Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης – ο παράξενος Αναχωρητής της Σκιάθου (1851-1911)

Κείμενα –σκέψεις από τους Π. Νιρβάνα, Ιω.Κονδυλάκη, Γ. Φτέρη.

Επιμέλεια: Χριστίνα Φίλιππα
“Γεννήθηκε στη Σκιάθο στις 4 Μαρτίου 1851και πέθανε στη Σκιάθο 3 Ιανουαρίου 1911.

Σήμερα, 110 ακριβώς χρόνια από το θάνατό του το έργο του έχει εκδοθεί και για την ζωή του πολλά έχουν γραφτεί.

Το άρθρο αυτό δεν φιλοδοξεί να κάνει μία ανάλυση του έργου του, ούτε να καταθέσει ένα ακόμα βιογραφικό σημείωμα. Θα αναφερθούμε σε μερικά κείμενα και απόψεις σημαντικών λογίων-δημοσιογράφων ή δημοσιογράφων-λογίων, αν θέλετε, για τον «παράξενο Αναχωρητή της Σκιάθου» όπως τον αποκάλεσε ο Παύλος Νιρβάνας

Ιωάννης Κονδυλάκης «Διαβάτης» Με αφορμή εκδήλωση προς τιμήν του Παπαδιαμάντη στον φιλολογικό σύλλογο Παρνασσό το 1908, η εφημερίδα «Αρμονία» της Σμύρνης θα δημοσιεύσει στις 17 Μαρτίου 1908 στο πρωτοσέλιδό της, άρθρο του «Διαβάτη» (Ιωάννη Κονδυλάκη). Ο αρθρογράφος καυτηριάζει την άγνοια των Ελλήνων για μία τέτοια λογοτεχνική φυσιογνωμία όπως ο Παπαδιαμάντης, ο οποίος ενώ με τόση αλήθεια και ποίηση στο λόγο του κατέγραψε του λαού τα αισθήματα και τα ήθη, ο λαός τον αγνοεί. Φέρνει ως παράδειγμα την αντίδραση του μακαρίτη Συγγρού ο οποίος σε κάποιον περίπατο με τον λογοτέχνη και γιατρό Παύλο Νιρβάνα, εξεπλάγη όταν ο δεύτερος χαιρέτησε τον Παπαδιαμάντη μόλις, τυχαίως, συναντήθηκαν. Τότε ο  Συγγρός τον ρώτησε απορημένος πώς και χαιρετά ένα ζητιάνο. Το ίδιο απορημένος όμως ήταν και ο Νιρβάνας πώς και ο Συγγρός δεν γνώριζε ούτε κατ΄ όνομα έναν τόσο σημαντικό συγγραφέα. Ο «Διαβάτης» αναφέρεται στον σεμνό και ταπεινό λόγιο Παπαδιαμάντη που ποτέ δεν ζήτησε ούτε παρακάλεσε ούτε για τον ίδιο ούτε για τα έργα του τα οποία είναι διασκορπισμένα και σαπίζουν σε αρχεία εφημερίδων. Αναφέρεται επίσης στο εκδοτικό ενδιαφέρον της Μαρασλείου βιβλιοθήκης για την έκδοση των έργων του και τους λόγους αποτυχίας της πρότασης, που κατά τον Κονδυλάκη δεν είναι άλλοι από το γεγονός ότι ο Παπαδιαμάντης δεν ανήκει σε κλίκες και δεν είναι κόλακας.

Στην εκδήλωση δεν παρέστη ο Παπαδιαμάντης όντας ήδη ασθενής, αν και προφανώς δεν θα παρευρίσκετο, ούτως ή άλλως, λόγω της σεμνότητας και της μετριοφροσύνης που τον διέκριναν. 

Γεώργιος Τσιμπηδάρος ή Φτέρης

Παραθέτω ένα απόσπασμα από το βιβλίο του  δημοσιογράφου και συγγραφέα Γεωργίου Φτέρη (Τσιμπηδάρου), που σκιαγραφεί τον άνθρωπο Παπαδιαμάντη στο βιβλίο του «Πρόσωπα και Σχήματα» (Αθήνα 1954):

«Απέφυγε πάντα ό,τι πήγαινε να τον τοποθετήσει μπροστά στους άλλους ανθρώπους με τη σωματική του παράσταση. Ήθελε να μένει θαμπός επειδή του άρεσε η αφαίρεση από την ύλη, από τον απτό κόσμο (εκεί βέβαια τον εξυπηρετούσε και το ποτό), κοντολογίς επειδή ένιωθε τον εαυτό του πιο καλά, πιο αναπαυτικά μέσα στην κατάσταση της απουσίας –εννοούμε της απουσίας από την πραγματικότητα».(…)

 

Παύλος Νιρβάνας Ο Παύλος Νιρβάνας συνδεόταν με μεγάλη  φιλία με τον Παπαδιαμάντη και είναι εκείνος που έχει τραβήξει την θρυλική φωτογραφία του Παπαδιαμάντη στο καφενεδάκι της Δεξαμενής, για την οποία πάσχισε να τον πείσει να αποδεχτεί να φωτογραφηθεί.

