Στο Μουσείο Μπενάκη δύο σπουδαία έργα του Ντελακρουά

Ο Ντελακρουά (1798-1863) είναι ένας από τους πιο γνωστούς ζωγράφους στην Ελλάδα. Ένας από τους μεγάλους εκπροσώπους –ο κυριότερος ίσως καλλιτέχνης– του γαλλικού ρομαντισμού, άφησε ως πνευματική κληρονομιά περισσότερα από 9.000 έργα, από πίνακες μεγάλων διαστάσεων μέχρι σχέδια.

Εμπνεύστηκε από σημαντικά ιστορικά γεγονότα, όπως η Ελληνική Επανάσταση του 1821. Το 1824 παρουσίασε τη «Σφαγή της Χίου» με αφορμή το πραγματικό γεγονός της Επανάστασης και ο πίνακας αγοράστηκε από τη γαλλική κυβέρνηση για 6.000 νομίσματα. Το έργο του «H Ελλάδα στα ερείπια του Μεσολογγίου» βασίστηκε στην τρίτη πολιορκία του Μεσολογγίου και στον αγώνα των Ελλήνων το 1825. Ο Ντελακρουά αποτίνει φόρο τιμής στον φιλέλληνα ποιητή λόρδο Μπάιρον, ο οποίος πέθανε στο Μεσολόγγι το 1824, και ο πίνακας αρχικά εκτέθηκε με σκοπό την οικονομική ενίσχυση του ελληνικού αγώνα.

Ο Ντελακρουά δεν επισκέφτηκε ποτέ την Ελλάδα, αλλά το ορμητικό ύφος και τα θέματά του ταίριαζαν στην ανησυχία των Ευρωπαίων για όσα συνέβαιναν στη χώρα μας. Οι ειδήσεις που έφταναν στην Ευρώπη, η φαντασία του ζωγράφου και η ευαισθησία του απέναντι στον ελληνικό λαό καθόρισαν την ατμόσφαιρα των έργων του, μια προσφορά ανυπολόγιστη στον ελληνικό απελευθερωτικό αγώνα.

Δύο έργα του από τη συλλογή του Μουσείου του Λούβρου είχε προγραμματιστεί να συμπεριληφθούν στην έκθεση «1821 Πριν και Μετά» που διοργανώνεται από το Μουσείο Μπενάκη με τη σύμπραξη της Τράπεζας της Ελλάδος, της Εθνικής Τράπεζας και της Alpha Bank για τον εορτασμό της επετείου των 200 χρόνων από την Επανάσταση του 1821 και άνοιξε τις πόρτες της στο κοινό με την επαναλειτουργία όλων των μουσείων στις 14 Μαΐου. Οι πρωτόγνωρες συνθήκες που επικρατούσαν μέχρι τότε στις μετακινήσεις είχαν καταστήσει αδύνατη την έγκαιρη μεταφορά αυτών των έργων.

Μέσα στο καλοκαίρι, και αφού η κίνηση ανθρώπων και έργων τέχνης είχε αποκατασταθεί, τα έργα του Ντελακρουά έφθασαν στην Ελλάδα, συνοδευόμενα από έναν επιμελητή του μουσείου, και πήραν τη θέση τους ανάμεσα σε άλλες δημιουργίες φιλελλήνων ρομαντικών ζωγράφων του δέκατου ένατου αιώνα, οι οποίοι συγκινήθηκαν από τον Αγώνα των Ελλήνων, εμπνεύστηκαν από αυτόν και τον στήριξαν με πολλούς τρόπους.

Τα έργα εκτίθενται στη δεύτερη ενότητα της έκθεσης, η οποία είναι αφιερωμένη στα γεγονότα και στους πρωταγωνιστές της Ελληνικής Επανάσταση. Πρόκειται για τα εξής: Δύο σπουδές για σουλιώτικες φορεσιές και Σπουδή για μαροκινές παντόφλες.

Ο Γιώργης Μαγγίνης, επιστημονικός διευθυντής του Μουσείου Μπενάκη, αφηγείται το ταξίδι των έργων από το Παρίσι στην Αθήνα: «Αυτά τα δύο έργα εντοπίστηκαν από την πρόεδρο του μουσείου Ειρήνη Γερουλάνου στην έκθεση για τον Ντελακρουά στο Παρίσι. Επιστρέφοντας, έφερε τον κατάλογο. Εμείς τότε σχεδιάζαμε την έκθεση και είδαμε πόσο ωραία ήταν αυτά τα έργα, έτσι αρχίσαμε να σχεδιάζουμε να φέρουμε κάποια από αυτά, όχι τα μεγάλα του Λούβρου, που είναι αμετακίνητα.

Το Μουσείο Μπενάκη έχει μια συνεργασία τα τελευταία χρόνια με το Λούβρο, είχαμε δανείσει και δυο έργα πρόσφατα στην έκθεση για τον Ελ Γκρέκο και μέσα στο πλαίσιο αυτών των συνεννοήσεων ζητήσαμε κάποιες σπουδές του Ντελακρουά, που είναι έξοχες. Όλα αυτά συνέβησαν προ πανδημίας.

Εμείς μέσα στην πανδημία είχαμε έτοιμη την έκθεση, μήνες πριν ανοίξει στο κοινό. Αυτά τα δύο έργα δεν μπορούσαν να φύγουν ασυνόδευτα από το Λούβρο, οι συνοδοί μάλιστα τα έχουν στην καμπίνα και όχι μαζί με τις αποσκευές, σε αυτές τις χαμηλές θερμοκρασίες.

Επίσης, όταν φτάνουν τέτοιας αξίας έργα στο μουσείο, ο συνοδός πρέπει να είναι παρών όταν αποσυσκευάζονται, την ώρα που κρεμιούνται ή τοποθετούνται σε προθήκες, οπότε θα βεβαιωθεί ότι οι κλιματιζόμενες συνθήκες είναι όπως πρέπει, μετά θα υπογράψει τα χαρτιά και όταν τελειώσει η έκθεση θα έρθει να τα πάρει πίσω. Αυτή είναι η διαδικασία. Επομένως, αυτό, λόγω των υγειονομικών περιορισμών, έπρεπε να γίνει μετά την άρση των μέτρων, μετά τις 14 Μαΐου.

Η συνέχεια του άρθρου στη Lifo.gr