Κυριάκος Αθανασιάδης: «Αν δεν πιστεύεις πως εντέλει αξίζει τον κόπο, δεν μπορείς να προχωρήσεις σε τίποτα»
«Τα βιβλία είναι σαν τα αντηλιακά. Απαραίτητα.»
Συνέντευξη στην Ελένη Γκίκα
«Πάντα και παντού υπάρχουν ωραίες ψυχές. Δεν κάνουν πολύ θόρυβο, ή και καθόλου, και περιμένουν να έρθει η στιγμή που θα φανούν χρήσιμες. Βασικά, πάντα χρήσιμες είναι, απλώς κάνοντας τη δουλειά τους. Νομίζω, συνήθως φροντίζοντας να μην ενοχλούν τον δίπλα τους. Ζουν τακτοποιημένες ζωές, και τους κόβει μια στάλα παραπάνω. Ξέρουν τι παίζει. Κι αν θέλουν να φωνάξουν, το κάνουν σε ένα κλειστό δωμάτιο.»
Τον Κυριάκο Αθανασιάδη τον ξέρω και τον διαβάζω χρόνια. Αγαπώ όλα του τα βιβλία εξίσου: τα παιδικά του, τα εφηβικά του, τα δύσκολά του, τα αστυνομικά και τα θρίλερ του, τα υπαρξιακά του και τα κοινωνικά του, ωστόσο «Το καταφύγιο των καλών ανθρώπων» που μόλις κυκλοφόρησε από την Διόπτρα μού έκανε καλό. Θα μπορούσα να πω πώς είναι ένα βιβλίο που σου ξαναμαθαίνει τα βασικά της ζωής. Που σε μαθαίνει να ζεις. Με τους άλλους. Με αγάπη. Με δύναμη και με γαλήνη. Με φως.
«Είναι ένα από αυτά τα βιβλία που έχω ξεκινήσει να λέω “μικρά”, βιβλία που ασχολούνται με μικρά πράγματα, ήτοι καθημερινά. Δεν μιλάνε δηλαδή για τα μεγάλα προβλήματα του κόσμου, για τη Δημοκρατία, τον καπιταλισμό, την τραγικότητα της ύπαρξης και τα λοιπά. Το συγκεκριμένο μιλάει για τη μοναξιά και την ανημπόρια, για την απώλεια και το πένθος, και για τη φιλία, τη συνύπαρξη, την ελπίδα. Και πρωταγωνιστούν σ’ αυτό “μικροί” άνθρωποι, εντελώς καθημερινοί, εντελώς “κανονικοί”. Και πρωταγωνιστεί και ένας σκύλος. Και ένα φάντασμα. Και όλοι μαζί προσπαθούν για το καλύτερο. Γιατί τα πράγματα είναι δύσκολα, και κάποια από αυτά μπορεί να σε σκοτώσουν, ή να σε αφήσουν μόνο.»
Θα πει ο συγγραφέας στην κουβέντα μας. Και όταν εσείς την διαβάσετε θα καταλάβετε ότι μιλάμε για ένα βιβλίο που μπορεί και να σου αλλάξει τη ζωή.
Επειδή μιλά για εκείνα τα μικρά κι ελάχιστα, δηλαδή, για όλα τα βασικά και τα τιμαλφή.
Υγ. βέβαια, μπορεί εμείς στον ενικό να μιλήσαμε, αλλά η δημοσιογραφία που έμαθα σου επιβάλει μετά τον πληθυντικό και, ξέρετε, αυτά έτσι και τα μάθεις μια φορά καλά, μετά δεν τα ξεχνάς.
-Κύριε Αθανασιάδη, ποιο είναι το καταφύγιο των ωραίων ψυχών;
Το σκέφτηκα αρκετά κι εγώ αυτό, εκ των υστέρων. Τελικά νομίζω πως είναι αυτό που λέμε «ο άλλος». Είναι η αγκαλιά του άλλου, η αποδοχή του. Και το αντίθετο της πλάτης του. Η πλάτη του άλλου είναι η κόλαση. Το καταφύγιο είναι, ας πούμε, μια πρόσκληση να μπούμε στη ζωή αυτού του άλλου, χωρίς να τον ενοχλούμε και χωρίς να μας ενοχλεί. Και να είμαστε καλά εκεί, κι εκείνος κι εμείς.