Ο Νιρβάνας δημοσίευσε στην εφημερίδα Αθήναι, 6 Ιανουαρίου 1911, λίγες μέρες μετά το θάνατο του Παπαδιαμάντη, αποχαιρετιστήριο επικήδειο λόγο, αποσπάσματα του οποίου παραθέτουμε:

«Τελευταία φορά που  είδα τον Παπαδιαμάντη ήταν εις το μακρυνόν καφενεδάκι της Δεξαμενής»(…).

Προσπαθούσαν να τον πείσουν να εισαχθεί σε κλινική στην Αθήνα για περαιτέρω θεραπεία «δια μίαν νευρικήν διατάραξιν η οποία τον εβασάνιζε τελευταίως». Ο Παπαδιαμάντης, όπως μας πληροφορεί ο Νιρβάνας, ήταν ανένδοτος. Είχε το ύφος φοβισμένου και κυνηγημένου ανθρώπου. Επέμενε ότι μόνο κοντά στους δικούς του ανθρώπους θα γιάνει.

«Είχα τη σκληρότητα να επιμείνω. Έσφιγγα την ψυχήν μου δια να αντισταθώ ακόμα». (εξομολογείται ο Νιρβάνας).

 Του μίλησε για το ανώφελο ίσως και την επικινδυνότητα ενός τέτοιου ταξιδιού και το μεγάλο πειρασμό που αποτελούσε το Σκιαθίτικο κρασί.

«Επιτέλους πήρε εκείνος το θάρρος τελειωτικής αποφάσεως και μου είπε (γράφει ο Νιρβάνας).

-Όχι σε κλινική, Όχι! Οι γιατροί είναι ψυχροί άνθρωποι και οι νοσοκόμοι…είρωνες. Δεν θέλω να πάω»! Ηταν αμετάπειστος και φοβισμένος μαζί.(…).

Και καταλήγει ο Νιρβάνας:

(…)  Τώρα επάνω από τον τάφο του εξύπνησε με αιφνίδιον τίναγμα ο ενθουσιασμός και το ενδιαφέρον. Ημπορούσαν να λείψουν κι αυτά προ πάντων ημπορούσε να λείψη η κριτική. Από το έργο των μεγάλων η κριτική έχει μόνον να διδαχθή, όχι να μετρήσει τι έλειψε και τι επερίσευσεν. Οι μεγάλοι καλλιτέχναι μας κατακτούν όπως αι γυναίκες. Η είμεθα ερωτευμένοι με αυτούς ή δεν είμεθα. Και όταν είναι κανείς ερωτευμένος βλέπει μόνον ωραιότητας και μόνον αρετάς και δεν επιιθυμεί άλλο τι από το αντικείμενο του έρωτός του, παρ ότι είνε και τίποτε περισσότερον, τίποτα λιγότερον.  Ολίγαι γυναίκες και ολίγοι συγγραφείς έχουν το προνόμιον να εμπνέουν τους μεγάλους έρωτας. Μεταξύ των τελευταίων ήταν αναμφιβόλως ο παράδοξος αναχωρητής της Σκιάθου του οποίου τον θάνατον κλαίει σήμερον με τον προσφιλέστερον εις την ψυχήν του θρήνον, μία ερημική καμπάνα του ωραίου αλίβρεκτου  νησιού. Από τους λόγγους του και τους αιγιαλούς του ανέστησεν ο τεχνίτης ένα κόσμο αρμονικόν και  μεγάλον. Ανάμεσά του κοιμάται στεφανωμένος τον αιώνιον ύπνον.»

 

Πέθανε από πνευμονία στις 3 Ιανουαρίου 1911 στη Σκιάθο και η κηδεία του έγινε την ίδια μέρα.

Το 1925 στήθηκε ἡ προτομή του στη Σκιάθο έργο του Θ. Θωμόπουλου, από το πρόπλασμα προτομής που έκανε ο Θωμόπουλος εκ του φυσικού το 1908. Στη βάση της σκάλισαν τους στίχους από το «Μοιρολόγι της Φώκιας»:«(…) Σα νάχαν ποτέ τελειωμό/ τα πάθη κι οι καϋμοί του κόσμου. Η ανάγλυφη προτομή που είναι εντοιχισμένη στη πλατεία Δεξαμενής το 1965 είναι απ το ίδιο πρότυπο πρόπλασμα” .