Γιατί ταξιδεύουμε; Ομιλία της εικαστικού Γεωργίας Μπλιάτσου για το βιβλίο του Στέφανου Λέπουρα “Ταξιδεύοντας στο Φως των Κυκλάδων”
Από την παρουσίαση του βιβλίου στην Κορρησία της Τζιάς.
Γιατί ταξιδεύουμε;
Ένα ταξίδι καλύπτει ψυχολογικές και συναισθηματικές ανάγκες.
Αποτελεί μια νομιμοποιημένη δραπέτευση και φυγή από την καθημερινότητα η οποία προκαλεί αποφόρτιση και ψυχική ομοιόσταση. Πολλοί ερευνητές τονίζουν την αντικαταθλιπτική επίδραση των ταξιδιών.
Ο ταξιδιώτης ενεργοποιεί όλες του τις αισθήσεις και μαθαίνει πολλά σε σύντομο χρονικό διάστημα. Η μάθηση είναι διδακτική και βιωματική καθώς αλλάζει τον τρόπο σκέψης και τα στεγανά των αντιλήψεων των .Η μάθηση και οι εμπειρίες δημιουργούν μνημονικά αποτυπώματα και ευχάριστες αναμνήσεις.
Ένα ταξίδι ξεκινάει από την πρόθεση και υλοποίηση του. Περιλαμβάνει τον σχεδιασμό, την οργάνωση μέχρι την ολοκλήρωση του. Στην ουσία ένα ταξίδι δεν ολοκληρώνεται καθώς οι αναμνήσεις και οι εμπειρίες επανεμφανίζονται άτακτα και απροσδόκητα.
Ο κόσμος είναι ένα βιβλίο και όσοι δεν ταξιδεύουν διαβάζουν μόνο μια σελίδα. [ Αυγουστίνος ]
Ταξιδεύουμε σήμερα με τον θρυλικό Σκοπελίτη στο φως των Κυκλάδων.
Ένα ταξίδι στο Αιγαίο είναι αληθινή αναψυχή και εύκολο πράγμα.
Στον περασμένο αιώνα όμως εξαιτίας των μέσων συγκοινωνίας που δεν άντεχαν στις φουρτούνες, ένεκα των κουρσάρων που όργωναν τις θάλασσες και ακόμα λόγω των επιδημιών που κάποτε προσέβαλλε τα πληρώματα των πλοίων το ταξίδι αποτελούσε συχνά πραγματική Οδύσσεια. Γι αυτό όταν κάποιος αποφάσιζε να ταξιδέψει έκρινε απαραίτητο να κάνει πρώτα την διαθήκη του .Κανένας δεν μπορούσε να είναι σίγουρος πως θα ξαναγύριζε στον τόπο του.
Ένα βιβλίο που έμεινε στην ιστορία της Ευρωπαϊκής λογοτεχνίας σαν το πρώτο θεμελιακό ενός είδους που από τότε δεν έπαψε ν αλλάζει και που θέριεψε τόσο στους καιρούς μας είναι το Οδοιπορικό του Σατωβριάνδου.
Ο Σατωβριάνδος ξεκινώντας για την Ελλάδα και την Μέση Ανατολή και γυρίζοντας από εκεί με ένα βιβλίο, καθιέρωσε σταθερά δυο μοντέρνους τύπους ζωής και δημιουργίας.
Τον συγγραφέα που ταξιδεύει και το πεζογράφημα των λογοτεχνικών ταξιδιωτικών εντυπώσεων.
Το πρώτο μέρος του Οδοιπορικού του είναι θρεμμένο από την Ελλάδα του 1806.
Μια Ελλάδα χαμένη, αόρατη σαν να ήταν τα έμψυχα όντα κάπου κρυμμένα και κουρνιασμένα << γιατί τα σκιαζε η φοβέρα και τα πλάκωνε η σκλαβιά>> Το 1807 που εκδόθηκε το βιβλίο και έκανε την εμφάνιση του στους κύκλους των διανοουμένων της Ευρώπης κέντρισε το ενδιαφέρον για την υπόδουλη Ελλάδα. Τους έκανε να συγκινηθούν για αυτό τον ανέλπιδο σκλαβωμένο λαό.
Πριν επισκεφθεί τους τόπους πληροφορήθηκε γι αυτούς αντλώντας από την Αρχαία Γραμματεία και από όσες νεότερες πηγές υπήρχαν. Έχει ακόμα μελετήσει όλες τις παλαιές και νέες γεωγραφίες τις σχετικές με τις ελληνικές τοποθεσίες και τα παλαιά και νέα ονόματα τους και έχει συμβουλευτεί όλους τους σχετικούς χάρτες. Είναι λοιπόν ένας ταξιδιώτης πληροφορημένος για το τι θα δει πριν το δει. Είναι ένας σωστός ξεναγός και διερμηνέας του εαυτού του.
Όλα αυτά μαζί με τις περιγραφές των τοπίων, του κλίματος, της αλλαγής των καιρών και των ανέμων, τις αισθητικές προβολές ιστορικών χώρων και αρχαιολογικών μνημείων, τα σκιτσαρίσματα των ανθρώπων που συνάντησε στο ταξίδι, τις εναλλασσόμενες ψυχικές καταστάσεις, τους φιλοσοφικούς διαλογισμούς του κάτω από τον ελληνικό ουρανό και την ερημιά και την δυστυχία της σκλάβας πατρίδας μας συνθέτουν με μικρές πινελιές μια ωραιότατη ταξιδιωτική περιδιάβαση που ο άξονας της είναι αδιάσπαστος.. Επίσης είναι ένας λεπτά διατυπωμένος θαυμασμός προς κάθε τι το ελληνικό και απέχθεια προς τον Οθωμανό τον αλλόθρησκο, τον αντίχριστο δυνάστη. Θα σας διαβάσω μικρό απόσπασμα.
