«Λεωφορείον ο Πόθος». Στη Σκηνή «Νίκος Κούρκουλος» του Εθνικού Θεάτρου

Τα έργα του Τένεσι Ουίλιαμς απαντούν σε ένα ευρύ τοπίο θραυσμάτων, αποσπασματικότητας, αμφισημιών, που βρίσκεται στον αντίποδα μιας παράδοσης καθαρογραμμένων και ευανάγνωστων αφηγημάτων. Το γεγονός, μάλιστα, ότι ένα από τα θέματα που στοιχειώνει την έμπνευση του Αμερικανού συγγραφέα είναι η τρέλα, με την ταλάντευση ανάμεσα στο αληθινό και την αυταπάτη, τη λογική και την παράκρουση, φέρνει τα έργα του εγγύτερα στη σύγχρονη τέχνη του κολάζ, του παστίς, της έλλειψης συνοχής και οργάνωσης. Με άλλα λόγια, κάποιες δραματουργίες, χωρίς να το επιχείρησαν αξιωματικά, προοικονόμησαν υστερότερες κουλτούρες (παραστατικές, γραφής και άλλες). Και ο λόγος ήταν ότι οι δημιουργοί τους οραματίστηκαν πρόωρα διόδους διαφυγής, απλώνοντας το βλέμμα τους πέρα και πάνω από τα στεγανά της τεχνικής και της στενής μυθοπλασίας

Το «Λεωφορείον ο Πόθος» όπως και τα άλλα σημαντικά έργα του Ουίλιαμς φέρουν πολλά από τα εργαλεία των σημερινών θεατρικών πρακτικών. Αντιφάσεις: σπαρακτική ποίηση με περίτεχνα σύμβολα και ακραία ρεαλιστικός λόγος, ελκυστικά ουτοπικοί χαρακτήρες και ταυτόχρονα ακανθώδεις. Αλληλοκαλύψεις: κανένας δεν είναι απόλυτα καλός ή κακός και τίποτα δεν χρωματίζεται άσπρο ή μαύρο, καθώς όλοι και όλα κινούνται σε ένα ενδιάμεσο χώρο, ωσάν σε μια γκρίζα ζώνη. Έλλειψη επικοινωνίας: μια ηχώ του θεάτρου του παραλόγου που εδώ γίνεται η ουσία της τραγωδίας (η υπαρξιακή συνθήκη της δυσαρμονίας σε οποιαδήποτε μορφή επικοινωνίας).

Εξίσου ενδιαφέρουσα αποδεικνύεται και η λειτουργία του μύθου. Στο «Λεωφορείο», εν προκειμένω, ο μύθος δεν εξυπηρετεί μια οριζόντια εξιστόρηση συμβάντων, αλλά καθίσταται το όχημα μέσω του οποίου έρχονται στην επιφάνεια οι πολλαπλές αντιφάσεις και το πολυδιάστατο των προσωπικοτήτων. Αυτή ακριβώς η θεώρηση του μύθου δίνει την εντύπωση μιας μακρινής αντανάκλασης της κατοπινής αποσταθεροποίησης των κλασικών δραματουρικών πυλώνων από το μεταδραματικό θέατρο. Ίσως ακόμα και η φράση της Μπλανς Ντιμπουά «δεν θέλω ρεαλισμό, θέλω μαγεία» να προσλαμβάνει μια διάσταση μανιφέστου για ένα θέατρο που επαναδιαπραγματεύεται τους δεσμούς του με τον πραγματικό, υλικό κόσμο. Δύσκολα, ωστόσο, μπορεί κανείς να παραβλέψει και τα κοινωνικοπολιτικά μηνύματα που διαγράφονται στο έργο του Ουίλιαμς. Η Μπλανς είναι η ενσάρκωση ενός νόθου και πλάνητα ανθρώπου που, σαν άλλος Προμηθέας, τιμωρείται για τα ιδεώδη του, ενώ ο Στάνλεϋ, με την πέτρινη (stone) πυγμή του  ανακαλεί κάτι από τη ρητορική του φασισμού και των έμφυλων διακρίσεων. Η μεταξύ τους αντιπαράθεση ενέχει μια δόση σαρκαστικού χιούμορ, καθώς στο τέλος όλοι μοιάζουν να υποφέρουν από έλλειψη απόδοσης δικαιοσύνης. Αυτό πιθανόν να είναι και το τίμημα που πληρώνει ένας κόσμος ανερμάτιστος, χαμένος ανάμεσα στα ένστικτα και τα ιδανικά, το κάλλος και την στυγνότητα.

