ΔΥΟ ΒΙΒΛΙΑ οξυμένης κοινωνικής και εκπαιδευτικής ευαισθησίας από την Περισπωμένη:
Ευσταθία Ματζαρίδου, «Φτερά στο τσιμέντο». Μια πολυπρισματική ανάγνωση της αναπηρίας, μια διερεύνηση των ορίων της ελευθερίας
Παρουσίαση του βιβλίου από την Κατερίνα Παπαδημητρίου εδώ 
Από τις πρώτες κιόλας σελίδες εισάγει τον αναγνώστη στην καρδιά της αφήγησης, καθιστώντας την ανάγνωση, εγκαίρως, έτσι ενδιαφέρουσα, ώστε ο αναγνώστης να μεταφέρεται διακειμενικά στην εισαγωγή της Μεταμόρφωσης του Φ. Κάφκα. «Ξυπνώ απ’ τις βελόνες που μπήγονται στην κοιλιά, στη μέση μου, στους μηρούς μου, χιλιάδες βελόνες κάθε μεγέθους, άλλες μπαίνουν στο δέρμα κι άλλες πιο βαθιά, ώσπου να πετύχουν κάποιο όργανο ή κόκκαλο, […] δεν είμαι απλώς βρεγμένη, είμαι μουσκεμένη, και το χειρότερο, δεν πρόλαβα να φωνάξω…». Παρασύρει τον αναγνώστη σε συνειρμική θέαση, καθώς οι εικονοποιητικές περιγραφές είναι πλούσιες και φορτισμένες με έντονη δυναμική και άλλη τόση ενσυναίσθηση. Πρόκειται για έναν άκρως ρεαλιστικό μονόλογο, ο οποίος θα μπορούσε κάλλιστα να λειτουργήσει ως θεατρικός.
Η πρωτοπρόσωπη αφήγηση της Ματζαρίδου εμφορείται από έναν πυρετώδη, σχεδόν, εσωτερικό ρυθμό σε ένα κείμενο με μακροπερίοδο, ιδιαίτερο μελετημένο λόγο, ο οποίος, ομολογουμένως, δεν έχει να ζηλέψει τίποτα από το διακείμενο, με πρωτοπόρο την Οδύσσεια του Τζέιμς Τζόυς. Ωστόσο, στην περίπτωση της Ματζαρίδου, η ρεαλιστική εικονοποιία μα και η δύναμη του αφηγηματικού της ρυθμού αποτελεί αιχμή για το κοινωνικό γίγνεσθαι.
Τα όνειρα, οι ψυχαναλυτικές αναλύσεις και οι αξιοθαύμαστες «μεταφορικές» παρομοιώσεις, που χρησιμοποιεί συχνά η συγγραφέας, προσδίδουν στο κείμενο  αξιοθαύμαστη ιδιαιτερότητα. Μα και κοινωνιολογικά, η μετανάστευση, η κοινωνική αδικία και ο κοινωνικός ρατσισμός – αποκλεισμός καταγγέλλονται από τη συγγραφέα με έναν ιδιαίτερα αιχμηρό τρόπο. Το κείμενό της γεννά συναισθήματα που κορυφώνονται ασφυκτικά, καθώς οδεύει σοφά προς την αριστοτελική λύτρωση.
Το θέμα της συγγραφέως, εξαιρετικά αιχμηρό, καθώς διαπραγματεύεται τη συνολική εκ γενετής σωματική αναπηρία μιας γυναίκας, ενώ οι χαρακτήρες της δεν έχουν να ζηλέψουν τίποτα από την αρχαία δραματουργία. Η Ματζαρίδου γνωρίζει καλά το θέμα της, μια και αποτελεί και ένα από τα αντικείμενα των σπουδών της. η ανθρώπινη ψυχή, η αναπηρία, η ασθένεια, η κοινωνική απομόνωση, τα κοινωνικά στερεότυπα, η ενδοοικογενειακή βία, οι συμβατικές δυσλειτουργικές σχέσεις, ο εγωισμός, τα κοινωνικά στερεότυπα, ο κατά τ’ άλλα απόλυτα φυσιολογικός πόθος του κάθε επίδοξου γονέα ν’ αποκτήσει το τέλειο παιδί, η ματαίωση, η άρνηση.
Μία εκ γενετής δύσμορφα σωματικά ανάπηρη γυναίκα, οι γονείς της και μία μετανάστρια οικιακή βοηθός ενώνουν τις δυστυχίες τους σε ένα σπίτι. Η καθημερινότητα ενός ατόμου με ειδικές ανάγκες, καθηλωμένου, ουσιαστικά ανίκανου να αυτοεξυπηρετηθεί. Η Ματζαρίδου με την ιδιαίτερη αφηγηματική της τεχνική στηλιτεύει τον κοινωνικό αποκλεισμό, τόσο του κεντρικού χαρακτήρα της όσο και της οικογένειά της, καθώς και την άρνηση των γονιών, δύο τραγικών μορφών, ουσιαστικά ξένων μεταξύ τους, να αποδεχθούν την τραγική αναπηρία της μονάκριβης κόρης τους. Μίας κόρης η οποία προέκυψε από την ένωση δύο ετερόκλητων αναγκών που κλήθηκαν να