-Τί είναι το «Καταφύγιο των ωραίων ψυχών»;
Είναι ένα μυθιστόρημα, το τελευταίο μου. Κυκλοφόρησε από τις Εκδόσεις Διόπτρα στις 8 Νοεμβρίου. Είναι ένα από αυτά τα βιβλία που έχω ξεκινήσει να λέω «μικρά», βιβλία που ασχολούνται με μικρά πράγματα, ήτοι καθημερινά. Δεν μιλάνε δηλαδή για τα μεγάλα προβλήματα του κόσμου, για τη Δημοκρατία, τον καπιταλισμό, την τραγικότητα της ύπαρξης και τα λοιπά. Το συγκεκριμένο μιλάει για τη μοναξιά και την ανημπόρια, για την απώλεια και το πένθος, και για τη φιλία, τη συνύπαρξη, την ελπίδα. Και πρωταγωνιστούν σ’ αυτό «μικροί» άνθρωποι, εντελώς καθημερινοί, εντελώς «κανονικοί». Και πρωταγωνιστεί και ένας σκύλος. Και ένα φάντασμα. Και όλοι μαζί προσπαθούν για το καλύτερο. Γιατί τα πράγματα είναι δύσκολα, και κάποια από αυτά μπορεί να σε σκοτώσουν, ή να σε αφήσουν μόνο.
-Και όταν λέμε «ωραίες ψυχές»; Σε μια χρονική στιγμή που μας έχουν προδώσει οι λέξεις, τι ακριβώς εννοούμε όταν λέμε «ωραίες ψυχές»;
Πάντα και παντού υπάρχουν ωραίες ψυχές. Δεν κάνουν πολύ θόρυβο, ή και καθόλου, και περιμένουν να έρθει η στιγμή που θα φανούν χρήσιμες. Βασικά, πάντα χρήσιμες είναι, απλώς κάνοντας τη δουλειά τους. Νομίζω, συνήθως φροντίζοντας να μην ενοχλούν τον δίπλα τους. Ζουν τακτοποιημένες ζωές, και τους κόβει μια στάλα παραπάνω. Ξέρουν τι παίζει. Κι αν θέλουν να φωνάξουν, το κάνουν σε ένα κλειστό δωμάτιο.
-Κύριε Αθανασιάδη, ειδικά αυτό το μυθιστόρημά σας δεν μοιάζει με κανένα άλλο σας. Να πούμε τι ακριβώς έχει αυτό το βιβλίο σας που δεν το είχε κανένα άλλο ώς τώρα;
Δεν ξέρω, ειλικρινά. Εκτός από το γεγονός ότι στα μισά κεφάλαια (τα ζυγά) αφηγητής της ιστορίας είναι ένας σκύλος, δεν ξέρω τι άλλο έχει. Ίσως μόνο ότι εδώ και κάποια χρόνια, και κάποια βιβλία, έχω γίνει πολύ πιο «απλός», γράφω πιο απλά — πώς να το πω αλλιώς… Πριν από τριάντα, τριάντα πέντε χρόνια έγραφα περίπλοκα, με κώδικες, κρύβοντας πράγματα, αποσιωπώντας άλλα κ.ο.κ. Ήμουν πιο literary που λένε. Και έδινα πιο πολλή σημασία στο πώς θα λεχθεί κάτι, όχι τόσο στο τι και στο πόσα θα λεχθούν. Τώρα πια όχι, δόξα τω Θεώ.
-Και κάτω από ποιες συνθήκες γράφτηκε;
Αμέσως μετά την πανδημία και κάτω από συνθήκες πολέμου στην Ουκρανία. Εγώ βέβαια από το σπιτάκι μου, μακριά από το κακό. Όμως το μυαλό μου, και η καρδιά μου, ήταν συνεχώς εκεί. Και συνεχίζουν να είναι. Γράφτηκε σαν —ας πούμε— ένα είδος παυσίλυπου για όλο το κακό. Για να το πάρει ο άλλος, να το διαβάσει, και να περάσει καλά και ζεστά. Για να πει ότι άξιζε τον κόπο, και ότι το βιβλίο τον έκανε να ξεχαστεί με έναν τρόπο γεμάτο, μπόλικο. Σαν να έχει φάει μια ζεστή σπιτική μηλόπιτα.
-Η ζωή του κυρίου Ισίδωρου θα ήταν διαφορετική εάν δεν είχε γνωρίσει τον σκύλο του;
Ναι, υποθέτω πως ναι. Έπρεπε να βρει μια αφορμή για να κινητοποιηθεί και να ξαναζήσει. Και για να κάνει θαύματα. Αν δεν ερχόταν ο σκύλος, ίσως βέβαια να συνέβαινε κάτι άλλο. Αλλά δεν το ξέρουμε αυτό. Πάντως ήρθε ο σκυλάκος!
