Mία από τις ιστορίες της Ιριδας Κρητικού με τίτλο “Η δενδρολιβανιά” περιλαμβάνεται στο βιβλίο της “Hortus Coclusus – Τριάντα έξι ιστορίες ξανακερδισμένης άνοιξης” – Με τριάντα έξι έργα του Νεκτάριου Αποσπόρη 

εκδόσεις ΕΛΙΞ 

 

Η ΔΕΝΤΡΟΛΙΒΑΝΙΑ

Μ. ΤΕΤΑΡΤΗ 15.4. 20

 

Πάρε μια βέργα λυγαριά

μια ρίζα δεντρολίβανο

μια ρίζα δεντρολίβανο

και γίνε φεγγαροδροσιά…

Νίκος Γκάτσος, Σε πότισα ροδόσταμο, από το άλμπουμ

του Μίκη Θεοδωράκη Αρχιπέλαγος, Columbia.

Δεντρολίβανο θα βρεις πάντα στη βεράντα μου. Συχνά και δυο. Στην τελευταία παραθαλάσσια βόλτα του Μαρτίου,

αγόρασα κι ένα από εκείνα τα έρποντα που τυλίγονται

σιγά-σιγά, αγκαλιάζοντας το χώμα με οριζόντιους ελιγμούς.

Στους πεζούς περιπάτους μου της Λεωφόρου Καζαντζάκη στο νησί, πάντοτε θα σταθώ να κόψω μιαν άκρη από το σπίτι με τα δεντρολίβανα. Από την πέτρινη αυλή του Νικολάου, με τις γενναίες βεγγέρες της Αγγέλας και της θείας Ντουλίτσας. Και στο περβάζι της αθηναϊκής κουζίνας μου, πάντα υπάρχει ένας θύσανος ξερός από το θεόρατο αιγινήτικο του μπροστινού μας κήπου. Που έχει για κάποιο λόγο ευδοκιμήσει τόσο, ώστε να επιβάλλει συχνά-πυκνά, με τρόπους διάφορους την κυρίαρχη παρουσία του. Λέμε «θα στρώσουμε να φάμε δίπλα του», ή, «θα ξαπλώσουμε στον ήλιο κοντά του» σαν να ήταν κάτι ζωντανό. Και διαρκώς κορφολογούμε τα ανοικονόμητα κλωνάρια του για να μην πάει χαμένη τόση ύπαρξη. Άλλοτε τρέπεται σε κλάδο Χριστουγέννων, ακολουθώντας το αρχέγονο ελληνικό έθιμο ή υποδέχεται τους καλεσμένους του σπιτιού στα φροντισμένα βάζα των κοιτώνων τους, γρήγορα ταιριασμένο με γαλάζιο γιασεμάκι και κλωνάρια ελιάς. Κι άλλοτε αρτίζει τις αυτοσχέδιες μαγειρικές μας που αναζητούν, λες, τρόπους να ταιριάξουνε μαζί του. Μακαρονάδες θερινές με ωραίες σάλτσες κόκκινες και ψάρι φέτα αλά σπετσιώτα ή λαυράκι ασημένιο από την ψαραγορά, πατάτες φούρνου και αρνάκι τυλιγμένο στη λαδόκολλα. Μα πάνω απ’ όλα, το δεντρολίβανό μας αγαπάει τα ρεβίθια, συντροφευμένα από τα κρουστά λεμόνια του σπιτιού.

Τα ρεβίθια έμαθα κι εγώ να τα αγαπώ σιγά-σιγά. Πρώτα τα αγάπησα για την ωραία σκευή τους –το πήλινο σιφνιό τσουκάλι– κι ύστερα για τη γεύση τους. Ανήμερα την

Καθαρά Δευτέρα, πάντα τα ’φερνε στη γάστρα η Ελπίδα, μαζί με το ανάρπαστό της ζυμωτό ψωμί. Κι άρχισα με τα χρόνια να τα φτιάχνω η ίδια, για ετούτο εδώ το ακριβό

τους μπογαλάκι: τη μνήμη που τα ρεβιθάκια κουβαλούν, από ασβέστη, Αιγαίο και Αίγινα. Από λαγάνα, ολονυχτία, Σαρακοστή και αχνούλα άνοιξη.

Με μια ευλογία δεντρολίβανο, για προσευχή.