6 Νοεμβρίου 1923: Όταν ένα καρότσι χρήματα δεν έφτανε για ένα μπουκάλι γάλα στη Γερμανία

Το φάντασμα και ο φόβος του πληθωρισμού κατατρύχει ως τις μέρες μας τη Γερμανία.

Το ημερολόγιο γράφει 6 Νοεμβρίου 1923 και η Γερμανία έρχεται αντιμέτωπη με την κορύφωση της κρίσης του υπερπληθωρισμού. «Η Reichsbank έχει σε κυκλοφορία 400.338.325.350.700.000.000 μάρκα και ο πληθωρισμός είναι 355.700 εκατ. φορές τα επίπεδα του 1913» διαβάζουμε στο This Day in Business History του Φράνσις Ρέιμοντ.

Τι σημαίνει αυτό πρακτικά για τους Γερμανούς; Πως αν θέλουν ένα καρβέλι ψωμί θα πρέπει να δώσουν το ιλιγγιώδες ποσό των… 200 δισεκατομμυρίων μάρκων. Τον Σεπτέμβριο εκείνου του έτους το καρβέλι στοίχιζε 1,5 εκατ. μάρκα, ενώ μόλις έναν χρόνο νωρίτερα η τιμή του ήταν στα 163 μάρκα.

Ο ανταποκριτής της Daily Mail στο Βερολίνο περιέγραφε πως για να αγοράσει κανείς κάτι απλό, όπως μία εφημερίδα ή ένα μπουκάλι γάλα δεν έφτανε ούτε ένα καρότσι γεμάτο χρήματα. Οι ετικέτες με τις τιμές πάνω στα προϊόντα δεν είχαν κανένα νόημα. Από τη στιγμή που έφτανε κάποιος στο κατάστημα μέχρι να έρθει η ώρα να πληρώσει στο ταμείο η τιμή ενός προϊόντος μπορεί να είχε ακόμη και υπερδιπλασιαστεί.

Δύο 24ωρα αργότερα, το βράδυ της 8ης Νοεμβρίου ένας πικραμένος, γραφικός πρώην λοχίας, που έχει στο πλευρό του δεκάδες φανατικούς, θα επιχειρήσει σπό μία μπυραρία του Μονάχου, όπου είχαν συγκεντρωθεί 3.000 πολίτες για να ακούσουν την ομιλία του Γκούσταβ φον Καρ, να ανατρέψει τη Δημοκρατία και να καταλάβει την εξουσία. Το πραξικόπημα δεν πετυχαίνει και ο ίδιος συλλαμβάνεται στις 12 Νοεμβρίου. Το όνομά του ήταν Αδόλφος Χίτλερ.

Τα όσα ακολούθησαν είναι γνωστά και εξηγούν γιατί το φάντασμα του πληθωρισμού εξακολουθεί ακόμη και σήμερα να κατατρύχει τους Γερμανούς.

Νατάσα Στασινού

Ο φόβος του υπερπληθωρισμού

Φανταστείτε να πηγαίνατε στον φούρνο να πάρετε μια φρατζόλα ψωμί και να χρειαζόσασταν για να την αγοράσετε ένα δισεκατομμύριο. Κάποιοι άνθρωποι δεν χρειάζονταν να το φανταστούν. Αυτή τη σκηνή την έχουν ζήσει στα αλήθεια. Στη Γερμανία το 1923, στην Ελλάδα το 1944, πιο πρόσφατα στη Βενεζουέλα, το 2018. Euro2day.gr

Τι οδήγησε σε αυτό το αποτέλεσμα; Ο υπερπληθωρισμός, το φαινόμενο δηλαδή όπου οι τιμές των αγαθών και των υπηρεσιών αυξάνονται εκθετικά, απαξιώνοντας το επίσημο νόμισμα. Συγκεκριμένα χαρακτηρίζεται έτσι ένας πληθωρισμός που υπερβαίνει το 50% ανά μήνα. Το παγκόσμιο ρεκόρ στον πληθωρισμό, σύμφωνα με τον πίνακα Hanke Krus Hyperinflation Table, το κατέχει η Ουγγαρία του 1945. Κάθε 15 ώρες διπλασιάζονταν οι τιμές! Στη δεύτερη θέση είναι η Ζιμπάμπουε, που αναγκάστηκε τελικά να διακόψει την κυκλοφορία του νομίσματός της.

