Η έκθεση ΕΥΖΩΝΕΣ, λίγο μετά την ολοκλήρωσή της στο Μουσείο της Πόλεως των Αθηνών στο πρόσφατα ανακαινισμένο Κτίριο Σπέντζα, στα Φιλιατρά.

Τα εγκαίνια της έκθεσης θα πραγματοποιηθούν την Τετάρτη 25 Αυγούστου 2021 στις 20.00. Η πρωτοβουλία της έκθεσης ανήκει στην ΑΜΚΕ ΦΕΡΜΕΛΗ. Τη διοργάνωση στα Φιλιατρά έχουν η Κοινωφελής Επιχείρηση Παιδείας Πολιτισμού Αλληλεγγύης Περιβάλλοντος Δήμου Τριφυλίας (Κ.Ε.Π.Π.Α.ΠΕ.ΔΗ.Τ.) και η Επιτροπή «Ελλάδα, Τριφυλία 1821 -2021» σε συνεργασία με την  ΑΜΚΕ «ΦΕΡΜΕΛΗ».

Τον σχεδιασμό της έκθεσης υπογράφουν η Ίρις Κρητικού και ο Νίκος Βατόπουλος. Την επιμέλεια της έκθεσης έχει η Ίρις Κρητικού.

Η έκθεση θα διαρκέσει έως τις 30 Σεπτεμβρίου ενώ θα μεταφερθεί στη συνέχεια και σε άλλους εκθεσιακούς χώρους της περιφέρειας που θα ανακοινωθούν.

———————-

Η ιδέα μιας έκθεσης, το γιλεκάκι που φορούν και άλλες ιστορίες…

Ιρις Κρητικού

Με μεγάλη χαρά, ο Νίκος Βατόπουλος κι εγώ, αποδεχτήκαμε την πρόσκληση σχεδιασμού και επιμέλειας μιας εκ των βασικών πρώτων πολιτιστικών δράσεων εξωστρέφειας της νεαρής αλλά εξαιρετικά δυναμικής ΑΜΚΕ ΦΕΡΜΕΛΗ, προχωρώντας στη μελέτη και την υλοποίηση μιας θεματικής έκθεσης με αντικείμενο τους Εύζωνες και σημαντικά νέα έργα Ελλήνων εικαστικών, πλαισιωμένα από σπάνια ή και ανέκδοτα ιστορικά κειμήλια και συλλεκτικά αντικείμενα.

Η πρωτοβουλία της ΦΕΡΜΕΛΗΣ, συμπίπτοντας με μια δυσχερή εποχή κρίσης κατά την οποία κυριολεκτικά και νοητά κεκτημένα όρια αμφισβητούνται, συμπίπτοντας με μια περίοδο παρατεταμένης παγκόσμιας αναγκαστικής εσωστρέφειας, κατά την οποία η τέχνη διέσωσε για μία ακόμη φορά πολλούς από εμάς, αλλά και καλούμενη εντέλει κατά κάποιον τρόπο να προϋπαντήσει την τόσο σημαντική επέτειο της Εθνικής Παλιγγενεσίας, αποτέλεσε για όλους τους συντελεστές της έκθεσης ένα πολύμηνο κοπιαστικό αλλά συναρπαστικό εγχείρημα.

Το εικαστικό αφιέρωμα, πλαισιωμένο από ζωγραφικά και γλυπτά έργα, εγκαταστάσεις, κατασκευές και φωτογραφίες, συνομιλεί αρμονικά με το ιστορικό αφήγημα που εισάγει τον επισκέπτη στην έκθεση και ταυτόχρονα, ξεδιπλώνει, ελπίζουμε, με τον δέοντα ιστορικό σεβασμό, με περιγραφική συνέπεια αλλά και με πλαστική και αισθητική δεξιότητα, τους διαφορετικούς άξονες των καταβολών, του ιδεολογήματος, του συμβολισμού και του διαχρονικά ευγενούς και πατριωτικού τρόπου δράσης και ύπαρξης του Σώματος των Ευζώνων.

