ΜΟΝΟΛΟΓΩΝΤΑΣ Από τον Άγγελο Πετρουλάκη
Σήμερα μαύρος ουρανός…
Πάλι κατηφόρισα προς το σπιτάκι τής μνήμης. Ηύρα και πάλι ένα παράθυρο ανοιχτό. Νύχτα είναι ακόμα, σκέφτηκα, επόμενο είναι όλες οι πόρτες του να είναι κλειδωμένες. Αλλά, έστω κι ένα παράθυρο ανοιχτό μου έφτανε να πηδήσω μέσα και να με συναντήσω. Μικρό παιδί, στα έξι; Στα εφτά; Μπορεί και οχτώ…
Χτενίζω τα μαλλιά μου. Έχω φορέσει τα ‘‘καλά’’ μου. Έχει κάλαντα σήμερα. Στο τραπέζι της σάλας περιμένει το καλαθάκι. Η μαμά έχει περάσει στο πλάι του μια φαρδιά μαύρη κορδέλα. Μεγάλη Πέμπτη. Πένθος. Θα πεθάνει ο Χριστός μας πάνω στον σταυρό…
Σιγοψιθυρίζω τα κάλαντα:
«Σήμερα μαύρος ουρανός,
σήμερα μαύρη μέρα.
Σήμερα ο κόσμος θλίβεται
και τα βουνά λυπούνται.
Σήμερα έβαλαν βουλή
οι άνομοι Εβραίοι.
Για να σταυρώσουν τον Χριστό…».
Η μνήμη αδύναμη πια, δεν μπορεί ν’ ανακαλέσει άλλους στίχους, ούτε θέλω να καταφύγω στα βιβλία με τις παραδόσεις του ελληνικού λαού για το Πάσχα και τα έθιμα…
Η μαμά με περιμένει στο ζυμωτήριο του οικογενειακού φούρνου. Πλάθει τα τσουρέκια της, μουρμουρίζοντας κάποιο τροπάριο. Έτσι τη θυμάμαι κάθε που φτάνει η Μεγάλη Εβδομάδα.
Με επιθεωρεί. Από τα παπούτσια μέχρι τα μαλλιά. Μπροστά πίσω. Και μετά μου αραδιάζει τον κατάλογο αυτών που πρέπει να επισκεφθώ, στο κέντρο τής πόλης. Όλοι τους φίλοι τής οικογένειας. Λέω ‘‘μάλιστα’’ και φεύγω.
Το αστικό είναι της γραμμής «3». Η άνοδος γίνεται από την πίσω πόρτα. Εκεί είναι η θέση τού εισπράκτορα. Σήμερα εισπράκτορες δεν υπάρχουν. Φοράει πηλήκιο της δουλειάς. Μου αρέσει η θήκη που έχει για τα κέρματα, το πρώτο φυσίγγιο είναι για τις δεκάρες. Τα χάρτινα νομίσματα είναι σε άλλη θήκη, επίπεδη, που μοιάζει σε συρτάρι με διαδοχικά χωρίσματα. Το πεντάδραχμο πρώτο. Σπάνια επιβάτης να έδινε πεντάδραχμο. Ακόμα πιο σπάνια δεκάδραχμό. Είχαν άλλη αξία τα χρήματα τότε…
Το λεωφορείο είναι μισοάδειο, αλλά δεν κάθομαι. Οι εντολές της μητέρας είναι απαράβατες, ακόμα κι όταν δεν με βλέπει. «Τα καθίσματα είναι για τους μεγάλους…»
Κατεβαίνω στη στάση της Λέσχης Αξιωματικών. Με δέος κοιτάζω τον στρατιώτη που είναι σχεδόν ακίνητος στην πόρτα. Θαυμάζω τις στολές των αξιωματικών και προσπαθώ να φανταστώ πώς θα είναι μέσα. Πώς να είναι άραγε ένας στρατηγός; Κάποια φορά ο παππούς μού έδειξε ένα μαύρο αυτοκίνητο που αντί για αριθμό κυκλοφορίας είχε τρία αστέρια και σε κάθε φτερό μια ελληνική σημαιούλα. «Ο στρατηγός…», μου είπε, αλλά δεν πρόλαβα να τον δω…
