Οι ΗΠΑ, οι δύο συγκλονιστικά άδικες αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου και ο Μάικλ Σαντέλ

Οι δύο αποφάσεις του Ανώτατου Δικαστηρίου των ΗΠΑ που αφορούν τα φοιτητικά δάνεια και τις φυλετικές ποσοστώσεις στα πανεπιστήμια ήδη είναι γνωστές. Βρήκαμε όμως ενδιαφέρουσες τις θέσεις του δημοσιογράφου, συγγραφέα και Διευθυντή Περιεχομένου της ΔΙΑΝΕΟΣΙΣ Θοδωρή Γεωργακόπουλου.Με αφορμή αυτές τις δεινές για τους νέους εξελίξεις μας  ο κ. Γεωγρακόπουλος προτείνει να εντρυφήσουμε στην έννοια της αξιοκρατίας, επικεντρώνοντας την προσοχή μας στο βιβλίο του Μάικλ Σαντέλ, “Η Τυραννία της Αξίας”

ΘΕΟΔΩΡΗΣ ΓΕΩΡΓΑΚΟΠΟΥΛΟΣ

Το Ανώτατο Δικαστήριο των ΗΠΑ έκρινε πως η πρόθεση της κυβέρνησης Μπάιντεν να σβήσει μέρος του χρέους που έχουν συσσωρεύσει εκατομμύρια αμερικανοί λόγω των δυσβάσταχτων φοιτητικών δανείων που είχαν πάρει (σε κάποιες περιπτώσεις δεκαετίες πριν) για να σπουδάσουν, είναι αντισυνταγματική.

Η κυβέρνηση είχε ήδη παγώσει την αποπληρωμή των φοιτητικών δανείων εδώ και τρία χρόνια -μέρος των έκτακτων μέτρων στήριξης της οικονομίας κατά την πανδημία- και τώρα σκόπευε να σβήσει ως και $20.000 από τα χρωστούμενα περίπου 40 εκατομμυρίων ανθρώπων. Εδώ αξίζει να σημειώσουμε ότι το πρόβλημα με τα φοιτητικά δάνεια στις ΗΠΑ είναι τεράστιο και σχετίζεται αφενός με τον τρόπο που λειτουργεί η αγορά της ιδιωτικής τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, με το ότι παιδιά ηλικίας 18 ετών καλούνται να πάρουν αποφάσεις για το μέλλον τους όχι απλά επιλέγοντας σχολή αλλά αναλαμβάνοντας και οικονομικά χρέη και, βέβαια, με το ότι η ασφαλιστική και η τραπεζική αγορά στις ΗΠΑ ήταν για δεκαετίες πολύ λιγότερο ρυθμισμένη από ό,τι οι αντίστοιχες αγορές της Ευρώπης, με αποτέλεσμα η ασυδοσία και η εκμετάλλευση των (18χρονων) καταναλωτών από τις τράπεζες να αποκτά χαρακτήρα επιδημίας. Πολύς κόσμος δεν μπορεί να σηκώσει κεφάλι κάτω από αυτό το βάρος, ενώ άλλοι πραγματικά καταστρέφονται οικονομικά από την πρώτη αναποδιά. Το Ανώτατο Δικαστήριο σήμερα αποφάσισε ότι η κυβέρνηση δεν έχει δικαίωμα να προχωρήσει με αυτό το τεράστιο, κόστους $400 δισ. πρόγραμμα ελάφρυνσης.

Προ ημερών είχε κάνει κάτι χειρότερο.

Εδώ και μερικές δεκαετίες τα περισσότερα πανεπιστήμια στις ΗΠΑ χρησιμοποιούν ως κριτήριο επιλογής των νεοεισερχόμενων φοιτητών τους το αν αυτοί ανήκουν σε πληθυσμιακές ομάδες που υφίστανται διακρίσεις ή έχουν χαρακτηριστικά που τις καθιστούν ευάλωτες. Καθότι για αιώνες πριν οι μαύροι μαθητές στη χώρα αυτή ήταν πιο φτωχοί, με λιγότερη πρόσβαση σε ποιοτική εκπαίδευση, με λιγότερο μορφωμένους γονείς και με μικρότερη πρόσβαση σε ποιοτική τροφή, καλές υπηρεσίες υγείας, ευκαιρίες κοινωνικοποίησης και όλα τα αγαθά της σύγχρονης ζωής που είχαν οι περισσότεροι λευκοί μαθητές, έμεναν πίσω. Τα κριτήρια αυτά επέτρεπαν στα πανεπιστήμια να παρακάμπτουν τα σκέτα ακαδημαϊκά κριτήρια και να δίνουν την ευκαιρία και σε παιδιά από πιο φτωχά περιβάλλοντα να αποκτούν πρόσβαση σε ποιοτική τριτοβάθμια εκπαίδευση.