υπηρετούν δύσμορφες κοινωνικές στρεβλώσεις. Εκείνος της φτώχειας κι εκείνη της ασχήμιας. Καθένας αγοράζει αυτό που κατά το κοινωνικό υπερκείμενο πιστεύει ότι του αναλογεί. […] «Ένα παραμορφωμένο πλάσμα ήταν το αποτέλεσμα ενός γάμου από δοσοληψία. Άχρηστο μουνί, λέει ο ένας, σακατεμένο σπέρμα, λέει ο άλλος, ο καυγάς είναι πάντα ο ίδιος και γίνεται πάντα στο τραπέζι, κυρίως τις μέρες των εορτών, κι όταν πέφτει αυτή η προσβολή στο γιορτινό τραπέζι , ο πατέρας χτυπάει το χέρι στο τραπέζι και αναποδογυρίζει τα πιάτα και γεμίζει η μάνα μου λάδια κι ο γάτος χαϊδεύεται στα πόδια μας…»
   Η ψυχική και σωματική Οδύσσεια ενός ανθρώπου, μιας γυναίκας που δεν υστερεί νοητικά και συναισθηματικά, να κατανοήσει τον κόσμο αλλά και να επιβιώσει ντυμένη τον χιτώνα ενός δύσμορφου δυσλειτουργικού σώματος. Περνά τα στάδια της συναισθηματικής ανάπτυξης ακινητοποιημένη, φυλακισμένη, ενώ ακόμα κι εκείνες οι ορμονικές αλλαγές που συμβαίνουν σ’ ένα θηλυκό σώμα περιγράφονται με ρεαλιστική γλαφυρότητα, αποδίδοντας την τραγικότητα της φυλακισμένης ύπαρξης σε ένα σώμα ξένο, ανήμπορο και ασθενές. […] «γιατί το παρουσιαστικό μου απέκλειε τον ανταγωνισμό…, […] «είχα καλλιεργήσει μία ανοχή για όλες τις ανθρώπινες αδυναμίες…, […] ένα ανθρώπινο ον χωρίς φύλο, πίσω από το παραμορφωμένο σώμα κανένας δεν υποψιαζόταν ότι υπήρχε ένα γυναικείο σώμα και μια γυναικεία ψυχή, […] μια παραμορφωμένη μπάλα, δεν ξεχώριζες στήθος, ούτε που υποψιαζόταν κανείς ότι υπήρχε αιδοίο και μήτρα και ωοθήκες…».
   Τρεις γυναίκες, από τις οποίες η μία μόνο έχει όνομα, η οικιακή βοηθός – μετανάστρια Στάνκα, βρίσκονται αντιμέτωπες με το πατριαρχικό πρότυπο, με το αρχικό Δ., παγιδευμένες στη δήθεν ασφαλή όχθη της πατριαρχίας. Το «Άλλο», κατέχει περίοπτη θέση στην αφήγηση της Ματζαρίδου, καθώς και το κοινωνικό στερεότυπο που ορίζει τη θέση της γυναίκας – στολίδι. Ετούτη η νύφη δεν περιγράφεται ως το ιδανικό θηλυκό, ως περιζήτητη νύφη. Η μητέρα της ηρωίδας, οικονομικά ανεξάρτητη, οδηγείται σε ένα γάμο από δικό της «συμφέρον». Αγοράζει τον άντρα που κατά τα κοινωνικά πρότυπα δεν της αξίζει. Η Στάνκα, η οικιακή βοηθός –παρηγορήτρια της οικογένειας – απλώνει τον πονεμένο της ψυχισμό για να προστατεύσει ένα παιδί που της θυμίζει τον δικό της, ένα παιδί που ζει στον Καιάδα της ψυχικής απόστασης των φυσικών της γονιών. Ωστόσο, η αγάπη που της περισσεύει γεννιέται από τον πόνο της κοινωνικής αποστέρησης, την οποία έχει βιώσει η ίδια από παιδί.
Οι ένοικοι του διαμερίσματος «ερωτεύονται» τον δυνάστη τους. Συνθήκες που παραπαίουν μεταξύ ακραίου θυμού – αναγκαστικής αποδοχής και ανάγκης. Ο εγκλεισμός είναι ασφυκτικός και αποτελεί το κύριο στοιχείο της αφήγησης και η Ματζαρίδου χειρίζεται εξαιρετικά τις αλληλοεξαρτώμενες ανάγκες, τις ανεκπλήρωτες επιθυμίες, τις ατελείς ζωές των κατοίκων του «διαμερίσματος -κολαστηρίου». Τα «σύνδρομα», φυσικά και ψυχικά, περιγράφονται με ρεαλιστική ακρίβεια, εμποτισμένα εντέχνως με υπερρεαλιστικές ψηφίδες. Δεν λείπουν και οι τριτοπρόσωπες πλάγιες αφηγήσεις, έτσι που ένας ολόκληρος κόσμος ξετυλίγεται μέσα στους τέσσερις τοίχους ενός διαμερίσματος, όπου θίγονται ακόμα και οι κοινωνικοί αυτοματισμοί που διέπουν κάθε τι που αποτελεί κοινωνική μειονότητα ή και αδικία.
