«Close-Up» /FONDATION BEYELER/ Πορτρέτα και αυτοπροσωπογραφίες από εννέα γυναίκες εικαστικούς
«Close-Up» είναι ο τίτλος της έκθεσης που συγκεντρώνει εννέα γυναίκες καλλιτέχνιδες των οποίων το έργο εστιάζει στην απεικόνιση της ανθρώπινης φιγούρας με τη μορφή πορτρέτων και αυτοπροσωπογραφιών και που κατέχουν εξέχουσες θέσεις στην ιστορία της σύγχρονης τέχνης από το 1870 έως σήμερα.

Η έκθεση στο Fondation Beyeler της Ελβετίας, που θα διαρκέσει μέχρι τις 2 Ιανουαρίου, επικεντρώνεται στη συγκεκριμένη αντίληψη των καλλιτεχνών, στο προσωπικό τους όραμα για τον κόσμο που βρίσκει έκφραση στα πορτρέτα του εαυτού τους και των άλλων
Όταν αυτά τα έργα αντιπαρατεθούν, μας δίνεται η δυνατότητα να κατανοήσουμε πώς αλλάζει η άποψη των καλλιτεχνών για το θέμα τους μεταξύ του δεύτερου μισού του 19ου αιώνα και μέχρι σήμερα και να εκτιμήσουμε τι αντικατοπτρίζεται σε αυτή την άποψη και τι την καθιστά σημαντική. Αντικατοπτρίζεται επίσης και η άνοδος των γυναικών καλλιτέχνιδων κατά τη σύγχρονη περίοδο, όταν τελικά είχαν ευκαιρίες να σπουδάσουν σε ακαδημίες και να συμμετάσχουν σε δημόσιες εκθέσεις στην Ευρώπη και την Αμερική.
Η έκθεση ξεκινά από μια περίοδο κατά την οποία έγινε για πρώτη φορά δυνατόν να δραστηριοποιηθούν επαγγελματικά σε ευρεία βάση γυναίκες καλλιτέχνιδες στην Ευρώπη και την Αμερική. Ήταν η εποχή κατά την οποία η έννοια του πορτρέτου υπέστη μια βαθιά μετατόπιση, μαζί με μια ριζική επανεκτίμηση της έννοιας του ατόμου. Όπως ο ιμπρεσιονισμός εισήγαγε έναν μετασχηματισμό της κλασικής προσωπογραφίας, έτσι και στις αρχές του 20ού αιώνα οι καλλιτέχνες πειραματίστηκαν, εγκαταλείποντας κάθε έννοια ομοιότητας μεταξύ μοντέλου και έργου.
Στη συνέχεια, το πορτρέτο μετατράπηκε σε μια μορφή έκφρασης για την εξερεύνηση νέων αντιλήψεων για υποκειμενικότητα και για νέες δυνατότητες αναπαράστασης. Η τροχιά αυτής της πορείας απεικονίζεται υποδειγματικά σε αυτή την έκθεση.
Η έκθεση ανοίγει με δυο διάσημες γυναίκες του ιμπρεσιονισμού που έγιναν πρότυπα για τις επόμενες γενιές γυναικών ζωγράφων, την Μπερτ Μοριζό (1841-1895) και τη Μαίρη Κάσατ (1844-1926).
«Η δουλειά αυτής της γυναίκας είναι εξαιρετική. Το κακό είναι πως δεν είναι άντρας», είπε κάποτε ο Εντουάρ Μανέ μπροστά στους πίνακες της Μπερτ Μοριζό. Η διαπίστωση ίσχυε για όλες τις γυναίκες που τόλμησαν και ζωγράφισαν, εκπαιδεύτηκαν και εξέθεσαν σε μια εποχή που η τέχνη ήταν γένους αρσενικού.