Είναι η ίδια φιλοσοφία που έχει δημιουργήσει προγράμματα ποσοστώσεων κάθε είδους σε διάφορους τομείς -και εκτός της εκπαίδευσης. Ένα γνωστό, δοκιμασμένο εργαλείο για την επιτάχυνση της ανακατανομής των ευκαιριών με πιο δίκαιο τρόπο σε κοινωνίες όπου οι διαχρονικές ανισότητες ανατροφοδοτούνται προς όφελος συγκεκριμένων λίγων. Και σε κάποιο βαθμό, αυτό το μοντέλο δούλευε. Μέχρι προχθές. Γιατί πλέον το Δικαστήριο έχει αποφασίσει ότι η χρήση τέτοιων κριτηρίων από τα πανεπιστήμια είναι αντισυνταγματική. Οπότε πρέπει να σταματήσει. 

Ξέρετε τι δεν κρίθηκε αντισυνταγματικό και δεν χρειάζεται να σταματήσει; Το ότι οι μισοί από τους λευκούς φοιτητές του Χάρβαρντ δεν έχουν μπει στο πανεπιστήμιο αυτό επειδή έχουν πάρα πολύ καλούς βαθμούς, αλλά επειδή είναι συγγενείς καθηγητών, παλιών φοιτητών, χρηματοδοτών ή υπαλλήλων του πανεπιστημίου, ή επειδή παίρνουν αθλητικές υποτροφίες. Αυτό είναι ΟΚ.

Και στις δύο περιπτώσεις το δικαστήριο αποφάσισε με πλειοψηφία 6-3, όπου 6 οι δικαστές που είναι διορισμένοι από Ρεπουμπλικανούς Προέδρους, και 3 οι διορισμένοι από Δημοκρατικούς. Ωραία πράγματα. 

Και οι δύο αποφάσεις σχετίζονται με την πρόσβαση των πολιτών στην ανώτατη εκπαίδευση και με την έννοια της αξιοκρατίας. Την παραδοσιακή αξία σε πολλές -κυρίως δυτικές- κοινωνίες που λέει πως αυτοί που πετυχαίνουν τα καταφέρνουν χάρη στη δουλειά τους και την προσπάθειά τους, την καπατσοσύνη και το ταλέντο τους. Τα 18χρονα που χρεώνονται για δεκαετίες ώστε να μπορέσουν να πληρώσουν για μια αξιοπρεπή κατάρτιση που θα τους επιτρέψει να διεκδικήσουν μια καλή δουλειά το έχουν πιστέψει στα αλήθεια. Τα προνομιούχα παιδιά πλούσιων γονέων που μπαίνουν στο Χάρβαρντ (με οποιονδήποτε τρόπο) το πιστεύουν απόλυτα, επίσης. Ήθελα να σας τα γράψω αυτά σήμερα για να σας προτρέψω να αγοράσετε και να διαβάσετε το βιβλίο “The Tyranny of Merit”. Το έχει γράψει ο καθηγητής φιλοσοφίας στο Χάρβαρντ (ναι, στο Χάρβαρντ) Μάικλ Σάντελ (για άλλο βιβλίο του οποίου σας έχω ξαναγράψει διθυραμβικά).

Ο Σάντελ τινάζει αυτή την ιδέα, που πολλές και πολλοί από εμάς την έχουμε εγκυστώσει στον πυρήνα του αξιακού μας συστήματος, στον αέρα. Την κάνει με τα κομματάκια.
Η πίστη στην αξιοκρατία, λέει ο Σάντελ, είναι ένα χαστούκι στους “αποτυχημένους” της κοινωνίας. Η επιμονή των ελίτ για την αξία της “σκληρής δουλειάς” που μπορεί να σώσει οποιονδήποτε, είναι μια έμμεση προσβολή όσων δεν έχουν σωθεί. Είναι σα να τους λένε ότι δεν τα κατάφεραν επειδή δεν προσπάθησαν αρκετά, δεν “δούλεψαν σκληρά”, επειδή είναι με τον ένα ή τον άλλο τρόπο κατώτεροι. Αυτό το πράγμα είναι διαβρωτικό για τις κοινωνίες μας. Με μια τεχνητή κρησάρα, χωρίζει την κοινωνία σε κερδισμένους και χαμένους, σε άξιους και άχρηστους. Σ’ αυτό το διαχωρισμό πατάνε λαϊκιστές και γοητεύουν όσους νιώθουν “χαμένοι”. Τους λένε αυτό που οι αλαζονικές ελίτ αρνούνται: ότι δεν φταίνε, στ’ αλήθεια, για την δύσκολη κατάσταση στην οποία βρίσκονται. Δεδομένου μάλιστα του ότι, όπως περιγράφει το βιβλίο πολύ χαρακτηριστικά, πραγματική αξιοκρατία στις κοινωνίες σαν τη δικιά μας δεν υπάρχει. Πάντα ή σχεδόν πάντα αυτοί που κερδίζουν ξεκινούν με ένα ή περισσότερα προνόμια και ευκολίες, αυτοί που τελικά χάνουν με ένα ή περισσότερα μικρά η μεγάλα επιπλέον εμπόδια.