Η συγγραφέας δεν παραλείπει και τη συνέργεια του διαδικτύου ως αναγκαστική εξάρτηση και ως αποτέλεσμα ενός φύση και παρά φύση εγκλεισμού. […] «Περνάω ώρες στον υπολογιστή, μπαίνω και ψάχνω …[…] βλέπω προγράμματα που θα μπορούσα να συμμετάσχω, δραστηριότητες μιας κανονικής ζωής μη κανονικών ανθρώπων.» Ενός εγκλεισμού που καταλήγει επιλογή και η άλλοτε διακαώς ποθούμενη ελευθερία, καταλήγει να είναι πλάνη, ουτοπική ονείρωξη, η οποία φτάνει να αμφισβητείται ακόμα και από την ίδια την ηρωίδα. Μόνη διέξοδος το διαδίκτυο την ωθεί στη «θεωρητική ανακάλυψη» του έξω κόσμου μέσα από την εικονική πραγματικότητα του διαδικτύου. «Μια θεωρητικός της ζωής…», θα χαρακτηριστεί από τον πατέρα της, ο οποίος αρνείται την αναπηρία της, αλλά και την πιθανή μερική υποκατάστασή της, φοβούμενος μια ενδεχόμενη αποτυχία της.
 Από μηχανής θεός η ασθένεια του πατέρα, εξισώνει τα δύο άκρα. Το πατριαρχικό πρότυπο ανακαλύπτει τη φθαρτότητα και έρχεται αντιμέτωπο με το συναίσθημα που γεννά η έλλειψη αυτοδιαχείρισης, το οποίο με τη σειρά του γεννά την ανάγκη της επαφής όλων με το θείο. […] «Και μου τα λέει όλα αυτά και αμέσως σφίγγομαι και σκέφτομαι, εγώ τώρα προλαβαίνω; Προλαβαίνω να φανώ τόσο πιστή και να οικειοποιηθώ τον δικό της Άγιο, ώστε να σώσω τον πατέρα μου…». Μία σειρά από χειριστικές συμπεριφορές του αδύναμου πια πατριάρχη οδηγούν την ανώνυμη κόρη στην ωριμότητα, […] είμαι πάντα δίπλα του, μου ανατέθηκε αυτός ο ύψιστος και τιμητικός ρόλος, χρίστηκα φύλακάς του…» στην «κατανόηση» του παντοδύναμου «Άλλου» και τέλος στην αποδοχή της αναπηρίας, καθώς τα όνειρα για την πολυπόθητη ελευθερία καταπίπτουν. […] «Εμένα αυτός ο αφανισμός των παλιών λέξεων με πονάει καιν με τρομάζει πιο πολύ από το ενδεχόμενο του θανάτου του, αυτή η εικόνα του φοβισμένου πατέρα μου μού σαρώνει κάθε ίχνος χαράς κι ελπίδας.» Το στερεότυπο της γυναικείας εγκαρτέρησης δικαιώνει την παραμονή της μητέρας σε έναν κακοποιητικό, από κάθε άποψη, γάμο, συντηρώντας έτσι διακειμενικά την κρατούσα αντίληψη για τη θέση της γυναίκας- σύμβολο υπομονής κι εξάρτησης.
Την ύστατη ώρα, το «Άλλο» φτάνει στην αποδοχή με μια συμβολική κίνηση υπόκλισης, καθώς εκπνέει, τσακισμένο πια από τις ατελείωτες διαμάχες με το εγώ, φτάνει παραδομένο στο τέλος της παντοδυναμίας του. […] «Η Στάνκα, πάντως, επιστρέφοντας από τα ψώνια, μας βρήκε, λέει, δίπλα δίπλα, … […] κι εγώ κοιτούσα απαθής κι αυτός είχε κάνει μια βαθιά υπόκλιση στο ανύπαρκτο κοινό που τον χειροκροτούσε ασταμάτητα.» Η λύση της τραγωδίας αποδίδεται δραματουργικά με ένα βουβό συγγνώμη.
Το κείμενο της Ματζαρίδου υπηρετεί τις αριστοτελικές αρχές του ορισμού της τραγωδίας: εισάγει τον έλεο και τον φόβο, ωστόσο η λύτρωση εδώ εγκιβωτίζει έναν ακόμα Γολγοθά.
   […] «Είμαστε μόνες πια στο τεράστιο σπίτι, δυό υπάρξεις σε γάγγραινα από τα πολλαπλά χτυπήματα, αν δεν ακρωτηριαστούμε εγκαίρως και δεν μάθουμε να λειτουργούμε ούσες ακρωτηριασμένες, θα πρέπει να υπολογίζουμε στον αφανισμό μας, λέω στη μάνα μου, και τότε θα πρέπει να βρεθεί ανάδοχη οικογένεια για τον γάτο.».
Γιάννης Πάσχος, «Το χρονικό ενός δυσλεκτικού». Μια αυτοβιογραφική νουβέλα, που πραγματεύεται αριστοτεχνικά και απροσχημάτιστα τη δυσλεξία του συγγραφέα.

