Γράμματα ενός Αθώου Στρατιώτη / Ομαδική εικαστική έκθεση

Διοργάνωση: Καλογεροπούλειο Ίδρυμα, Κόρινθος

Συνδιοργάνωση: Λύκειον των Ελληνίδων, Παράρτημα Αργοστολίου

Εγκαίνια: Παρασκευή 28 Απριλίου 2023 στις 20.00

Επιμέλεια: Ίρις Κρητικού

Με αφορμή την Επέτειο των 100 ετών από τη Μικρασιατική  Καταστροφή και μετά την τιμητική πρόταση του Λυκείου των Ελληνίδων Παράρτημα Αργοστολίου, σχεδιάστηκε το ομαδικό εικαστικό αφιέρωμα μνήμης «Γράμματα ενός Αθώου Στρατιώτη» σε σχεδιασμό και επιμέλεια Ίριδος Κρητικού. Παρουσιάστηκε αρχικά τον Οκτώβριο του 2022 στο Δημοτικό Θέατρο Αργοστολίου, σε διοργάνωση του Λυκείου των Ελληνίδων, σε συνδυασμό με πολλές παράλληλες δράσεις, σημειώνοντας εξαιρετική επιτυχία και αποδοχή και τιμώντας τη συλλογική μνήμη των εκατό ετών από τη Μικρασιατική Καταστροφή και την ένταξη των προσφύγων στην ελληνική κοινωνία που αυτή πυροδότησε στη συνέχεια, αλλά και με την οδυνηρά επίκαιρη σκέψη στο διαχρονικό γεγονός της νεανικής απώλειας.

Η έκθεση παρουσιάστηκε στη συνέχεια τον Μάρτιο του 2023 στο σημαντικό Μουσείο Σολωμού και Επιφανών Ζακυνθίων, σε διοργάνωση του Μουσείου και συνδιοργάνωση του Λυκείου των Ελληνίδων Παράρτημα Αργοστολίου.

Το αφήγημα του Αθώου Στρατιώτη παρουσιάζουμε τώρα στο φιλόξενο Καλογεροπούλειο Ίδρυμα, πραγματοποιώντας επίσης σημαντικές παράλληλες δράσεις κατά τη διάρκεια της έκθεσης, με την επιθυμία να τιμήσουμε τη συλλογική μνήμη των εκατό ετών από τη Μικρασιατική Καταστροφή και την ένταξη των προσφύγων στην ελληνική κοινωνία που αυτή πυροδότησε στη συνέχεια, αλλά και με την οδυνηρά επίκαιρη σκέψη στο διαχρονικό γεγονός της νεανικής απώλειας.

Στόχος του αφιερώματος εξαρχής, ήταν τα έργα των εξήντα πέντε διακεκριμένων συμμετεχόντων εικαστικών που το συνθέτουν, να χρησιμοποιήσουν ως ιστορική αφετηρία τους το προσωπικό αφήγημα ενός νεαρού Κεφαλονίτη που πολέμησε και χάθηκε πρόωρα στο μικρασιατικό μέτωπο. Να συνομιλήσουν με το κεντρικό αυτό πρόσωπο της εξαντλημένης σήμερα έκδοσης του 1988 «Γράμματα ενός Αθώου Στρατιώτη». Πρόκειται για το corpus των 139 συγκινητικών επιστολών που ο στρατιώτης Σπύρος Κοκκίνης από την Κεφαλονιά έγραψε και απέστειλε διαδοχικά στην οικογένειά του κατά τη διάρκεια της βραχείας συμμετοχής του στη Μικρασιατική εκστρατεία και το πολεμικό μέτωπο, από το 1919 έως το 1920 όπου και σκοτώθηκε.