-Δεν είναι το πρώτο βιβλίο σας με σκύλο αλλά δεν είναι και ο μοναδικός σκύλος στη ζωή σας. Κατά πόσο έχει σχέση η ζωή του κυρίου Ισίδωρου με τον σκύλο σας, στη δική σας ζωή με τους σκύλους σας;
Ναι, σε όλα μου τα βιβλία υπάρχει ένας σκύλος τα τελευταία χρόνια, και τουλάχιστον τρία γράφτηκαν με κεντρικό θέμα τα σκυλιά. (Χώρια πέντ’-έξι παιδικά, που επίσης έχουν πρωταγωνιστές σκυλάκια). Αφότου βρεθήκαμε να ζούμε μαζί με σκύλους στο σπίτι, βάζω πάντα κι έναν σκύλο μέσα, ό,τι και να γράφω. Ευτυχώς που δεν γράφω βιβλία μαθηματικών, ή θεολογικά.
-Είναι ικανή η ύπαρξη ενός ζώου να μας αλλάξει τη ζωή;
Μάλλον ναι, έτσι λένε πολλοί. Έχει συμβεί. Βέβαια, ο σκύλος δεν είναι σαν τα άλλα ζωάκια. Τα άλλα προϋπήρχαν στη φύση, και τα βρήκε ο άνθρωπος και τα εξημέρωσε — με την εξαίρεση της γάτας, που τον βρήκε μόνη της. Ο σκύλος όμως φτιάχτηκε από τον άνθρωπο. Δεν έχουμε άλλο τέτοιο ζωντανό, είναι μοναδική περίπτωση. Ήταν λύκος, ήρθε κοντά μας, έκατσε, και έγινε σκύλος. Αν το σκεφτείς, είναι τρομερό πράγμα. Τα λέω αυτά γιατί ένα τζάγκουαρ, ας πούμε, δεν θα σου αλλάξει τη ζωή. Μια γάτα επίσης — παραείναι υπερήφανες και αριστοκρατικές, και πιθανόν εξωγήινες. Αλλά οι σκύλοι φτιάχτηκαν ακριβώς γι’ αυτό. Για να μας αλλάξουν τη ζωή, να μας την πλουτίσουν. Βέβαια είναι και μπελάς, αλλά κανείς δεν είναι τέλειος.
-Τι αλλάζει στη ζωή μας η φιλία μας με ένα σκύλο; Ένας σκύλος μάς βοηθά να δούμε τι στη ζωή;
Πολλά μπορούν να αλλάξουν, αλλά είναι τρομερά δύσκολο να τον μιμηθούμε. Και είναι και ατελέσφορο: οι σκύλοι είναι χίπηδες, τεμπέληδες, φλου μόνο φλου. Εμείς πάλι όχι, εμείς πρέπει να δουλέψουμε, να ταξιδέψουμε, να πάμε στ’ αστέρια, τέτοια πράγματα. Όλα αυτά φαίνονται τελείως παλαβά σε έναν σκύλο. Αλλά έχουν τόσα πράγματα όμως, τόσα σκυλίσια πράγματα που μπορούμε να στοχαστούμε πάνω σ’ αυτά. Όλοι οι σκύλοι είναι ένα σκέτο θαύμα, με τον τρόπο τους.
-Υπάρχουν θαύματα στις μέρες μας;
Ναι, περισσότερα από ποτέ. Σήμερα, ερχόμαστε σε επαφή με ανθρώπους που σε οποιαδήποτε άλλη εποχή της ανθρωπότητας δεν θα μαθαίναμε ποτέ τίποτε γι’ αυτούς. Πρώτη φορά οι άνθρωποι δεν είναι απλό παραγέμισμα σε κάποια σύνολα, αλλά κανονικοί, με μάτια και στόμα και αυτιά, και κυρίως με τη δική του προσωπικότητα ο καθένας. Και σχεδόν ΟΛΟΙ είναι μακριά μας. Δεν μπορώ να σκεφτώ μεγαλύτερο θαύμα από αυτό. Π.χ., πριν μερικούς μήνες ένας σκυλάκος έκανε μια έκκληση στον κόσμο, να μαζευτούν δραχμή-δραχμή τα λεφτά που χρειάζονταν για να αγοραστεί ένα μηχάνημα απ’ αυτά που βρίσκουν νάρκες και τις αχρηστεύουν. Πολλά λεφτά, πολύ μεγάλο μηχάνημα, σαν τρακτέρ και τανκς μαζί. Λοιπόν, τα λεφτά μαζεύτηκαν από κάθε άκρη της γης, από πιτσιρίκια του δημοτικού, το μηχάνημα αγοράστηκε, μπήκε στο πλοίο έφτασε από πολύ μακριά σε εκείνη τη χώρα, και σήμερα έβγαλε τις πρώτες νάρκες από το χώμα, χαρίζοντας πίσω σε πέντε-δέκα ανθρώπους, παιδάκια κυρίως, τα πόδια τους: αυτά που θα τους κόβονταν από το γόνατο και κάτω μέσα στην επόμενη χρονιά. Είναι τρομερό!
