Οι χώρες δεν είναι τα τοπία, είναι οι άνθρωποι. Επιστρέφοντας από τα ταξίδια μου, θυμάμαι πάντα τους ανθρώπους πρώτα, κι ύστερα τη χώρα, έλεγε ο Ιταλός συγγραφέας Αντόνιο Ταμπούκι. Πολλές φορές έκανε ένα ντους και αυτόματα ξεχνούσε χώρες και ανθρώπους γιατί τους έλειπε εκείνος ο συνδυασμός ομορφιάς και ασχήμιας, ενώ άλλοτε έμενε ξάγρυπνος, ταξινομώντας χαρακτηριστικά και χαρακτήρες ανθρώπων που θύμιζαν μικρούς ζώντες οργανισμούς κολλημένους πάνω σε βράχους.
Ο Ταμπούκι πέθανε πριν από μερικά χρόνια στα 68 του χρόνια. Τον φαντάζομαι, όμως, να περιφέρεται ανάμεσά μας, απορημένος για τη χώρα του Αριστοτέλη και για τους πάλαι ποτέ ισχυρούς άνδρες των Αθηνών, που επί χρόνια κουνούσαν το δάκτυλο στους κατοίκους της Μήλου, εκβιάζοντάς τους. Τον παρακολουθώ να καταγράφει τον συχνά λαϊκίστικο λόγο και την αντιφατική γλώσσα των πολιτικών που παλεύουν να ισορροπήσουν ανάμεσα στη σύγχρονη στυγνή πραγματικότητα και την ανάγκη διατήρησης των ψήφων.
Ο Ταμπούκι δεν υπήρξε φειδωλός στις δηλώσεις του. Ο άνθρωπος ζούσε στο επίκεντρο της φιλοσοφικής και συγγραφικής του σκέψης, γι′ αυτό και φοβόταν το οικοδόμημα που κτιζόταν σιγά σιγά στα θεμέλια της Ενωμένης Ευρώπης. Ένα οικοδόμημα που μετά την πτώση του Τείχους του Βερολίνου παραμέρισε τον άνθρωπο (Κοινωνικό κράτος) και επέλεξε τους αριθμούς (Οικονομία της αγοράς). Τους αριθμούς τους βάζεις στη σειρά, σαν μολυβένια στρατιωτάκια, τους ανθρώπους, όμως, μόνον όταν τους οδηγείς στα κάτεργα.
Από τα ωραιότερα χαρακτηριστικά του ανθρώπου παραμένει η ελευθερία των κινήσεών του και η ελευθερία του πνεύματος, έλεγε ο Ταμπούκι, προσθέτοντας πως οι σημερινοί Ευρωπαίοι ηγέτες υστερούν κατά πολύ των μεγάλων ηγετών που οραματίσθηκαν την ενωμένη Ευρώπη. Γιατί; Γιατί όντας οι μοιραίοι της συνιστώσας των αγορών δεν αντελήφθησαν ότι η οικονομία είναι μια ανθρώπινη επιστήμη που δεν ανήκει στην αριθμητική, αλλά στις ανθρώπινες επιστήμες
Μεταπολεμικά η Ευρώπη, ζώντας υπό τον σοβιετικό κίνδυνο και υπό τη διαρκή πίεση των αριστερών συνδικάτων επεδίωξε να δημιουργήσει ένα κοινωνικό κράτος που όμοιό του σπάνια θα εύρισκε κανείς παγκοσμίως. Ήταν η εποχή που η έννοια Άνθρωπος ήταν ψηλά στην ατζέντα των πολιτικών συζητήσεων και των κομματικών επιλογών. Εκείνη την περίοδο, πολλοί ευαισθητοποιημένοι οικονομολόγοι, μεταξύ των οποίων και Ελληνες, μιλούσαν ανοικτά για την απόσταση που χωρίζει την οικονομία από τον πολιτισμό και πώς αυτή η απόσταση αποτελεί τροχοπέδη στην αναζήτηση ηπιότερων και λιγότερο επώδυνων για τον άνθρωπο οικονομικών λύσεων.
Θυμάμαι παλιά τον Αδαμάντιο Πεπελάση να αναφέρεται στην ενασχόλησή του με τον πολιτισμό, γεγονός που όπως ο ίδιος δήλωνε, τον διευκόλυνε να κατανοήσει τις κοινωνικές παραμέτρους των οικονομικών θεωριών. Παρέθετε μάλιστα ορισμένες εξαιρέσεις, όπως η περίπτωση του Κέινς, ο οποίος ζούσε χάριν της τέχνης. Ωστόσο και ο ίδιος παραδεχόταν πως το μοντέλο του παραδοσιακού οικονομολόγου του 19ου αιώνα που αναζητούσε αύξηση του πλούτου με τις λιγότερες δυνατές θυσίες είχε τελειώσει. Οι άνθρωποι έκτοτε περιμένουν το νέο οικονομολόγο που οφείλει απαντήσεις κυρίως στο πώς συμβιβάζεται η άνοδος της κοινωνικής δυσχέρειας με την αύξηση του πλούτου. Γιατί; Γιατί σήμερα ο κόσμος παράγει περισσότερο υλικό πλούτο από ποτέ, αλλά τα νοσοκομεία για παράδειγμα, είναι γεμάτα από ανθρώπους που μετά βίας έχουν την ενδεδειγμένη πρόσβαση στα φάρμακά τους.
Αυτή η πολυπόθητη ισορροπία ανάμεσα στον άνθρωπο και τις οικονομικές πολιτικές θα έπρεπε να αποτελέσει σημείο σοβαρής αναφοράς. Το να μιλάνε οι πολιτικοί για προστασία των αδύναμων, ενδίδοντας σε μια παροχολογία που δεν οδηγεί πουθενά, είναι λάθος για τους πολίτες μιας χώρας που επί μια και πλέον δεκαετία «κατακρεουργήθηκαν». Θεωρείται, επομένως, κατεπείγουσα η αναζήτηση νέων πολιτικών εργαλείων, με στόχο πάντα όχι απλώς την επίτευξη σοβαρών οικονομικών μεγεθών, που έτσι κι αλλιώς είναι αναγκαίο, αλλά την ενσωμάτωση της κοινωνικής διάστασης, στην πολιτική – την έννοια και το μέγεθος του Ανθρώπου.
Δεν θέλω να σκεφτώ τον γυρολόγο Καμπανέλλη στο θεατρικό «Η Έβδομη μέρα της Δημιουργίας» που απαντώντας στου γιατρού το «είμαστε ένα ζωντανό κλωνάρι από ένα δένδρο που κάηκε» λέει: «Και να μην είχε καεί, πάλι το ίδιο θα′ μασταν. Εγώ νομίζω πως αν δεν ξυπνήσει αυτός ο λαός..» Έχει άραγε μείνει ικανός χρόνος για την αναζήτηση γόνιμων λύσεων και για να επιβεβαιωθεί ο Αντόνιο Ταμπούκι όταν έλεγε ότι οι χώρες δεν είναι τα τοπία, είναι οι άνθρωποι;
ΡΙΤΣΑ ΜΑΣΟΥΡΑ
Το άρθρο δημοσιεύτηκε παλιότερα στη HuffingtonPost.gr