Με μικρά βιαστικά βήματα κατευθύνομαι στην οδό Πανός. Πρώτη στάση ο νονός. Αδάμος Κωνσταντίνου, αλλά όλοι τον φωνάζουν «Αδάμο». Κανείς δεν λέει το επώνυμό του. Και ως «Αδάμος» έμεινε στην μνήμη των Λαρισαίων. Το πρώτο και καλύτερο ψητοπωλείο της πόλης. Αρχοντάνθρωπος. Δεινός κυνηγός. Μέχρι και καλλιστεία σκύλων διοργάνωνε και αθλοθετούσε το πρώτο έπαθλο. Και σκοπευτικούς αγώνες για τους κυνηγούς. Βαφτιστήρια είχε αμέτρητα…
«Καλώς το πουλάκι μου…» ήταν η μόνιμη φράση στα χείλη του. Και με το που ξεκινούσα τα κάλαντα έβαζε στο χέρι στην τσέπη. Πάντα τα χρήματα που μου έδινε ήταν τα περισσότερα. Μου χάιδευε το κεφάλι, με ρωτούσε για τα μαθήματα. Ήταν ωραίος άνδρας. Ψηλός, ευθυτενής, με φρύδια πυκνά, γραμμένα. Ατσαλάκωτος. Η νονά η Ντίνα τον ήθελε αξεγάδιαστο τον «Αδαμάκο» της.
«Θα έρθει το απόγευμα η νονά σου, να σου φέρει την λαμπάδα», μου έλεγε αποχαιρετώντας με.
Μετά οι υπόλοιπες στάσεις. Δίπλα, στο μεγάλο μπακάλικο, ο Τάκης Μπαρμπούτης, πάντα χαμογελαστός. Πιο δίπλα ο Αγραφιώτης με τα ούζα, τα τσίπουρα, τα βερμούτ… Απέναντι ο Δούκας Γραβάνης, αρχοντάνθρωπος κι αυτός. Εστιατόριο «Ομόνοια». Τώρα στη θέση του είναι το ψητοπωλείο «Έλατος». Τότε το «Έλατος» ήταν εστιατόριο, διαγωνίως απέναντι, στη Φιλελλήνων. Κι εκεί στάση στον κυρ Θόδωρο τον Γκαμπέτα. Περνούσα απέναντι, στον Πέτρο τον Μακρή, με το μεγάλο κρεοπωλείο. Μνήμες τής παλιάς Λάρισας…
Σειρά είχε ο Σασών. Το μεγαλύτερο μανάβικο της πόλης, με τον αεικίνητο Σασών να γνωρίζει κάθε Λαρισαίο. Κι αυτός μου χάιδευε το κεφάλι κι έβαζε χαρτονομίσματα στο καλαθάκι. Και πάντα μου άφηνε μια απορία: Πώς γίνεται να λέω τα κάλαντα σ’ έναν Εβραίο και αυτός να με αποχαιρετά ευχόμενος «Καλό Πάσχα»; Οι Εβραίοι δεν σταύρωσαν τον Χριστό;
Η απορία μου μεγάλωνε λίγο πιο κάτω στην οδό Βενιζέλου. Στον Αλμπέρτο τον Φις με τα υφάσματα και τα είδη προίκας. Εβραίος κι αυτός. Έκανε κάτι χαρές…
Είχε μια αγάπη μεγάλη για την μαμά ο σεβαστός κύριος Αλμπέρτος. Ήταν η Ρόζα του. Κι εκείνη τον λάτρευε. Δεν μπορούσε να διανοηθεί πως θα αγόραζε κάτι από άλλο μαγαζί. Και είχε αρχίσει από τότε να μαζεύει την προίκα της αδελφής μου, που ήταν δεν ήταν δυο χρονών.
Πολύ αργότερα, στο γυμνάσιο πια, που κάποιοι από τους φίλους μου ήταν Εβραίοι, κατάλαβα πως η καθημερινότητα με τις χαρές και τις λύπες της ήταν ίδια για όλους. Συνυπήρχαμε στην ίδια πόλη, στις ίδιες συνοικίες. Δεν μας χώριζαν οι θρησκείες.