Επιθυμία όλων μας ήταν εξαρχής, συνομιλώντας και αντλώντας από τον παράλληλο πολύτιμο ιστορικό πυρήνα της έκθεσης, η σύγχρονη εικονοποιία της να μην αναλωθεί σε στερεοτυπικές και γραφικές αποτυπώσεις μιας «χάρτινης» εικόνας του Εύζωνα, αλλά να ενισχυθεί με παλλόμενες συγκινησιακά ζωγραφικές απεικονίσεις πορτραίτων ανθρώπων, ηρώων που υπήρξαν και ζωγραφικών λαϊκών ή ακαδημαϊκών προτύπων που κατά το παρελθόν δημιουργήθηκαν και διαδόθηκαν. Να κεντηθεί με πολύτιμες λεπτομέρειες που σε εμπνευσμένη συνομιλία με το αρχαίο και βυζαντινό παρελθόν της ευζωνικής στολής, οδηγούν σε οργανική σύγχρονη έμπνευση. Να ξεδιπλωθεί με την εικαστική απόδοση ιστορικών επεισοδίων, παιδικών και οικογενειακών αναμνήσεων, αθηναϊκών και άλλων στιγμιότυπων με επίκεντρο την ακοίμητη Ανακτορική -και μετέπειτα Προεδρική- Φρουρά, τις κεντρικές αθηναϊκές λεωφόρους και το Μνημείο του Αγνώστου Στρατιώτη στο Σύνταγμα. Στη διαδρομή αυτή, οι εικαστικά αποδοσμένες καταθέσεις προσωπικών αφηγήσεων και οι αναδρομές σε οικογενειακά άλμπουμ με στόχο την εικαστική αποτύπωση, συναντήθηκαν και κατά κάποιον τρόπο ενσωματώθηκαν με τη σειρά τους στο ιστορικό αφήγημα της έκθεσης.

Και αν η διαδικασία της προετοιμασίας αυτής της έκθεσης εμπεριείχε τόση συγκίνηση και επεφύλασσε τόσες εκπλήξεις, είναι γιατί, σε κάθε μικρό σταθμό της, νέα τεκμήρια, φωτογραφίες, κειμήλια και παιδικά παιχνίδια, προσεκτικά φυλαγμένες μνήμες και βιωμένες οικογενειακές παραδόσεις των συμμετεχόντων εικαστικών, έρχονταν να προστεθούν αθόρυβα μα καθοριστικά, στον καμβά της δικής τους αφήγησης.

Τα περισσότερα έργα της έκθεσης, φέρουν πράγματι ένα σημαντικό προσωπικό βάρος. Είναι οι ιστορίες των γονιών, των θείων και των παππούδων, των αναγνωσμάτων και των μουσικών ακουσμάτων των σχολικών εορτών, των παρελάσεων και των ανεξίτηλων παιδικών αναμνήσεων που αθέατα εισχωρούν στη δεύτερη και την τρίτη διάσταση κάθε έργου.

«Το 1941, ο πατέρας μου ήταν γιατρός στην Αλβανία», αφηγείται η δική μου μητέρα, με αφορμή την πρώτη φωτογραφία που μου παραχώρησε και όπου η ίδια, στις 22 Φεβρουαρίου εκείνου του έτους, απαθανατίζεται σε ηλικία πέντε ετών, ντυμένη ευζωνάκι, με φουστανέλα, τσαρούχια, πουκάμισο, φάριο και χρυσοκέντητο βελουδένιο γιλέκο. «Η μητέρα μου, δασκάλα στην Αίγινα, υπηρετούσε τότε ως εθελόντρια νοσοκόμος, φροντίζοντας τους τραυματίες που συνέρρεαν από το Μέτωπο στο νησί – στο ξενοδοχείο «Μιράντα» που είχε επιταχθεί για αυτόν τον σκοπό. Τον Φεβρουάριο εκείνον, στις Αποκριές, με έντυσαν ευζωνάκι στην αυλή του σπιτιού μας η μαμά και η γιαγιά μου. Κάποιος με φωτογράφησε. Ο αδελφός μου δεν είχε ακόμη γεννηθεί. Αυτή τη φωτογραφία, αφού με έβαλαν να φιλήσω το πίσω μέρος της, τη στείλαμε στο αλβανικό μέτωπο όπου πολεμούσε ο πατέρας μου». Η αφιέρωση στην πίσω όψη, με τα γράμματα της γιαγιάς Ζηνοβίας, γράφει: «η Μαιρούλα στον μπαμπούλη της για ανάμνησιν των κεχωρισμένων Απόκρεω που περνούμε εις Αίγιναν…». Πάνω από την αφιέρωση, βάζοντας για σημάδι έναν σταυρό, η γιαγιά Ζηνοβία υπογραμμίζει: «εδώ φίλησε η Μαιρούλα μας +».