nor

Ο Σπυρίδων Ευαγγέλου Κοκκίνης, γεννήθηκε το 1900 στην Αγία Θέκλη Κεφαλληνίας και σκοτώθηκε σε μάχη με αντάρτες στις 26.10.1920, ανήμερα του Αγίου Δημητρίου, στην περιοχή της Βίγας κοντά στον Πάνορμο της Μικράς Ασίας. Στις 30.8.19, με Τ.Τ. στρατιωτικής μετακίνησης 913 30, γράφει το πρώτο του γράμμα: «Αγαπητέ μου Πατέρα χαίρε, είμεθα καλά το αυτό επιθυμώ και δια εσάς. Σε παρακαλώ να μου στείλεις ένα δεματάκι μάλλινες κάλτσες. Σας έχω γράψει δέκα φορές να στείλεις ένα πιστοποιητικό που να βεβαιώνει ότι υπηρετούμε δύο αδελφοί κληρωτοί. Να γράφεις εις την σύσταση 15ου πεζ. Σύνταγμα 10ος Λόχος μικτή ταξιαρχία 2.6.913 και να γράφετε τακτικά και για όλα με λίγα λόγια, γιατί όταν είναι πολυλογία βαρύνται να τα διαβάζουν εις την λογοκρισίαν και τα ξεσχίζουν. Εσύ αγαπητέ Ιπποκράτη να μου γράφεις κάθε μέρα, γράψε μου πώς πήγαν οι εξετάσεις, Όταν πας στο Ληξούρι αμέσως να γραφτής στη Μουσική. Να προσέχεις τα παιδιά να πηγαίνουν Σχολείο. Δόσε χαιρετισμούς εις την θεία Ροδαμάνθη και θεία Χρυσούλα και εις άλλους. / Είμεθα όλοι καλά. / Μην έχων έτερον σας φιλώ ο αδελφός σας Σπυρίδων Κοκκίνης».

Στις 20.10.20, ανήμερα του Αγίου Γερασίμου, γράφει στον εορτάζοντα αδελφό του Γεράσιμο την τελευταία του επιστολή: «…Σας εύχομαι να διέλθετε εν υγεία και ευτυχία την εορτή σας, ελπίζω δε του χρόνου να είμαι και εγώ ευτού και τότε θα πανηγυρίσουμε όλοι μαζύ την εορτή σου. Εδώ δεν τον έχουν ακούσει τον Άγιο».

Στα γράμματά του Σπύρου Κοκκίνη αναφέρονται τακτικά ο πατέρας του Ευάγγελος Κοκκίνης, κτηματίας (1864 – 1937) και η μητέρα του Αικατερίνη (που είχε πεθάνει το 1910). Ακόμη, τα αδέλφια του, ο μεγαλύτερος Γεράσιμος, εκπαιδευτικός (γεν. 1897 στην Κεφαλονιά και πέθανε στη Θεσσαλονίκη το 1944), ο μικρότερος Ιπποκράτης (γεν. 1905 στην Κεφαλονιά και αργότερα έζησε στην Πάτρα, ενώ ήταν εν ζωή όταν κυκλοφόρησε η έκδοση) και η Βεατρίκη, αριστούχος φυσικών επιστημών που γεννήθηκε στην Κεφαλονιά, έζησε στην Αθήνα και επιμελήθηκε την έκδοση των επιστολών του αδελφού της το 1988. Τέλος, ο Παναγής, γεννημένος από άλλη μάνα, τη Νικολέττα (+ 1965), που έζησε μετά την Κεφαλονιά στην Αθήνα (εν ζωή το 1988). Σε γενικές γραμμές, οι επιστολές απευθύνονται σε τέσσερα πρόσωπα: τον Πατέρα, τον μεγαλύτερο αδελφό, Γεράσιμο, που για ένα διάστημα επιστρατεύεται κι εκείνος, στέκεται όμως περισσότερο τυχερός και τον μικρότερο αδελφό, Ιπποκράτη, μαθητή του σχολείου ακόμη, τον οποίο ο Σπυρίδων δεν παύει να συμβουλεύει και να νουθετεί τρυφερά εξ αποστάσεως, ανησυχώντας για την ανατροφή του και προτρέποντάς τον σε μελέτη και σωματική άθληση. Με τον ισότιμο συνομιλητή του Γεράσιμο, στον οποίο περιγράφει αναλυτικά τις δυσκολίες της πορείας στο μέτωπο «Σκοπός 9.8.20… επεράσαμε από πολλά χωριά αλλά δεν φροντίζαμε να μάθουμε τα ονόματά τους, αλλά να πιούμε μόνον λιγάκι νερό το οποίον δεν ευρίσκαμε πουθενά αλλού, η κάψα δε να είναι ανυπόφορη…», συζητά ακόμη με εντυπωσιακή ωριμότητα τις οικογενειακές δυσκολίες: «Μου γράφεις ότι αποφασίσατε να μην έχετε καμμία σχέση με τη Νικολέττα, αυτή είναι μια καλή σκέψη, αλλά μια κουβέντα είναι, πώς επιτυγχάνεται αυτό;… η Βεατρίκη τι μπορεί να κάμει; Τι ανατροφή θα λάβει με τη Νικολέττα; Είναι έξυπνη, αλλά είναι κακότυχη και περισσότερο εκείνη θα καταλάβει τι είναι η έλλειψη της μάνας». Η νεαρή Βεατρίκη πάλι, που ο Σπυρίδων δεν συνηθίζει να προσφωνεί στην εισαγωγή των επιστολών του, εμφανίζεται διαρκώς στη ροή της γραφής, κυρίως στις επιστολές που απευθύνονται στον πατέρα (Τ.Τ. 925 20/5/20 «Εσύ Βεατρίκη να μου γράφεις καθημερινώς, αφού βαριέται ο πατέρας…». Μοναδικός γυναικείος δεσμός αίματος για εκείνον, γίνεται σταθερός αποδέκτης των παραπόνων, τον παρακλήσεων και των συμβουλών του στρατευμένου αδελφού, που διατυπώνονται εν μέσω του γράμματος με λόγο αυθόρμητο, προφορικό σχεδόν και τρέπεται στον άτυπο και αθέατο φερέγγυο υποστηρικτή του, για κάθε σχετικό με τις οικογενειακές υποθέσεις ζήτημα.