Ο υποπρόξενος με περίμενε στον γιαλό. Πήγαμε να μείνουμε στο χωριουδάκι των Ελλήνων.
Καθώς πηγαίναμε ,θαύμαζα τους τούρκικους τάφους ,που τους ίσκιωναν ψηλά κυπαρίσσια- στα πόδια τους ερχόταν και ξεσπούσε η θάλασσα. Ανάμεσα σ αυτούς τους τάφους είδα γυναίκες σκεπασμένες με άσπρες καλύπτρες, όμοιες με’ ίσκιους. αυτό ήταν το μόνο πράγμα που μου θύμισε κάπως την πατρίδα των Μουσών.
Το κοιμητήρι των χριστιανών αγγίζει το μουσουλμανικό. Είναι ερειπωμένο, δίχως επιτύμβιες πλάκες και δίχως δέντρα. Κάποια καρπούζια φυτρώνουν εδώ και εκεί ανάμεσα σ΄αυτούς τους παρατημένους τάφους μοιάζουν με το σχήμα τους και τη χλομάδα τους ανθρώπινα κρανία που κανείς δεν έλαβε τον κόπο να τα θάψει. Τίποτα πιο θλιβερό από αυτά τα δυο κοιμητήρια, όπου μπορεί κανείς να αντιληφθεί ακόμα και μέσα στην ισότητα και την ανεξαρτησία του θανάτου, την διάκριση του τυράννου από τον σκλάβο.
Στις 30 Αυγούστου στις 8 το πρωί μπήκαμε στο λιμάνι της Τζιας. Είναι ευρύχωρο ,αλλά έρημο και σκοτεινό γιατί το ζώνουν οι ψηλοί λόφοι. Κάτω από τα βράχια της παραλίας φαίνονται μισογκρεμισμένα εκκλησάκια και οι αποθήκες του Τελωνείου. Το χωριό Τζια είναι χτισμένο στο βουνό, μια λεύγα από την ανατολική παραλία στη θέση της αρχαίας Καρθαίας. Μπαίνοντας στο λιμάνι δεν είδα παρά μόνο τρεις τέσσερες ελληνικές φελούκες έχασα μονομιάς κάθε ελπίδα πως θα ξανάβρισκα το αυστριακό μου πλοίο. Το πρώτο αυτό νησί του Αιγαίου δε με γοήτεψε και τόσο – μα ήμουν πια συνηθισμένος στις διαψεύσεις..
Η Τζια αμφιθεατρικά χτισμένη στην άνιση πλαγιά ενός βουνού, είναι ένα χωριό βρωμερό και δυσάρεστο, όμως κάπως πυκνοκατοικημένο. Τα γαϊδούρια, οι χοίροι, τα πουλερικά μπερδεύονταν στα πόδια μας μες στα δρομάκια, κι είναι τόσα πολλά τα κοκόρια και τόσο δυνατά λαλούν ώστε ξεκουφαίνεσαι.
Ας έρθουμε όμως στο σήμερα. Γράφει ο Στέφανος Λέπουρας … Σε μια ώρα από το Λαύριο φθάνουμε στο λιμάνι της Κορησσίας, η όπως παλιά ονομαζόταν Λιβάδι. Βρίσκεται στον ευρύχωρο κόλπο του Αγ. Νικολάου και είναι καλά προφυλαγμένος από τους βόρειους ανέμους με λιμενοβραχίονα και τεχνητούς ογκόλιθους οικισμός τουριστικός και γραφικός διαθέτει φαρδύ παραλιακό δρόμο με καταστήματα σε όλο το μήκος του, ωραία σπίτια και στολίδι του τον ενοριακό ναό της Αγ. Τριάδος που κτίστηκε το 1880 από τον μεγάλο δήμαρχο Κέας Γρηγόριο Ιερομνήμονα.
Η Χώρα [ Ιουλίδα ] πρωτεύουσα του νησιού απέχει από το λιμάνι της Κορησσίας 5,5 χιλ. Τα παλιά χρόνια η Χώρα αποτελούσε το σημείο συνάντησης κατά τις Κυριακές και τις μεγάλες γιορτές όλων των κατοίκων του νησιού. Υπήρχαν 3 ενοριακοί ναοί, 10 -15 ταβέρνες, 3 κουρεία, 10 εμπορικά καταστήματα, 5 καφενεία, και Δημόσιες υπηρεσίες [ Εφορία, Δημόσιο Ταμείο, Χωροφυλακή, Υποθηκοφυλακείο, Ειρηνοδικείο, Δασαρχείο].Τα τελευταία χρόνια την έχουν ανακαλύψει οι τουρίστες και έχει ξεκινήσει μια νέα ανάπτυξη. Το αξίζει άλλωστε γιατί είναι από τις πιο γραφικές Χώρες των Κυκλάδων.
Ο Στέφανος Λέπουρας πιστός στο είδος των ταξιδιωτικών λογοτεχνικών εντυπώσεων μας ξεναγεί σε κάθε ένα από τα 24 Κυκλαδονήσια .Είναι ο ξεναγός μας αλλά και ο οικοδεσπότης μας. Γνωρίζει καλά τον κάθε τόπο ,τους ανθρώπους του, τα ήθη και τα έθιμα τους.
Οι αποσκευές μου σ’ αυτό το ταξίδι είναι χαρτί , μελάνια, μολύβια ,χάρτες, και φυσικά οδηγός μου το βιβλίο του Στέφανου.
Ευχαριστούμε για αυτό το ηλιόλουστο ταξίδι που σχεδίασες , οργάνωσες στα γαλάζια νερά των Κυκλάδων.