Από τον Αλμπέρτο περνούσα διαγωνίως απέναντι στον κυρ-Γιάννη, τον Έξαρχο με το φημισμένο ζαχαροπλαστείο. Λιπόσαρκος, χαμογελαστός. Κι αυτός για την μαμά μου ρωτούσε. Η Ρόζα έκανε πάντα ιδιαίτερη παραγγελία τα γλυκά της, με τους εργολάβους και τους μπιζέδες να είναι η αδυναμία της. Ο κυρ-Γιάννης με φίλευε και γλυκό, νηστίσιμο. Κι έβαζε κι ένα κουτάκι ζαχαρωτά για το σπίτι.
Πλέον έφτανε η μεγάλη στιγμή, γιατί η επόμενη στάση ήταν η μεγαλόπρεπη κλινική Κατσίγρα, στην πλατεία Ταχυδρομείου. Μούδιαζαν τα πόδια μου σαν ανέβαινα τα σκαλοπάτια. Ξεμούδιαζαν, όμως, αμέσως μόλις με υποδεχόταν το ζεστό, εγκάρδιο χαμόγελο της δεσποινίδας Βούλας, προϊσταμένη, αλλά και ταυτισμένη με τον γιατρό. Αυτή με οδηγούσε σ’ αυτόν. Μια μυθική μορφή, λιγομίλητη, σοβαρή. Δεν τον είδα ποτέ να γελάει. Κάπου κάπου ένα αχνό χαμόγελο άλλαζε την όψη του. Πνιγμένος σε βιβλία πάντα. Αργότερα, χρόνια μετά, έμαθα και την ιστορία του και το έργο του. Σ’ αυτόν τον «Ολύμπιο» άνθρωπο χρωστά η πόλη την πολύτιμη πινακοθήκη της. Αλλά να μην ξεστρατίζω…
Τελευταία επίσκεψη στην πλατεία Ταχυδρομείου ήταν στου «Μαραγκού». Εκτός από φίλος τού μπαμπά, ο Γιώργος Μαραγκός, ήταν και νονός τής αδελφής μου. Ωραίος άνθρωπος. Πιο νόστιμο σουβλάκι δεν έχω φάει αλλού. Ή έτσι νομίζω, αφού η μνήμη απαιτεί τον δικό της σεβασμό στην παιδική ηλικία.
Τελευταία ερχόταν η σειρά της γιαγιάς, του παππού, των θείων. Χωριστά ήθελαν τα κάλαντα, κι ας ζούσαν στο ίδιο σπίτι. Για να δώσουν ο καθένας το δικό τους δώρο και σε χρήματα και σε είδος. Η γιαγιά κάποιο ρούχο, η θεία Ερμιόνη βιβλία…
Η γιαγιά Σοφία σιγοψιθύριζε τα κάλαντα μαζί μου και άνοιγαν βρύσες τα μάτια της. Και το βράδυ, στα δώδεκα Ευαγγέλια έκλαιγε, σαν να κάρφωναν τα δικά της χέρια και πόδια στον σταυρό, με την θεία Ερμιόνη και την θεία Αγγέλα, δεξιά και αριστερά της, να την σκουντούν, να συνέλθει.
Στην γιαγιά έμενα για ώρα. Έπρεπε να μου εξιστορήσει όλα τα της Σταύρωσης. Και να μου πει ότι Μεγάλη Πέμπτη, οι άνθρωποι, δεν πιάνουν στα χέρια τους ούτε σφυρί, ούτε καρφιά, γιατί θυμίζουν τους σταυρωτές τού Χριστού. Μου έλεγε πως τα αυγά τα βάφουν κόκκινα για να θυμίζουν το αίμα τού Χριστού, που έτρεξε στον σταυρό.
Η θεία Ερμιόνη είχε πάντα τον αντίλογο. Της έλεγε πως μια άλλη παράδοση ισχυρίζεται ότι τα βάφουν κόκκινα γιατί, όταν αναστήθηκε ο Χριστός, συναντήθηκαν δυο χωριανές, με την μια να λέει στην άλλη πως ο Ιησούς αναστήθηκε. Δύσπιστη εκείνη, της είπε πως θα πιστέψει την είδηση μόνο αν τα αυγά που είχε μαζέψει από το κοτέτσι και είχε στο καλάθι, γίνονταν κόκκινα. Τα αυγά έγιναν κόκκινα και έτσι πίστεψε ότι πράγματι αναστήθηκε ο Χριστός.