-Είναι τόσο φωτεινό το καινούργιο βιβλίο σας, ένας ύμνος στο Καλό, μου θύμισε αυτό που μου είχε πει ο Κωνσταντίνος Τσουκαλάς στις μαύρες μέρες της Κρίσης, αλλά νομίζω ότι είναι του Καμύ τελικά: «Είμαστε καταδικασμένοι να είμαστε αισιόδοξοι! Ή τουλάχιστον να ζούμε ωσάν να είμαστε αισιόδοξοι!» Πιστεύετε ότι όλο αυτό θα αλλάξει προς το καλό τη ζωή;
Ευχαριστώ πάρα-πάρα πολύ… Αυτός ήταν ο στόχος: ένα βιβλίο όπου θα παίζουν μόνο καλοί, και όπου θα γίνονται μόνο καλά πράγματα. Παρά την αρρώστια, τον θάνατο, το κρύο, την πίκρα και όλα αυτά που φυσικά υπάρχουν μέσα στο βιβλίο. Να γίνονται καλά πράγματα. Τώρα, ναι, γενικά πιστεύω πως όλοι είμαστε αισιόδοξοι. Και πολύ μάλιστα. Αλλιώς δεν μπορείς να τα βγάλεις πέρα. Η ζωή είναι καλή, και είναι γεμάτη ωραία πράγματα, μοναδικά στο σύμπαν, αλλά έχει και πολλά στραβά — έχει αρρώστιες, έχει δικτάτορες, έχει παλιάτσους, θρησκόληπτους για τα σίδερα, αρρωστημένους ανθρώπους που φαγώνονται με το φύλο τους και βγάζουν το μίσος τους στους άλλους… χίλια δυο. Οπότε, ναι: όλοι είμαστε και με το παραπάνω αισιόδοξοι, και όλοι μας ζούμε πιστεύοντας πως το κακό θα ηττηθεί, γιατί αλλιώς δεν παλεύεται το πράγμα. Αν δεν πιστεύεις πως εντέλει αξίζει τον κόπο, δεν μπορείς να προχωρήσεις σε τίποτα.
-Κύριε Αθανασιάδη, η λογοτεχνία μπορεί να μας αλλάξει τη ζωή;
Γενικά όχι, δεν νομίζω. Η πάρα πολλή λογοτεχνία τη ζωή πολύ λίγων ανθρώπων, ναι. Αλλά είναι ωραίο να διαβάζουμε, μας αρέσουν οι ιστορίες, είμαστε φτιαγμένοι για να μας αφηγούνται πράγματα, είναι στο DNA μας. Δεν αλλάζει η ζωή μας, αλλά αλλάζει η μέρα μας: ομορφαίνει και πλουταίνει. Κι αυτό είναι καλό, για όσο κρατήσει. Τα βιβλία είναι σαν τα αντηλιακά. Απαραίτητα.
-Ένα βιβλίο τη ζωή του συγγραφέα του; Δηλαδή σε τι άλλαξε το «Καταφύγιο των ωραίων ανθρώπων» τη δική σας ζωή;
Κάνουμε τώρα αυτή τη συζήτηση —και είμαι ευγνώμων για την ευκαιρία που μου δίνετε—, και αυτό μού αρκεί. Από την άλλη, θα διαβάσουν κάποιοι το βιβλίο, ελπίζω κάμποσοι, θα το κλείσουν κάπως συγκινημένοι, θα το αφήσουν ήσυχα-ήσυχα στα γόνατά τους, θα πουν, «Ναι…» και θα χαμογελάσουν. Κι όλο αυτό θα βρεθεί μπροστά μου κάποια στιγμή. Είμαι σίγουρος, το σύμπαν είναι μικρό.