Ο Σπύρος Κοκκίνης, δια μέσου των επιστολών του, αποδεικνύεται ιδιαίτερα ευαίσθητος, αφοσιωμένος στην οικογένεια και τα αδέλφια του που ορφάνεψαν όπως κι αυτός νωρίς από μητέρα, παρατηρητικός, μορφωμένος, με μεγάλη ευαισθησία και αγάπη για την ελληνική γλώσσα, με θετική πρόσληψη του κόσμου και εξαιρετική αίσθηση του χιούμορ καθώς και με πλήθος ενδιαφερόντων για το νεαρό της ηλικίας του. Αμούστακο ακόμη παιδί, δίχως ούτε στιγμή να αμφισβητεί το καθήκον του και να διερωτάται το γιατί βρίσκεται στο μάτι του μικρασιατικού κυκλώνα, επιδιώκει να κρατήσει το ηθικό του ακμαιότατο, εκλιπαρώντας διαρκώς για περισσότερα νέα και νοητή συντροφιά από τους δικούς του, βρίσκοντας χαρά σε κάθε μικρή προσιτή απόλαυση. Αναπολεί τη μουσική του τόπου του και απολαμβάνει το πιάνο όταν φευγαλέα κάπου το ακούει, επιδίδεται σε ανάγνωση λογοτεχνίας και ζητά περισσότερα μυθιστορήματα (σκέπτεται να γίνει συνδρομητής σε εφημερίδα αλλά τον εμποδίζει η συνεχής αλλαγή διεύθυνσης), κολυμπά με απόλαυση όταν οι συνθήκες το επιτρέπουν, αγαπά το θέατρο και τον κινηματογράφο και βλέπει με λαχτάρα ταινίες όταν του δίνεται η ευκαιρία στο μέτωπο. Αδυναμία τρέφει ακόμη στην άθληση, το ψάρεμα και το κυνήγι που επίσης λαχταρά σαν γνήσιος Κεφαλονίτης. Τέτοια και άλλα εύγλωττα ξέφωτα της μικρής του ζωής, είναι τα ενδιαφέροντα ενός ειρηνικού καλλιεργημένου νέου από το Ιόνιο, καθώς αναδύονται μέσα από τις επιστολές του.