Η Μπερτ Μοριζό ήταν μια από αυτές, σύζυγος του αδελφού του Εντουάρ Μανέ, μια γυναίκα με έντονη προσωπικότητα και ταλέντο, η οποία μας άφησε έργα με διαυγή ποιότητα. Ο Ζαν-Μπατίστ Καμίγ Κορό ήταν δάσκαλός της και η ζωγραφική της ήταν επηρεασμένη από την κλασική της παιδεία. Υπήρξε μέρος ενός καθοριστικού κεφαλαίου της ιστορίας της τέχνης και έφτιαξε έργα που ήταν περιζήτητα για εμπόρους και συλλέκτες, αν και, παρά τα επιτεύγματά της, δεν είναι τόσο γνωστά όσο των ανδρών συναδέλφων της εποχής της.
Οι πίνακες ζωγραφικής και τα πορτρέτα της φανερώνουν την εξαιρετική πορεία μιας ζωγράφου η οποία, σε αντίθεση με τους κανόνες της εποχής και του κοινωνικού της περιβάλλοντος, έγινε σημαντικό μέλος της παρισινής πρωτοπορίας από τα τέλη της δεκαετίας του 1860 μέχρι τον θάνατό της το 1895.
«Μια Αμερικανίδα ιμπρεσιονίστρια στο Παρίσι», αυτός είναι ο τίτλος που δίνεται συχνά στη Μαίρη Κάσατ, που γεννήθηκε στην Πενσιλβάνια των ΗΠΑ, αλλά έζησε στη Γαλλία για περισσότερα από 60 χρόνια. Το 1894, ο κριτικός τέχνης, ιστορικός και δημοσιογράφος Γκιστάβ Ζοφρουά τη χαρακτήρισε ως μία από τις «Les Trois grandes dames» (τρεις μεγάλες κυρίες) του ιμπρεσιονισμού, μαζί με τη Μαρί Μπρακεμόν και την Μπερτ Μοριζό. Υπήρξε φίλη του Εντγκάρ Ντεγκά και στα έργα της δημιουργούσε εικόνες από τη δημόσια και ιδιωτική ζωή των γυναικών, δίνοντας ιδιαίτερη έμφαση στον στενό δεσμό ανάμεσα στις μητέρες και τα παιδιά.
Η Κάσατ μεγάλωσε σε ένα περιβάλλον που πίστευε πως τα ταξίδια είναι αναπόσπαστο μέρος της εκπαίδευσης. Γι’ αυτόν τον λόγο, επισκέφθηκε πολλές ευρωπαϊκές πρωτεύουσες, όπως το Λονδίνο, το Παρίσι και το Βερολίνο, έμαθε γερμανικά και γαλλικά, ενώ έκανε τα πρώτα της μαθήματα στη ζωγραφική και τη μουσική.
Η μητέρα της, Κάθριν, απεικονίζεται στον πίνακα «Διαβάζοντας τη Le Figaro», που φιλοτεχνήθηκε το 1878. Η πρώτη επαφή της με τους Γάλλους καλλιτέχνες έγινε στη Διεθνή Έκθεση του Παρισιού, το 1855, όπου ήταν παρόντες οι Ντεγκά και Πισαρό, μετέπειτα συνάδελφοι και μέντορές της. Το έργο της δεν επικεντρώνεται σε τοπία, που ήταν η καρδιά του ιμπρεσιονισμού, αλλά σε πρόσωπα.
Η έντονη και πολλά υποσχόμενη δουλειά της Πόλα Μόντερσον-Μπέκερ (1876-1907) διακόπηκε όταν πέθανε στη διάρκεια του τοκετού της το 1907. Τα περισσότερα έργα της δημιουργήθηκαν μεταξύ 1900 και 1907. Σήμερα θεωρείται πρωτοπόρος του μοντερνισμού. Η Γερμανίδα ζωγράφος τόλμησε να ζωγραφίσει ένα γυναικείο γυμνό σώμα, το δικό της, τριακόσια χρόνια μετά την Αρτεμισία Τζεντιλέσκι, και εξελίχθηκε σε μια από τις σπουδαιότερες εκπρόσωπους του πρώιμου εξπρεσιονισμού και μια από τις ελάχιστες γυναίκες ζωγράφους που συμπορεύθηκαν και επηρεάστηκαν από κορυφαίους καλλιτέχνες όπως ο Πικάσο, ο Ματίς και ο Γκογκέν.


Το ταμπού που έσπασε η Μόντερσον-Μπέκερ ήταν η αποδεκτή θεματολογία από γυναίκες ζωγράφους που περιστρέφονταν γύρω από την οικογένεια και κάποια τοπία σε κοντινές αποστάσεις. Το 1895 γνωρίστηκε με τα μέλη του καλλιτεχνικού ρεύματος Worspewede, μιας καλλιτεχνικής κοινότητας στη Βόρεια Γερμανία, τους Όττο Μόντερσον, Φρίτς Μάχενσεν, Φρίτς Οφερμπεκ και Χάινριχ Φόγκελερ. Γνωρίστηκε με τη γλύπτρια Κλάρα Βέστχοφτ και τον μεγάλο Γερμανό ποιητή Ράινερ Μαρία Ρίλκε, ο οποίος θαύμαζε όχι μόνο το έργο της, αλλά και την τολμηρή και ανατρεπτική προσωπικότητά της.
Ολο το άρθρο της Αργυρώς Μποζώνη στη lifo.gr