Το άρωμα των αναμνήσεων. Ωδή στην αγαπημένη αδελφή
Μικρή μου αγαπημένη πάνε κιόλας 17 χρόνια αφότου αποφάσισες να φύγεις πετώντας με τα φτερά της Πεταλούδας σε ένα κόσμο που δεν γνώριζες κι όμως σου ήταν οικείος. Όλη η ενήλικη ζωή σου προς τα εκεί σημάδευε κι όμως δεν είχα καταλάβει τίποτε.
Φέτος συνέβησαν πολλά τόσα πολλά που πραγματικά δεν θα μας έφταναν χρόνια να σου τα αφηγηθώ διότι μπορεί και να χωρέσουν σε μια ολάκερη ζωή.Η ζωή λοιπόν ακινητοποιήθηκε απο ένα λοιμό που έπνιξε τους ανθρώπους και τους οδηγούσε σε θανατηφόρες πνευμονίες. Κι έτσι έκλεισαν τα πάντα, τα σύνορα , τα μαγαζιά, τα εστιατόρια, τα ταξίδια… και μίκρυνε τόσο η ζωή, μίκρυναν οι άνθρωποι, χάθηκε για μήνες η ανθρώπινη επαφή. Και κανείς δεν επιτρεπόταν να επισκεφθεί στα νοσοκομεία τους συγγενείς του.
Κι εγώ σκεφτόμουν πως ευτυχώς όταν εσύ ήσουν στο Νοσοκομείο Αλεξάνδρα εκείνο το εφιαλτικό καλοκαίρι του 2004 κάνοντας χημειοθεραπείες και μεταγγίσεις τουλάχιστον μπορούσα να σου κρατώ το χέρι και να ακούω εκείνη την επαναλαμβανόμενη ερώτηση: θα ζήσω;
Κι όμως οι γιατροί είχαν πει το τελευταίο καλοκαίρι που τους επισκέφθηκες στο Μόντρεαλ πως η ζωή σου μετρούσε μόνο τρεις μήνες ακόμη. Το είχες κρυφακούσει κι εσύ επέμενες να ρωτάς λες κι εγώ μπορούσα να παρέμβω στη θανατηφόρα πορεία της νόσου που σε είχε χτυπήσει ανυποψίαστα σωριάζοντάς σε στο κρεβάτι του μαρτυρίου.
Μικρή μου μωβ βεντάλια, πόσο δύσκολο ήταν να διαχειριστώ το σβήσιμό σου από τη ζωή, την παντοτινή αναχώρησή σου.Ήταν το κενό που άφησες, ήταν εκείνα που θα κάναμε μαζί και ποτέ δεν θα ξαναρχόνταν. Ήταν τα γέλια, οι χαρές μας, οι βόλτες μας στην Κούβα, τα φλέρτ σου με τους άντρες, οι φόβοι για το αύριο. Μα ναι, μου έλεγες πως εσύ δεν θα γερνούσες ποτέ, πως δεν θα άσπριζαν τα μαλλιά σου, πως δεν θα καθόταν ρυτίδα στο κατάλευκο προσωπάκι σου, πως τα πράσινα μάτια σου δεν θα έχαναν ποτέ το χρώμα τους, πως τα βλέφαρα δεν θα κάμπτονταν από την φθορά του χρόνου.
Έτσι συνέβη σα να τα είχες όλα προγραμματίσει να φύγεις στην ακμή της ηλικίας σου για να μη χαλάσει το τριαντάφυλλο. Να σπάσει ο μίσχος για να μείνει άλικο το τριαντάφυλλο , να μη μαραθεί. ‘Ετσι ακριβώς έγινε.
Αυτός ο χρόνος που πέρασε μας έφερε μια μεγάλη, μέγιστη χαρά. Παντρεύτηκε ο Αλεξανδρίνος σου στη Νέα Υόρκη με την αγαπημένη της καρδιάς του, τη Λέξια. Και ήταν μια σεμνή τελετή όπου βρεθήκαμε μόνο δέκα καλεσμένοι, δηλαδή οι δύο οικογένειες μόνο και ο κουμπάρος των παιδιών. Συνέβη έτσι λόγω κορωνοϊού, αλλά εσύ θα γελούσες από τον ουρανό που το δικό μου μοτίβο του γάμου των 20 ατόμων είχε επαναληφθεί ακούσια και στο λατρεμένο σου ανηψιό. Έλειψες και σκεφτόμασταν πόσο χαρούμενη θα ήσουν να βρίσκεσαι εκεί ανάμεσα την ώρα της ευτυχίας του. Κι όμως πετούσες με τα φτερά της Πεταλούδας στις καρδιές και στις αναμνήσεις μας κι όλο επαναλάμβανε ο Αλέξανδρος : Αν ήταν εδώ η θεία Κωνσταντίνα όλα θα φωτιζόταν από το χρώμα της χαράς της.
Συνέβησαν κι άλλα φέτος, άλλα τραγικά και αναπόδραστα. Έφυγαν από ανάμεσά μας αγαπημένα μας πρόσωπα με αποκορύφωμα τη Ντίνα του θείου Μήτσου. Είμαι σίγουρη πως θα έχετε συναντηθεί τώρα στη γειτονιά του ουρανού και θα μιλάτε ατελείωτα να πιάσετε το νήμα εκεί που το αφήσατε το 2004. Γιατί και η Ντίνα δική σου ήταν, παρούσα κι όμως από καιρό φευγάτη για άλλους κόσμους.
Πολύχρωμη αγαπημένη Πεταλούδα μου σε σκέφτομαι διαρκώς και μου λείπεις. Ο κόσμος μου έχει μικρύνει από τότε που σε έχασα. Και δεν ξεχνώ να σου ανάβω τα αρωματισμένα σου κεριά, με άρωμα κολοκύθας για το φθινόπωρο, άρωμα λεμονιού για το χειμώνα, άρωμα λεβάντας για την άνοιξη και άρωμα γαρδένιας για το καλοκαίρι…
Ώσπου να σου ξαναγράψω…
Σε γλυκοφιλώ
Η αδελφή σου
Ιουστίνη