Όμως, η γιαγιά ήταν αμετάπειστη. «Αν ήταν έτσι, θα τα βάφαμε μετά την Ανάσταση», έλεγε στην κόρη της. «Τα βάφουμε Μεγάλη Πέμπτη, γιατί Πέμπτη Τον σταύρωσαν οι Εβραίοι».
Το πρώτο αυγό που έβαφε το έβαζε στην άκρη. Το έπαιρνε μαζί της στην εκκλησία, το βράδυ, να διαβαστεί με τα δώδεκα Ευαγγέλια και μετά το έβαζε στο εικονοστάσι τού σπιτιού, όπου το φύλαγε ολόκληρο τον χρόνο. Το αυγό τής προηγούμενης χρονιάς, το έθαβε στον κήπο. Έλεγε: «Στα μέρη μας (εννοούσε την Προύσα της μικράς Ασίας), το σπάζαμε και το σκορπούσαμε στα χωράφια, για να καρπίσουν καλά». Όταν κρύωναν τα αυγά, οι κόρες της και θείες μου, τα «κεντούσαν», δηλαδή ζωγράφιζαν πάνω τους, είτε ξύνοντας ελαφρά την επιφάνεια, είτε κολλώντας χαλκομανίες. Η μητέρα όχι. Τα ήθελε λαμπερά, κατακόκκινα. Γι’ αυτό τα περνούσε με ένα λαδωμένο ύφασμα, να λαμποκοπούν.
Αργότερα, μελετώντας τους μεγάλους λαογράφους, τον Γ.Α. Μέγα και τον Δημήτριο Λουκάτο, έμαθα πολλά για τα έθιμα, κατανοώντας την βαθιά θρησκευτικότητα των προγόνων μας, αλλά και την προσπάθειά τους για να εξηγήσουν τα ανεξήγητα.
Χάθηκαν τα περισσότερα από τα έθιμα αυτά. Κάποια έμειναν, όπως τα κόκκινα αυγά και οι λαμπροκουλούρες. Αλλά και ούτε στις γειτονιές ακούγεται, πια, το «Σήμερα μαύρος ουρανός…»
Φέτος δεν θα πάμε ούτε στους ναούς. Τα «Δώδεκα Ευαγγέλια» θα τα ακούσουμε από την τηλεόραση. Άραγε, θα νιώσουμε εκείνο το ρίγος;
Επιστροφή στο σπίτι και παράδοση των χρημάτων στη μητέρα για να τα βάλει στον κουμπαρά. Τα «καλά» ρούχα έδιναν την θέση τους στα καθημερινά κι εγώ έπιανα την δική μου θέση στον μεγάλο πάγκο τού φούρνου για να βάζω στις νάιλον σακούλες τα τσουρέκια, που κρύωναν στις λαμαρίνες, και, μετά, τα κουλούρια. Την μύτη την έπνιγε το άρωμα από το μαχλέπι και το βούτυρο, άρωμα που δεν το ξαναβρήκα ποτέ…
Θυμάμαι την μητέρα σε συνεχείς αψιμαχίες με τον παππού μου και τον πατέρα μου εξ αιτίας των τσουρεκιών. Ο παππούς ήθελε περισσότερο μαχλέπι, αλλά η μητέρα ισχυριζόταν πως θα πικρίσουν αν βάλουν περισσότερο. Ο πατέρας ήθελε λιγότερο βούτυρο γιατί κόστιζε. Η μητέρα τον χαρακτήριζε τσιγκούνη και του ζητούσε να φύγει «πάνω απ’ το κεφάλι» της. Έκανε πάντα «του κεφαλιού» της και καμάρωνε όταν οι πελάτες μιλούσαν κολακευτικά για τα τσουρέκια και τα κουλούρια της.