Οι περισσότερες χώρες φιλοξενούνται στη λίστα, κάποιες μάλιστα για παραπάνω από μια φορά. Η Ελλάδα κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου βρίσκεται στην 6η θέση. Σίγουρα θα έχετε ακούσει ή διαβάσει τι έγινε στη χώρα μας εκείνη την περίοδο. Είχαν εκδοθεί μέχρι και χαρτονομίσματα με ονομαστική αξία δισεκατομμυρίων, με ελάχιστη αγοραστική αξία.

Ποιοι ευθύνονται για τα προβληματικά νομίσματα; Οι κυβερνήσεις; Οι οικονομικές συνθήκες; Ό,τι και να φταίει, ένα είναι βέβαιο: ότι μπορεί να συμβεί σε οποιοδήποτε χώρα. Δεν υπάρχει καμιά διαβεβαίωση για κανένα κράτος πως δεν θα τύχει κάποιος άχρηστος κυβερνήτης ή εξαιρετικά δυσμενείς οικονομικές συνθήκες.
Δεν είναι θέμα DNA ή κάποιου άλλου παρόμοιου χαρακτηριστικού. Ακόμα και οι πειθαρχημένοι -σύμφωνα με το στερεότυπο- Γερμανοί, την περίοδο 1922-1923, έβλεπαν τις τιμές να διπλασιάζονται κάθε 3,5 ημέρες. Στη λίστα με τις χώρες που έχει εμφανιστεί υπερπληθωρισμός, η Γερμανία κατέχει περίοπτη θέση. Τον Ιανουάριο του 1919 στη Γερμανία, άλλαζες 9 μάρκα με 1 αμερικανικό δολάριο. Τον Ιούλιο το δολάριο άξιζε 14 μάρκα. Και τα προβλήματα ήταν ακόμα στην αρχή τους. Τον Ιανουάριο του 1922 το δολάριο έκανε 190 μάρκα. Ως τότε, το μάρκο είχε ήδη χάσει 95% της αξίας του μέσα σε 3 χρόνια.

Μέσα στους επόμενους 6 μήνες συνέχισε να πέφτει. Χρειαζόταν κανείς 495 μάρκα για ένα δολάριο και τον Ιανουάριο του 1923, άλλους 6 μήνες μετά, όλα έδειχναν πως το ποτήρι κόντευε να ξεχειλίσει. Το δολάριο ισούταν με 18.000 μάρκα. Αλλά βέβαια δεν μπορούσε κανείς να το αγοράσει. Από εκεί και πέρα έχασε ολοκληρωτικά την αξία του. Τον Ιούλιο του 1923, κόστιζε 350.000 μάρκα. Τον Αύγουστο, ένα δολάριο αντιστοιχούσε σε 4.620.000 μάρκα. Τον Σεπτέμβριο, χρειάζονταν σχεδόν 100 εκατομμύρια μάρκα για κάτι που πριν λίγα χρόνια κόστιζε 9!

Τον Οκτώβριο, έπεσε ακόμα πιο χαμηλά, φτάνοντας τα 25 δισ. Το Νοέμβριο, έφτασε σε έναν αριθμό που μόνο ένας αστρονόμος μπορούσε να συλλάβει: 4.200.000.000.000 μάρκα για ένα και μόνο δολάριο. Ο κόσμος πάλευε να φτάσει στο μπροστινό μέρος της ουράς σε ένα μαγαζί, γιατί αν ήταν στο τέλος, οι τιμές θα είχαν ανέβει πριν φτάσει στο ταμείο για να πληρώσει. Τους τελευταίους μήνες, πάνω από 30 μύλοι χαρτιού δούλευαν συνέχεια και 144 εκτυπωτήρια με 2.000 πρέσες, μέρα και νύχτα, μόνο και μόνο για να παράγουν μεγάλες ποσότητες άχρηστων χαρτονομισμάτων.