Τη φωτογραφία ετούτη, που υπήρξε για εμένα το εναρκτήριο συναισθηματικό λάκτισμα για μια βαθύτερη ψυχική εμπλοκή με τον αφηγηματικό απεικονιστικό μίτο και το ουσιαστικό νόημα ετούτης της έκθεσης, ο πατέρας της και παππούς μου, την κρατούσε συνεχώς επάνω του και την έφερε πίσω μαζί του στην Αίγινα όταν επέστρεψε από την Αλβανία. Η δεύτερη οικογενειακή φωτογραφία που συντρόφευσε επίσης ποικιλοτρόπως τη διαδρομή αυτών των μηνών, είναι ελαφρώς μεταγενέστερη. 1945, και η μητέρα μου με τον μικρότερο, τριετή, ήδη, αδελφό της, τον αγαπημένο μου θείο Κώστα, φωτογραφίζονται και πάλι στην αυλή του σπιτιού. Ντυμένοι όπως πάντα για την παρέλαση και την έπαρση της σημαίας σε κάποια εθνική γιορτή, ευζωνάκι ο μικρός και με αττική φορεσιά που φοριόταν πατροπαράδοτα και στο δικό μας νησί, η μεγάλη.

Και είναι η πρώτη φορά που, τόσα χρόνια μετά, κοιτώντας ξανά και ξανά τις γνώριμες ετούτες φωτογραφίες, παρατηρώ πως η Μαίρη και ο Κώστας με διαφορά λίγων ετών, φορούν με καμάρι το ίδιο γιλέκο. Το γιλέκο του προπάππου τους, καθώς μου επιβεβαιώνει τώρα η μητέρα μου, παραδίδοντάς το με τη σειρά της σε εμένα, αυτό που ο ίδιος ως άλλος εύζων φορούσε πάνω απ’ τη φουστανέλα του. Το αυθεντικό γιλέκο μιας πολύτιμης φορεσιάς καμωμένης από βελούδο και ολοκέντητης με χρυσοκλωστή, χιλιομπαλωμένο πλέον και μεταποιημένο κατοχικά και μετακατοχικά, αλλά πάντα πολύτιμο, για τις ανάγκες των διαδοχικών ενσαρκώσεων και των πολλαπλών ηρωικών μεταγενέστερων ρόλων του.

Η δύναμη της εικόνας του Εύζωνα

Σύμβολα, μοτίβα και παραλλαγές σε μια διαχρονική παράδοση

Του Νίκου Βατόπουλου

Στα φωτογραφικά ατελιέ της Αθήνας, στην Αιόλου, στην Αγίου Μάρκου, στην Ερμού, εκεί όπου συνέρρεαν οι αστοί της Αθήνας στα τελευταία χρόνια του Όθωνα, γύρω στο 1855 και 1860, και στις αρχές της νέας περιόδου, αμέσως μετά, έβλεπε κανείς τη σκηνοθετημένη σύνθεση των αθηναϊκών οικογενειών που στήνονταν για μια φωτογραφία: οι προπάτορες, γεννημένοι ανάμεσα στο 1790 και το 1810 (σε νεαρή ηλικία στη διάρκεια του Αγώνα) έφεραν τη φουστανέλα οι άνδρες, και την παραδοσιακή φορεσιά οι γυναίκες, σε ελαφρώς εξαστισμένη εκδοχή. Οι νεότερες γενιές, που καλούνταν να εκπροσωπήσουν «τας νέας Αθήνας» φορούσαν ευρωπαϊκά ρούχα, κρινολίνα και φράκα, έφεραν κομμώσεις του συρμού.