Μετά το 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο, λέει ο Σάντελ, τα μεγάλα πανεπιστήμια των ΗΠΑ γέμισαν με λευκούς χριστιανούς νέους γόνους πλούσιων οικογενειών, ανθρώπους συνηθισμένους να έχουν υπηρέτες, να μην κάνουν καμία προσπάθεια για τίποτε, να ασχολούνται μόνο με τα πάρτι και τον αθλητισμό -αυτοί ως απόφοιτοι είναι που έφτιαξαν την κουλτούρα της Γουόλ Στριτ και των τραπεζών, της πολιτικής και, βεβαίως, των ίδιων των πανεπιστημίων. Τη δεκαετία του ’40 ο Τζέιμς Μπράιαντ Κόναντ, πρόεδρος του Χάρβαρντ, εισήγαγε την ιδέα της αξιοκρατίας, ότι δηλαδή στο πανεπιστήμιο θα έπρεπε να έμπαιναν οι καλύτεροι, όχι μόνο οι πλουσιότεροι.

Ο αγώνας της αξιοκρατίας στα πανεπιστήμια, όμως, οδήγησε σε τέρατα. Από το 1976 μέχρι το 2012 ο χρόνος που αφιερώνουν οι αμερικανοί γονείς για να βοηθάνε τα παιδιά τους στα μαθήματα πενταπλασιάστηκε. Σε ένα πλούσιο προάστιο του Κονέκτικατ, 18% των μαθητών δήλωναν ότι πάσχουν από κάποιες αναπηρίες, για να αποκτήσουν πρόσβαση στις πιο εύκολες εξετάσεις (εξαπλάσιο ποσοστό του εθνικού μέσου όρου -και ένα φαινόμενο γνώριμο και στα δικά μας μέρη). Άλλο αποτέλεσμα; Οι αμερικανοί πολίτες σήμερα χρωστάνε όλοι μαζί $1,5 τρις σε φοιτητικά δάνεια.

Τι προτείνει ο Σάντελ; Κλήρωση. Αυτό προτείνει. Στην πράξη διαπίστωσε με τα μάτια του ότι οι μικροδιαφορές σε βαθμολογίες κατατακτήριων ή άλλων εξετάσεων δεν έχουν απολύτως καμία αξία και δεν δίνουν απολύτως καμία ένδειξη για το αν ο ένας υποψήφιος είναι καλύτερος από τον άλλο. Από τους 40.000 μαθητές που κάνουν αίτηση στο Χάρβαρντ, λέει ο Σάντελ, οι περισσότεροι είναι μια χαρά. Προτείνει να γίνεται μια πρώτη επιλογή με βάση κάποια υποτυπώδη κριτήρια και ανάμεσα σε όσες και όσους απομένουν (30.000; 20.000;) να γίνεται κλήρωση για να επιλεγούν οι 2.000 πρωτοετείς. Από τη στιγμή που πληρούν κάποια βασικά κριτήρια, που περνούν, ας πούμε, μια “βάση”, οι πιθανότητες να τα πάνε καλά είναι πάνω κάτω παρόμοιες για όλες και όλους ή, έστω, εντελώς αδύνατο να προβλεφθούν αντικειμενικά. Οπότε γιατί να μη γίνεται κλήρωση;

Πολλά από αυτά πηγαίνουν κόντρα με όσα πίστευα για την αξιοκρατία, την αξία της σκληρής δουλειάς, την αξία των πανελληνίων εξετάσεων και του διαχωρισμού μαθητών, φοιτητών και πολιτών με παραδοσιακά αξιολογικά κριτήρια. Το βιβλίο του Μάικλ Σάντελ ήταν κάτι που μου προκάλεσε κάτι σπάνιο, συναρπαστικό και θαυμάσιο: μου άλλαξε τη γνώμη.

—————————————————————————————————-


Σας προτείνουμε να διαβάσετε ένα ενδιαφέρον παλαιότερο άρθρο του δημοσιογράφου της ΕΡΤ Πολυδεύκη Παπαδόπουλου για το πώς εξελίχθηκε  επί προεδρίας Τραμπ η διαδικασία σύνθεσης του Ανωτάτου Δικαστηρίου των ΗΠΑ μετά το θάνατο της δικαστού Ρουθ Μπέιντερ Γκίνσμπεργκ, γεγονός που ενδεχομένως εξηγεί πολλές από τις τελευταίες εξελίξεις.Εδώ