Στην αρχή, υπήρξαν ορισμένα βραχυπρόθεσμα οφέλη, από την πλευρά της οικονομικής δραστηριότητας. Αποθαρρύνοντας την αποταμίευση και ενθαρρύνοντας την κατανάλωση, ο επιταχυνόμενος πληθωρισμός είχε δώσει ώθηση στην παραγωγή και την απασχόληση. Μέχρι το τελευταίο τρίμηνο του 1922, το υποτιμημένο μάρκο ενίσχυε τις εξαγωγές. Το 1923, όμως, η οικονομία κατάρρευσε. Το πλήγμα ήταν πολύ βαθύ για να επουλωθεί.

Τι οδηγεί σε αυτή τη δυσάρεστη, έως αφόρητη, οικονομική κατάσταση; Υπάρχουν διαφορετικοί λόγοι. Συνήθως η οικονομία είναι ήδη αδύναμη, αλλά δεν φτάνει αυτό. Υφίσταται και ένα σοκ, όπως για παράδειγμα μια πολεμική αναμέτρηση, φυσική καταστροφή, πολιτική κατάρρευση. Τα κρατικά έσοδα δεν επαρκούν, η κυβέρνηση αναζητά λύση από το τυπογραφείο, ο κόσμος χάνει την πίστη του στο νόμισμα και οδηγούμαστε σε ένα φαύλο κύκλο.

Ο φόβος είναι εγγενής στην ανθρώπινη συμπεριφορά. Οι άνθρωποι προσπαθούν να προστατευθούν από τις αβεβαιότητες στο μέλλον. Για τον σκοπό αυτό υπάρχουν τα χρήματα με τη μορφή αποταμίευσης. Είναι ένα εργαλείο αντιστάθμισης έναντι του μέλλοντος. Ωστόσο τα κρατικά νομίσματα έχει αποδειχθεί ιστορικά ότι δεν είναι ο κατάλληλος τρόπος διαφύλαξης αξίας. Όλα τα χρήματα που έχουν αποταμιεύσει οι άνθρωποι κατά τη διάρκεια της ζωής τους θα εξαφανιστούν. Τα χαρτονομίσματα στο πορτοφόλι τους φυσικά θα είναι ακόμα εκεί, όμως η αγοραστική τους αξία είναι καταδικασμένη να συρρικνώνεται, λόγω του πληθωρισμού και της υποτίμησης. Πρόκειται για έναν κανόνα χωρίς εξαίρεση στην οικονομική ιστορία.

Ο Πάουελ (φωτό) έχει δίκιο. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι οι ΗΠΑ είναι σε θέση να εξοφλήσουν το χρέος τους. Δεν υπάρχει θέμα αυτή τη στιγμή, ούτε πιθανότατα να υπάρξει στο μέλλον. Όμως αυτό είναι ένα ερώτημα χωρίς ιδιαίτερη σημασία. Ο πιο σημαντικός προβληματισμός σήμερα αφορά το αν είναι βιώσιμο το χρέος των ΗΠΑ με τα τρέχοντα επιτόκια, χωρίς η FED να είναι ο μεγαλύτερος αγοραστής. Η απάντηση σε αυτό είναι ένα τεράστιο «Όχι».

Το ευρώ, το δολάριο και τα υπόλοιπα κρατικά νομίσματα, με αφορμή την πανδημία και την ανάγκη των κυβερνήσεων να δημιουργήσουν τεράστια ποσότητα χρημάτων, υποτιμώνται με απίστευτη ορμή. Ωστόσο κανείς δεν φαίνεται να ενδιαφέρεται γι’ αυτό που τιμωρεί τους μισούς σχεδόν πολίτες των ανεπτυγμένων χωρών οι οποίοι δεν διαθέτουν περιουσιακά στοιχεία όπως ακίνητα και μετοχές. Αυτοί αισθάνονται εγκλωβισμένοι σε ένα αδιέξοδο. Αντιλαμβάνονται ότι όλα γίνονται πιο ακριβά, όμως εκείνοι δεν κερδίζουν περισσότερα χρήματα.