τα χρώματα ξεχειλίζουν ελεύθερα, όπως όταν ήμαστε παιδιά. Χωρίς ενοχές. Ακόμη και κατά τη διάρκεια του πολέμου, θα ζωγραφίσει σαν πληγωμένο παιδί. Έτσι η πληγή γίνεται ακόμη πιο ευαίσθητη.
«Με μόνη παρέα το Θεό δακρύζω αληθινά μπροστά στους πίνακες μου. Εκεί θα μείνουν οι ρυτίδες μου, η χλωμή μου όψη, εκεί θα τυπωθεί για πάντα η ρευστή ψυχή μου».
Και ναι, ένα κομμάτι της ψυχής του θα είναι πάντα εκεί. Σε κάθε πίνακά του. Με τόση ειλικρίνεια, όπως αυτή ενός παιδιού. Αλλά και με τόση ευαισθησία, όπως αυτή ενός καλλιτέχνη, ενός ανθρώπου που θυμάται, λησμονεί, ελπίζει, ερωτεύεται, μοιράζεται. Ενός ανθρώπου που δηλώνει πως αγαπάει τη γη, κατά συνέπεια τη ζωή. Στις γήινες μορφές βρίσκει τη μαγεία. Από εκεί αντλεί την έμπνευση και την ποιητικότητα του.