Ο ίδιος, νοσταλγώντας τον τόπο και τους οικείους του, περιγράφει τα γεγονότα, παρατηρεί τον κοινωνικό ιστό και αναδεικνύει ιστορικά τους τόπους από όπου περνά αποστέλλοντας τις επιστολές του (Πρέβεζα, Ιωάννινα, Μεσογέφυρα, Τσαραπλανά, Θεσσαλονίκη, Τούμπα, Φερεντζίκ-σημερινές Φέρες, Σουφλί, Διδυμότειχο, Σαλτίκι, Δεδεάγατς-σημερινή Αλεξανδρούπολη, Ανατολική Θράκη (χωριό χωρίς όνομα), Μήδεια, Σκοπός, Αινείας, Σαράντα Εκκλησιές, Ραιδεστός, Σμύρνη, Πάνορμος, Βίγα). Καμαρώνει και χαίρεται με τους φωτογράφους της οδού Εγνατίας και τα φυτεμένα μποστάνια των ζαρζαβατικών στο Σουφλί, θαυμάζει την κοσμοπολίτικη Σμύρνη που τον θαμπώνει με τους δρόμους, τα ζαχαροπλαστεία και τα εμπορικά της περισσότερο από ότι η Αθήνα («Σμύρνη, 5.9.20: …και διάφορα άλλα καταστήματα που τέτοια μόνον στη Σμύρνη μπορείς να βρης…»), περιγράφει με διασκεδαστική ενδελέχεια στον μικρό του αδελφό έναν αρμένικο γάμο και το άκουσμα μιας λατέρνας στον Πάνορμο (26.9.20 «…και έψαλε κάτι που έμοιαζε ο ήχος του σαν τη νεκρόσιμο δική μας ακολουθία… έπειτα τους έβαλε μια χρυσή κλωστή καθενός απάνω στο κεφάλι…») και στον Γεράσιμο τον τρόπο που έχει βρει να αποφεύγει τις ψείρες και να προμηθεύεται τα φτηνά ψάρια της εκεί τοπικής αγοράς. Κι ύστερα, μετά από τέσσερις ημέρες σκληρής πορείας, φτάνει στο τέλος της διαδρομής της ζωής του στη Βίγα. Στις 14 Οκτωβρίου του 1920, γράφει στον πατέρα του και ζητά κάλτσες. Στις 15 Οκτωβρίου, περιγράφει στον Γεράσιμο τον λόχο των ευζώνων που συναντά και την επίπονη νυχτερινή στρατιωτική αποστολή προς το Χατζήκιοϊ, με τα άλογα χωρίς σέλα. Στις 18 Οκτωβρίου, παραπονείται στον Ιπποκράτη για τους ληστές που λυμαίνονται την περιοχή («…θα αναγκαστούμε να βγάλουμε αποσπάσματα προς καταδίωξή τους…») και το ανυπόφορο κρύο «που δεν το έκανε στην Ήπειρο ούτε τον Ιανουάριο…». Στις 19 Οκτωβρίου, γράφει ξανά στον Γεράσιμο για το κρύο, μιλώντας του ταυτόχρονα για τον Μέγα Αλέξανδρο και το ψάρεμα που επιχειρούν την ημέρα εκείνη στον Γρανικό ποταμό συμπληρώνοντας: «Να σου γράψω για την εδώ εκπαίδευση. Οι έλληνες εδώ δεν έχουν Σχολείο, αλλά ένα ιδιωτικό το οποίο έχει ένα δάσκαλο και τρεις δημοδιδασκάλισες τους οποίους πληρώνουν με ένα ποσό κάθε μαθητής και ξέρεις στοιχίζει πολύ, διότι δεν είναι πολλοί οι Έλληνες…». Τέλος, στις 20 Οκτωβρίου, ανήμερα του Αγίου Γερασίμου όπως και ο ίδιος σημειώνει στην προσφώνηση της επιστολής του, γράφει επιστολή με ευχές για την ημέρα στον πατέρα του, ευχόμενος του χρόνου να συνεορτάσουν στο νησί, ενώ απευθύνεται και στην αδελφή του «Γράφε και εσύ Βεατρίκη καθημερινώς και για όλα και πρόσεχε την καλλιγραφία και την ορθογραφία εν βια…». Μια δεύτερη ευχετήρια επιστολή γράφει ταυτόχρονα στον εορτάζοντα αδελφό του Γεράσιμο, στην οποία μιλά για μία ακόμη φορά με ιδιαίτερη ζέση για την δίωξη της ελληνικής γλώσσας και για τις δυσκολίες των Ελλήνων εκεί, τόσο ως προς τη ζωή και την εκπαίδευση («…τα σχολεία τα κινηγούσαν πολύ περισσότερο, δασκάλους εσκότωσαν με διάφορα βασανιστήρια, δασκάλες, κορίτσια ατίμαζαν…»), όσο και ως προς τον εκκλησιασμό τους. Στην ίδια επιστολή, παρατηρώντας ότι ο παπάς του χωριού δεν γνωρίζει τη μεγάλη γιορτή του νησιού τους, γράφει: «…Κατάλαβε λοιπόν, αφού ο παπάς δε ξέρει ότι τη 20 Οκτωβρίου είναι του αγίου Γερασίμου, τι μπορεί να ξέρει ο κόσμος…» και ότι ο ίδιος του ζήτησε να λειτουργήσει: «…του είπα για κάτι παιδιά από το Λόχο που ψάλλουν θαυμάσια, μάλιστα ένας από το Σκοινιά Αντώνιος Μονόκρουσος ψάλλει πολύ ωραία βυζαντινά και τρεις Κερκυραίοι επίσης…» αλλά δεν δέχτηκε. «Αλλά πανηγυρίστε σεις, και μείς, θα τα κάμουμε του χρόνου όσα παραλείπουμε φέτος, δε πιστεύω του χρόνου να είμεθα ακόμη στρατιώτες, πιστεύω και πειό γρήγορα να απολυθούμε…», καταλήγει. Αυτή έμελλε ωστόσο να είναι η τελευταία του επιστολή. Ή, τουλάχιστον, η τελευταία που κατόρθωσε να φτάσει στα χέρια της οικογένειάς του στην Κεφαλονιά, προτού ο ίδιος σκοτωθεί ανήμερα μιας άλλης μεγάλης ελληνικής γιορτής, έξι ημέρες αργότερα.

