ΑΘΗΝΑ

Η Αθηνά είναι μια κόρη σκοτεινή που φέγγει.

Απ’ το κεφάλι του πατέρα της, άοπλη ξεπηδώντας κάποτε
Θώρακα σφυρηλάτησε από έρωτες αστραφτερούς.
Παρθένος πάνδημος, σε γάμου κοινωνία ήρθε
Γιο ανταπέδωσε

Σήμερα δε χρωστάει.
Ταξιδεύει συχνά ή λείπει στο ίδιο πάντα μέρος
Απερίσπαστη
Αφουγκράζεται τους χρησμούς
Την εκπλήρωση και τη ματαίωσή τους εξορκίζει
Με απαλές κινήσεις, καθημερινές
Για την ετοιμασία του φαγητού
Για τη γραπτή ύλη της μοναξιάς

Μαύρη αλλά
Γνωρίζοντας πράσινη γλώσσα
Συνεννοείται με το αειθαλές
Γνέθει το λόγο σε νήμα τραχύ
Από αυτά που, άσφαλτα, στον Άδη οδηγούν

Μα δεν το ακολουθεί, η συνετή,
Μικρά κουβάρια μόνο ξεδιαλύνει
Χρησιμοποιεί
Εργάνη, σε φιλέρημο χειμώνα
Μικρά στίχων πλεκτά, εαρινά, ετοιμάζει
Για μεγαλύτερα μεγέθη