 «Μια αυτοβιογραφική αφήγηση λιτή όσο πρέπει, περιεκτική όσο πρέπει, εξομολογητική όσο πρέπει».

Για το βιβλίο γράφει εδώ ο Μάνος Κοντολέων

Ο Γιάννης Πάσχος γεννήθηκε στα Γιάννενα το 1954. Είναι καθηγητής ιχθυολογίας. Και παράλληλα τα τελευταία δεκαεπτά περίπου χρόνια καταθέτει και τις λογοτεχνικές επιδόσεις του. Και χρησιμοποιώ τη λέξη «επιδόσεις» διότι τα λογοτεχνικά κείμενα του Πάσχου δεν είναι μόνο πως ανήκουν σε διάφορα είδη –ποιήματα, διηγήματα, αφηγήματα, επιστημονικά– αλλά, κυρίως, χαρακτηρίζονται από μια δική του ματιά ανάγνωσης του κόσμου – συχνά χιουμοριστική, συχνά σχολιαστική, συχνά υποδόρια σαρκαστική.

Και αν αυτά τα στοιχεία των κειμένων του έχουν κάνει τον Γιάννη Πάσχο ιδιαιτέρως αγαπητό σε ένα απαιτητικό αναγνωστικό κοινό, τώρα με αυτό το αυτοβιογραφικό του κείμενο φωτίζεται και φανερώνεται ο λόγος για τον οποίο τα στοιχεία αυτά υπάρχουν. Στο οπισθόφυλλο του βιβλίου σημειώνει:

«Βράδυ, Δεκέμβρης του 2021. Εκεί που έψαχνα κάτι στο διαδίκτυο, έπεσα πάνω σε ένα on line τεστ δυσλεξίας για ενήλικες. Ήταν δέκα ερωτήσεις κι έπρεπε να απαντηθούν με ένα ΝΑΙ ή με ένα ΟΧΙ. Στο τέλος έγραφε: Για κάθε ΝΑΙ παίρνετε έναν βαθμό. Εάν συγκεντρώσατε επτά ή περισσότερους βαθμούς, πιθανώς να έχετε δυσλεξία, οπότε θα πρέπει να αναζητήσετε τη συμβουλή ειδικού για περαιτέρω αξιολόγηση και υποστήριξη. Και στις δέκα ερωτήσεις απάντησα ΝΑΙ. Συνεπέστατος!