Στις φωτογραφίες του Πέτρου Μωραΐτη (με το ατελιέ του στην Αιόλου απέναντι στη Χρυσοσπηλιώτισσα), π.χ., μπορεί να δει κανείς τους ανερχόμενους αστούς σε αυτό το μεταίχμιο ενδυματολογικής προσαρμογής, που κρατούσε τη μνήμη με περηφάνια και που έδινε ταυτόχρονα πίστη σε αυτό που ερχόταν. Στις παλιές φωτογραφίες βλέπει κανείς μια πλατιά εκπροσώπηση. Στα στούντιο της Αθήνας, θα πήγαιναν και οι παλαιοί αγωνιστές, οι οπλαρχηγοί, αλλά και οι κυνηγοί, οι άτακτοι, οι ληστές. Όλοι με τη φουστανέλα τους σε διάφορες εκδοχές.

Από τότε που δημιουργήθηκε η Ανακτορική Φρουρά, θα έμπαιναν στα φωτογραφικά στούντιο της Αθήνας και οι εύζωνοι με τσιγκελωτούς μύστακες, χρυσοκεντημένοι, φεσοφόροι, τροπαιούχοι με καριοφίλια ανά χείρας, ατενίζοντες το υπερπέραν μπροστά σε ζωγραφισμένα πανό με ψευδοκλασικές «Αρκαδίες» και βραχώδη τοπία με τρεχούμενα νερά.

Μαζί, με τους εύζωνες, τη νέα θεσμοθετημένη τάξη της ελληνικής πολιτείας, θα έμπαιναν και οι προύχοντες των Μεσογείων, οι κεφαλαιούχοι των Μεγάρων, της Σαλαμίνας και της Αίγινας, θα πόζαραν ευθυτενείς δίπλα σε γυναίκες με την παραδοσιακή φορεσιά της Αττικής, με φλουριά στο μέτωπο, σαν αυτά που περιγράφει ο Σατωμπριάν όταν κρατάει το χέρι της αποθνήσκουσας κόρης των Μεγάρων. Άλλοτε πάλι, ο φουστανελοφόρος θα σταθεί δίπλα σε μια «Αμαλία» και μαζί θα συνθέτουν, ίσως ερήμην τους, την αργή θεσμική ένταξη της παράδοσης στην εικονογραφία του νεαρού έθνους.

Η εικόνα του Εύζωνα, ή του τσολιά κατά τη λαϊκή ονομασία, του αγρότη ή αστού φουστανελοφόρου, πηγαίνει πίσω στη δημώδη ποίηση, στην προφορική παράδοση και στη χειροποίητη ζωή, αλλά η νεότερη εικόνα του μέσα από την Ανακτορική/Προεδρική Φρουρά είναι η θεσμοποίηση αυτής της πνευματικής, εθνογραφικής, υλικής και ψυχικής παρακαταθήκης.

Η «Φέρμελη» έρχεται να ακουμπήσει ακριβώς σε αυτήν την οικεία συνήχηση και να αναμοχλεύσει το κοινό θυμικό. Ο Εύζωνας γίνεται ένα συνεχές, μια διαρκής υπόμνηση της εθνικής συνοχής. Αγγίζει τα όρια της ανθρωπογεωγραφικής συγκίνησης και της πολιτισμικής διάχυσης, η δύναμη της εικόνας του Εύζωνα. Οι συνειρμοί είναι έντονοι.