Η πιο μεγάλη της χαρά, θυμάμαι, μια Μεγάλη Πέμπτη, που μπήκε στον φούρνο ο τότε Πρόεδρος της Βουλής, ο Κωνσταντίνος Ροδόπουλος, φίλος τού πατέρα. Μίλησε τόσο κολακευτικά για τα τσουρέκια και τα κουλούρια της μαμάς, που ποτέ δεν την είδα τόσο χαρούμενη.
Εκείνη την χρονιά γνώρισα και την γυναίκα του, την αξιοσέβαστη κυρία Δέσποινα. Πολύ αργότερα έμαθα πως ήταν μονάκριβη κόρη τού μεγάλου Έλληνα μαθηματικού Κωνσταντίνου Καραθεοδωρή. Η κυρία Δέσποινα, με είχε πλησιάσει και μου χάιδεψε το κεφάλι. Από περιέργεια πήρε στα χέρια της το βιβλίο που διάβαζα. Ήταν ένα μυθιστόρημα του Καραγάτση. Χαμογέλασε και με ρώτησε: «Ξέρεις ποιον είχε αδελφό ο Καραγάτσης;» Δεν ήξερα. Μου έδειξε τον άντρα της. «Αυτός είναι ο αδελφός του. Ροδόπουλος είναι και το επώνυμο του Καραγάτση. Το Μίτια Καραγάτσης είναι ψευδώνυμο».
Δεν περιμένω παιδιά στην πόρτα μου σήμερα. Δεν θα ακούσω το «Σήμερα μαύρος ουρανός…» ζωντανά. Θα το βρω σε λίγο στο μουσικό αρχείο μου. Και τώρα που θα κλείσω αυτό το μικρό σημείωμα, θα μεταφερθώ στο καθιστικό, μέσα από την τηλεόραση να παρακολουθήσω τα της Μεγάλης Πέμπτης.
Περισσότερο από κάθε άλλη χρονιά, πιστεύω πως θα δω τον άνθρωπο να σταυρώνεται. Όχι από Ιουδαίους και Ρωμαίους, αλλά από άλλα δεινά. Η «Άκρα Ταπείνωση» είναι περισσότερο αναγκαία σήμερα, που ο θάνατος είναι τόσο πλησίον.
Λέω σήμερα, με όλη την επίγνωση της κρισιμότητας της εποχής, πως το μεταφυσικό νόημα των ημερών δεν ομιλεί για τίποτα άλλο παρά για την επούλωση των πληγών τού ανθρώπου και για το πέρασμά του μέσα από τους ανεξιχνίαστους δρόμους τού θανάτου, έτσι ώστε ν’ αποκτήσει γνώση ζωής.
Με κορυφαίες στιγμές το πλύσιμο των ποδιών, το φιλί τής προδοσίας, την Άκρα Ταπείνωση, την συγγνώμη, τον Επιτάφιο Θρήνο τής μάνας και φυσικά το χαρμόσυνο άγγελμα της ελπίδας που κομίζει η Ανάσταση. Άλλωστε περί τούτου ομιλούν και τα ταπεινά αγριολούλουδα της ελληνίδας φύσης, που κάθε «ξανθό Απρίλη» άδουν το πέρα από την ευτέλεια των εγωιστικών ημερών μας.
Απλώνω δεξιά το χέρι μου. Θέλω να κλείσω με τον Ελύτη. Ανοίγω το «Ημερολόγιο ενός αθέατου Απριλίου» και αντιγράφω:
«Σαν να ‘μαι λέει, ο θάνατος ο ίδιος αλλ’
ακόμη νέος αγένειος που μόλις ξεκινά
κι ακούει πρώτη φορά μέσα στο θάμβος των κεριών
το ‘‘δεύτε λάβετε τελευταίον ασπασμόν’’».
Επίκαιρος και πικρός, προκαλώντας μας να αντιληφθούμε την ιδιαίτερα σκληρή πραγματικότητα.
«-Όλα χάνονται.
Του καθενός έρχεται η ώρα.
-Όλα μένουν.
Εγώ φεύγω.
Εσείς να δούμε τώρα»,
γράφει, κλείνοντας το «Ημερολόγιο». Σειρά μας, λοιπόν, τώρα…
Λάρισα, 16/4/2020