Η σκηνοθεσία του Θανάση Σαράντου και οι ερμηνείες

 Ο Θανάσης Σαράντος ακολούθησε τα ίχνη της φαντασίας του Τένεσι Ουίλιαμς στην απόδοση του καθοδικού σπιράλ ενός ταραγμένου νου με αντιστικτικό φόντο τη σαγηνευτική εξωτική ατμόσφαιρα του αμερικάνικου Νότου. Χωρίς γραφικές εξάρσεις, έδειξε απροκατάληπτα προς το ζωτικό χώρο του δράματος με γλαφυρά σκηνικά σημεία και με εικαστική παραστατικότητα. Στην οικοδόμηση των χαρακτήρων απέφυγε μονολιθικές περιγραφές, επενδύοντας περισσότερο στις διαπιδύσεις των συμπεριφορών που φωτίζουν τις ακαριαίες μεταμορφώσεις των προσώπων και αναδεικνύουν τις υπολανθάνουσες αντινομίες τους. Στις συγκρουσιακές σκηνές υιοθετήθηκε μια οικονομία που χαρακτηρίστηκε από ακρίβεια και ουσιαστική πυκνότητα, χωρίς μελοδραματικά πλεονάσματα. Η Μπλανς της Κωνσταντίνας Τάκαλου έφερε τόσο τη γοητεία της αιθέριας και ευάλωτης ύπαρξης όσο και τη σκληρή βούληση του διεκδικητή. Παλλόμενη ανάμεσα στον πόθο, τη ματαιοδοξία και την αναπόληση αποκάλυψε όλες τις δυνατές όψεις μιας πολυσύνθετης μορφής. Η πορεία της προς την τρέλα συσφαιρώθηκε με σαφήνεια γύρω από τις κομβικές σκηνές στο λουτρό, καταλήγοντας σε μια κορύφωση με ποιητικό βάθος που απογύμνωνε μια αίσθηση τραγικότητας. Ο Στάνλεϋ του Αποστόλη Τότσικα στάθηκε έντιμα και με δυναμική απέναντι στην επιταγή για αποτύπωση της πρωτόγονης ζωτικότητας και της αδάμαστης ορμής που διαπερνά ταξικά στεγανά και στέφει θριαμβευτικά  αυταξίες. Η Στέλλα της Νάνσυ Μπούκλη μετέδωσε τον υπόκωφο βόμβο της εσωτερικής πάλης κάτω από το ατάραχο λούστρο μιας συνθηκολόγησης, ενώ ο Μιτς του Ιερώνυμου Καλετσάνου παγιώθηκε ως μια λεπταίσθητη φύση, έναν επί γης «άγγελο» χωρίς τα φτερά μιας υψηλής αποστολής και ενός ανώτερου προορισμού.

Πηγη 

Ολη η Μπλανς είναι μια δυσκολία, λέει η Κωνσταντίνα Τάκαλου που υποδύεται την πρωταγωνίστρια του έργου. Κι αυτό που τη δυσκόλεψε «είναι το κομμάτι της πραγματικότητας και της ψευδαίσθησης. Ο Ουίλιαμς δεν της φορτώνει μόνο ένα παρελθόν, ότι οδήγησε τον άνδρα της στην αυτοκτονία όταν κατάλαβε ότι ήταν ομοφυλόφιλος. Αλλά και ότι έμεινε δύο χρόνια στο ξενοδοχείο “Φλαμίνγκο”, έχοντας σεξουαλικές επαφές με αγνώστους. Με έναν πανικό που την έσπρωχνε από τον έναν στον άλλον. Και την ταυτότητα, ότι η γυναίκα πρέπει να έχει νιάτα για να αρέσει. Φόρτωσε πολλά ο Ουίλιαμς στην Μπλανς. Την έκανε αλκοολική, να καπνίζει διαρκώς, να θέλει προστάτη για να βαδίσει στη ζωή».

Ποια είναι η σημερινή Μπλανς; «Ανθρωποι με νευρώσεις όπως εκείνη έχουν τέτοια στοιχεία. Νιώθουν ότι δεν βολεύονται και αγανακτούν, αλλά δεν κάνουν κάτι γι’ αυτό. Βλέπω ανθρώπους βαθιά πληγωμένους σαν να ρουφήχτηκαν προς τα κάτω. Να, ο κορωνοϊός ήταν μια μεγάλη γροθιά στην ανθρωπότητα. Αλλά οι άνθρωποι δεν μαλάκωσαν. Στο πρόσωπο της Μπλανς Ντιμπουά βλέπω αυτούς που φωτογραφίζονται με τα κινητά τους διαρκώς, είτε στη λαϊκή, δίπλα στα μαρούλια, είτε στα κλαμπ και στην παραλία. Αυτοί που αναζητούν όλη την ώρα επιβεβαίωση της εικόνας τους. Φωτογραφίζονται και βάζουν τους άλλους κριτή της ζωής και της καθημερινότητάς τους. Μέσα σε όλο αυτό υπάρχει μια φινέτσα, γιατί φτιάχνουν την εικόνα τους για να φωτογραφηθούν, το μάταιο της ύπαρξής τους. Και μένουμε στην εικόνα κι όχι στον ψυχισμό και στα θραύσματα του άλλου που φωτογραφίζεται, πόσες φορές, κάθε μέρα».   ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΑΠΟ ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΤΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΑΣ ΤΑΚΑΛΟΥ ΣΤΗ ΓΙΩΤΑ ΣΥΚΚΑ ΣΤΗΝ ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