Κοιτάζω τη φωτογραφία του πεντάχρονου πατέρα μου ντυμένο τσολιαδάκι, στα 1933, φωτογραφημένο σε ένα ατελιέ της Αγίου Μάρκου και ξέρω πως αντίστοιχες φωτογραφίες διασώζονται ως φυλαχτά, τάματα, μενταγιόν μνήμης και ιχνογραφημένα σκαριφήματα, σε αναρίθμητα ελληνικά σπίτια. Επιπλέουν στη φαντασία. Είναι ένα αόρατο νήμα που συνδέει και επιζεί ανεξάρτητα από τη συχνότητα και την ένταση της επίκλησής του.

Συγκινεί η συνύπαρξη και η αντίστιξη της θεσμικής αναβίβασης του Εύζωνα της Ανακτορικής/Προεδρικής Φρουράς με τη λαϊκή, διάχυτη, αταξινόμητη και εν πολλοίς αυθόρμητη και πηγαία παρουσία του στην ελληνική ζωή. Ο έφιππος φουστανελοφόρος Οδυσσέας Ανδρούτσος (ως «γενέος ήρως») δια χειρός Μποστ γίνεται αίφνης μία ονειρική σύνθεση ενός υβριδικού φαντασιακού. Το 1821, η λαϊκή παράδοση, το γενναίο παλληκάρι, ο Άγιος Γεώργιος, οι Θράκες ιππείς, ο λαϊκός πραματευτής, ο βοσκός στην Επίδαυρο και ο ληστής στη Ρούμελη, ενώνονται άτυπα αλλά σθεναρά σε μία κοινή κολυμβήθρα μνήμης και εθνικής αναδίφησης. Εκδοχές ελληνικής ιστορίας και τοπικής συνείδησης εκβάλλουν στα υφαντά, στα κεντίδια, στις πτυχές της φουστανέλας και στη διακοσμημένη φέρμελη, κλωστή κλωστή, σαν το τραγούδι των θυγατέρων που κεντούν.

Όλος αυτός ο πλούτος, συνδυασμός λαϊκής παράδοσης, υφαντικής τέχνης, εθνικής διάκρισης και ηρωικής προβολής, στροβιλίζεται σε μία δίνη συμβόλων, μοτίβων και παραλλαγών. Ο αιώνιος Έλληνας, ο γηγενής, ο ταξιδευτής, το παλληκάρι και ο γεωργός, ο πρόσφυγας, ο ανέστιος και ο περιπλανώμενος, ο πλανόδιος πραματευτής, ο δάσκαλος του χωριού και ο άρχοντας του τόπου, έχουν περάσει σε μία πλατιά εικονογραφία από τα χαρακτικά του Ντυπρέ ή του Πέτερ φον Χες ως τις λαϊκές λιθογραφίες, τα σταμπωτά και τις ναΐφ ζωγραφιές. Η έννοια του ήρωα ήταν πάντα μια συνεκτική δύναμη.

Το ηρωικό στοιχείο στην εικόνα του φουστανελοφόρου έχει πιθανότατα ρίζες στις ιδέες του Ρομαντισμού του 18ου και 19ου αιώνα και μέσω αυτών στους μεσαιωνικούς θρύλους. Φυλλάδες με περιπέτειες ληστών και οπλαρχηγών, με παραλλαγές του Ερωτόκριτου και του Ρωμαίου και της Ιουλιέττας, βαλκανικές ιπποσύνες και τραχιές αλληγορίες, επιζούν ως σήμερα με τον απόηχό τους στην πλατιά ερμηνεία μιας ελληνικής και διαχρονικής εκδοχής ενός Ακρίτα.

