Αλάτι στο πιάτο, αλάτι στο κορμί (οι κολοκυθοανθοί)
HORTUS CONCLUSUS / Τριάντα έξι ιστορίες ξανακερδισμένης άνοιξης από την Ιριδα Κρητικού + 36 πρωτότυπα έργα του Νεκτάριου Αποσπόρη που φιλοτεχνήθηκαν με αφορμή το βιβλίο.
Δύο Σάββατα διαδοχικά κατά τη διάρκεια των περασμένων εβδομάδων, αγόρασα κολοκυθάκια πολύ φρέσκα από τη λαϊκή εξαιτίας του δελεαστικού τους χρώματος μα κυρίως, εξαιτίας της ανθισμένης κορυφής τους. Χωρίς ιδιαίτερο μαγειρικό στόχο, αν και θα ευχόμουν κάποιος ειδήμων φίλος να μου τα παραγέμιζε με ρύζι και μυρωδικά, δεν μπόρεσα να αντισταθώ στο ελαφρά ανεμιζόμενο και φίνο κεφαλάκι τους που ενώ ξεκινά πράσινο σαν το υπόλοιπο τους σώμα εμβαπτίζεται κατόπιν σταδιακά σε νέες αποχρώσεις και απολήγει σε ένα απαλό ηλιόλουστο πορτοκαλί λειράκι που, σ’ εμένα τουλάχιστον, θυμίζει μεταξωτό τσαλακωμένο χειροποίητο χαρτί από ευγενική συσκευασία δώρου πολύτιμου. Ένα μικρό έργο τέχνης από μόνα τους, τα ανθισμένα μου κολοκυθάκια μαράθηκαν άδοξα δύο εβδομάδες διαδοχικά, περιμένοντας στωικά τη σειρά τους στο κάτω ράφι του ψυγείου μου.
Τι τρίτο κατά σειρά Σάββατο, συναντηθήκαμε με τα κολοκυθάκια στη λαϊκή για μια φορά ακόμη. Στην κουζίνα μου το ίδιο βράδυ, έκοψα με το μαχαιράκι μου τα κολοκυθολούλουδα προσεκτικά , φροντίζοντας η βάση τους να μείνει όσο το δυνατόν λεπτότερη. Κι ύστερα τα ζεμάτισα και τα στέγνωσα υπομονετικά. Τ’ αλάτισα με χοντρό αλάτι Μεσολογγίου- άρτυσα με εκλεκτό ανθό τα εκλεκτά μου άνθη. Τέλος αφού τα κύλισα ελαφρά σε λίγο αλεύρι, τα τηγάνισα σε μια βαθιά κατσαρολίτσα που χρησιμοποιώ αρκετά σπάνια.
Τα φάγαμε όρθιοι πάνω απ’ το τηγάνι, αμίλητοι, Όπως στην Αίγινα τα καλοκαίρια που τα βρίσκουμε στον πάγκο της κουζίνας, επιστρέφοντας βρεγμένοι από τη θάλασσα: αλάτι στο πιάτο, αλάτι στο κορμί. Μα στο μαρμάρινο τραπέζι του σκεπαστού που κάθε μεσημέρι αργά, μας περιμένει ήδη στρωμένο το γεύμα, ποτέ μου δεν θυμάμαι να πρόλαβαν να βγουν