Επειδή τα πάντα τελειώνουν…
Δεν βγαίνει πια από το σπίτι του.
Εξάλλου πού να  πάει;
Δεν τον περιμένει κανείς εκεί έξω.
Όλα τελείωσαν όπως έπρεπε, επειδή τα πάντα τελειώνουν.
Κάποτε.
Επειδή έτσι πρέπει και δεν γίνεται αλλιώς.
 Ζει λοιπόν το πένθος του γαλήνιος
μετρώντας και ξαναμετρώντας τα ψήγματα χαράς
που ξέμειναν στη τσέπη του από όσα έζησε.
Τώρα είναι λίγο πιο σκυφτός,
λίγο πιο άδειος,
λίγο πιο κουρασμένος,
λίγο πιο μεγάλος.
Τώρα είναι πάλι ο εαυτός του.
Όμως και λίγο πιο δυνατός μέσα στην αδυναμία του.
Εξάλλου τί έχει να περιμένει;
Ο έρωτας είναι πάντα εγωιστής και βραχύβιος.
Ο έρωτας αντριεύει  μέσα από τον πόνο και την ηδονή.
Την επίδειξη ανώφελης δύναμης.
Οι συνήθεις χρόνοι του έρωτα είναι ο αόριστος,
είναι ο υπερσυντέλικος.
Της αγάπης πάλι ο μέλλων διαρκείας.
Η καημενούλα, η φτωχή του αγάπη.
Στάζει ανώφελη μέσα στο άδειο δωμάτιο σαν υγρασία.
Κι εκείνος ν’ αλλάζει λιώνοντας αργά.
Τί έχει λοιπόν περισσότερο να περιμένει παρά την φρούδα φιλανθρωπία των αναμνήσεων; Ας καμώνεται τώρα πως ζει… κατά βάθος δεν ζει πια.
Ή, ζει για να θυμάται τότε…που ζούσε.
Αφού μόνο η βροχή τον παρηγορεί πια.
Μη μπορώντας ούτε να κλάψει, η βροχή είναι κάποια λύση…