Η έκθεση στο Μουσείο της Πόλεως των Αθηνών εμπεριέχει εν σπέρματι όλες αυτές τις ιδέες και τις μετουσιώνει με αφηγηματική απτικότητα σε μια νέα διήγηση. Τόσο τα ενθυμήματα και τα συλλεκτικά αντικείμενα όσο και τα εικαστικά έργων συγχρόνων Ελλήνων δημιουργών συντείνουν σε μία εξ αρχής σύνθεση με υλικά βαθιά οικεία, συγκινητικά ευανάγνωστα.
Με την έκθεση αυτή, η «Φέρμελη» οργανώνει ένα δημόσιο βλέμμα σε μία κοινή προθήκη και ορίζει εκ νέου μια σχέση με ρίζες που εκτείνονται πέρα από τη ζώσα μνήμη.

cof

Στην έκθεση συμμετέχουν οι εικαστικοί:
Γιάννης Αδαμάκης, Χριστίνα Αθανασούλα-Μαντζαβίνου, Χριστίνα Ακτίδη, Χρήστος Αλατσάκης, Νεκτάριος Αποσπόρης, Άννα Αχιλλέως, Κάτια Βαρβάκη, Μαριλίτσα Βλαχάκη, Ειρήνη Βογιατζή, Κική Βουλγαρέλη, Μαίρη Γαλάνη-Κρητικού, Μαρία Γέρουλα, Σάββας Γεωργιάδης, Μαρία Γιαννακάκη, Στρατηγούλα Γιαννικοπoύλου, Δικαία Δεσποτάκη, Μαρία Διακοδημητρίου, Φραγκίσκος Δουκάκης, Αποστόλης Ιτσκούδης, Κατερίνα Ιωαννίδη, Σταυρούλα Καζιάλε, Σοφία Καλογεροπούλου, Μηνάς Καμπιτάκης, Βασίλης Καρακατσάνης, Νίκος Κιτμερίδης, Σοφία Ρόζα Κοσμίδου, Βαγγέλης Κύρης, Βασίλης Λιαούρης, Γιώργος Λουλούδης, Τάσος Μαντζαβίνος, Λυδία Μαργαρώνη, Μηνάς Μαυρικάκης, Στέλλα Μελετοπούλου, Γιάννης Μπεκιάρης, Γεωργία Μπλιάτσου, Ρούλη Μπούα, Μίλτος Παντελιάς, Γεύσω Παπαδάκη, Κωνσταντίνος Παπαμιχαλόπουλος, Χριστίνα Παρασκευοπούλου, Παναγιώτης Πασάντας, Λίζα Πενθερουδάκη, Στέλιος Πετρουλάκης, Γιώργος Σαλταφέρος, Παύλος Σάμιος, Χρήστος Σανταμούρης, Έφη Σδούκου, Βασίλης Σούλης, Χρήστος Στανίσης, Μαρίνα Στελλάτου, Κωνσταντίνα Τζαβιδοπούλου, Βάσω Τρίγκα, Κλαίρη Τσαλουχίδη-Χατζημηνά, Ελευθερία Τσέικο, Κατερίνα Τσεμπελή, Βιργινία Φιλιππούση, Πάβλος Χαμπίδης, Μανώλης Χάρος, Αθηνά Χατζή, Άρτεμις Χατζηγιαννάκη, Αναστασία Χατζίρη, Νικόλας Χριστοφοράκης, Αριστείδης Χρυσανθόπουλος.

Με αφορμή την έκθεση, σχεδιάστηκε αναλυτικός κατάλογος. Τα κείμενα καταλόγου υπογράφουν οι: Λίζα Πενθερουδάκη, Εικαστικός-Πρόεδρος ΔΣ ΑΜΚΕ ΦΕΡΜΕΛΗ, Δρ. Στέφανος Καβαλλιεράκης, Διευθυντής του Μουσείου της Πόλεως των Αθηνών- Ιδρύματος Βούρου-Ευταξία, Δρ. Λάζαρος Ριζόπουλος, Διδάσκων Πανεπιστημίου Πελοποννήσου, Νίκος Βατόπουλος, δημοσιογράφος και Ίρις Κρητικού, ιστορικός τέχνης. Τον σχεδιασμό της έκδοσης έχει ο Ανδρέας Γεωργιάδης.