Ήρθαν στον νου μου τα χρόνια που πέρασαν και τι έχω τραβήξει με αυτή την ιστορία από τότε πού ήμουν παιδί. Τι να πρωτοθυμηθώ, αλήθεια! Για έναν περίεργο, όμως, λόγο οι αναμνήσεις μου ήταν όλες τόσο εξαιρετικά διαυγείς, τόσο στέρεα παρούσες, που, καθώς με συνεπήραν στο παρελθόν του χρόνου, μέσα εκεί, αποφάσισα, χωρίς σχεδόν να το καταλάβω, να καταγράψω το χρονικό αυτό, το χρονικό ενός δυσλεκτικού.

Παρεμπιπτόντως, η δυσλεξία μου «διαγνώσθηκε» όταν ήμουν ήδη στα σαράντα πέντε (!). Ως τότε δεν το γνώριζα».

Με άλλα λόγια ο αναγνώστης αυτού του τόσο ασυνήθιστου όσο και ελκυστικού αναγνώσματος μπορεί να προσεγγίσει και να κατανοήσει θέματα που έχουν να κάνουν με τη δύναμη ενός χαρακτήρα που ενάντια στις στερεοτυπικές κοινωνικές προβλέψεις μπόρεσε να χαράξει τον δικό του δρόμο και μάλιστα να τον χαράξει με όλους τους σχεδιασμούς της παιδικής του ηλικίας, αλλά ακόμα να επιβεβαιώσει τις στρεβλώσεις ενός εκπαιδευτικού συστήματος που αντί να δίνει το δικαίωμα σε κάθε παιδί να αναπτύξει τα εντελώς προσωπικά του στοιχεία, επιδιώκει να το περιορίσει και με προκρούστια βούληση να το φέρει στα δικά του πρότυπα.

Και βέβαια καταγραφή της δύναμης ενός ανθρώπου που με πίστη στον εαυτό του, οδηγεί την ίδια του τη ζωή εκεί όπου ο ίδιος θέλει.
Κάκιστος μαθητής, που κατάφερε να διαπρέψει ακαδημαϊκά και να γίνει καθηγητής ιχθυολογίας και ένας από τους πιο ιδιορρυθμες συγγραφικές φωνές της εποχής μας- ε δε μπορώ να μη ρωτήσω: είναι οι λέξεις σαν τα ψάρια; Α, ναι! Οι λέξεις κολυμπούν κι αυτές όπως τα ψάρια. Αν όμως τις πιάσεις, σε αντίθεση με τα ψάρια που ψοφάνε, αυτές ζωντανεύουν.oanagnostis.gr

perispomeni pasxos to xroniko enos duslektikouΑυτά όλα ως προς της αξία του περιεχομένου. Αλλά το Χρονικό ενός δυσλεκτικού είναι και ένα ιδιαιτέρως αξιοπρόσεχτο λογοτεχνικό κείμενο. Σίγουρα αυτοβιογραφικό, σίγουρα η απλότητα της εξιστόρησης συνυπάρχει με σκέψεις κοινωνικές και ψυχολογικές. Σίγουρα έχει χιούμορ, όσο και στιγμές τρυφερότητας.

Μα πάνω απ΄ όλα είναι ένα κείμενο που μπορεί κανείς να το εντάξει στην κατηγορία των κειμένων ενηλικίωσης (τόσο πλέον σπάνια τα συναντά κανείς στη σύγχρονη ελληνική λογοτεχνία) και παράλληλα ένα φωτεινό δείγμα μυθιστορήματος cross over που έρχεται να ενταχθεί, χωρίς προηγούμενο σχεδιασμό, σε αυτήν την τόσο αξιοπρόσεχτη κατηγορία μυθιστορημάτων.

Μια αυτοβιογραφική αφήγηση λιτή όσο πρέπει, περιεκτική όσο πρέπει, εξομολογητική όσο πρέπει – τελικά ανάγνωσμα που το χαίρονται οι ενήλικες και θα το απολαύσουν οι έφηβοι. Και βέβαια, καταγραφή της δύναμης ενός ανθρώπου που με πίστη στον εαυτό του οδηγεί την ίδια του τη ζωή εκεί όπου ο ίδιος θέλει. Να σημειώσω την ιδιαιτέρως προσεγμένη έκδοση από τον εκδοτικό οίκο Περισπωμένη. Η επιλογή της φωτογραφίας του εξωφύλλου αποτελεί ενεργό μέρος του κειμένου.


* Ο ΜΑΝΟΣ ΚΟΝΤΟΛΕΩΝ είναι συγγραφέας. Τελευταίο του βιβλίο, το μυθιστόρημα για εφήβους «Ο άλλος» (εκδ. Πατάκη).