Ο Σπύρος Κοκκίνης, υπήρξε ένας φωτεινός ιόνιος μετεωρίτης. Ένας αισιόδοξος νέος -παιδί σχεδόν-, που είχε σκοπό να γυρίσει στον τόπο του και να ζήσει μέσα στην Ομορφιά. καλλιεργώντας όλα αυτά τα ενδιαφέροντα που είχε από νωρίς αναπτύξει. Πρόωρα απών, αλλά με έναν τρόπο που ο ίδιος κατόρθωσε, ωσεί παρών. Αν είχε ζήσει, θα είχε το δίχως άλλο προκόψει, θα είχε φροντίσει συναισθηματικά και πνευματικά τα μικρότερα ορφανά από μάνα αδέλφια του. Θα είχε προλάβει να αγαπήσει και να κάνει δική του οικογένεια. Θα είχε προλάβει να διασχίσει και ενδεχομένως να περιγράψει τον τρομερό 20ο αιώνα με τον ίδιο συναρπαστικό τρόπο που γνώριζε ήδη η νεανική πένα του.

Επιστρέφοντας νοερά στα ίχνη του, στον τόπο όπου πολέμησε και όπου η καρδιά του Ελληνισμού υπάρχει και πάλλεται ήδη από τον 6ο π.Χ. αιώνα, από τότε, δηλαδή, που Αιολείς και Ίωνες εγκαταστάθηκαν στη Μίλητο την Έφεσο, την Κύζικο και τη Σμύρνη, οι συμμετέχοντες εικαστικοί ξεδιπλώνουν με τον δικό τους τρόπο την ακριβή μνήμη του στρατιώτη Σπύρου Κοκκίνη από την Αγία Θέκλα Κεφαλονιάς, διασώζοντας και μεταγράφοντας τα πολύτιμα προσωπικά και ιστορικά δεδομένα των επιστολών του. Με στόχο την οργανική συνομιλία τους με εκείνες, προτάθηκε η ορθή μικρή διάσταση (35×25 εκ.), έτσι ώστε τα έργα που δημιουργήθηκαν να παραπέμπουν σε σελίδες αλληλογραφίας, σε απαντητικές εικονοποιημένες επιστολές. Ζωγραφική και κατασκευή, κέντημα ή κολάζ, φωτογραφική σύνθεση και κεραμική έξεργη ύλη, συντάσσονται εδώ, ανασκάπτοντας και συνομιλώντας με το ιστορικό πλαίσιο, το γεωγραφικό πεδίο, τις πολύτιμες πραγματολογικές πληροφορίες που αποδίδονται γλαφυρά, μα και το εντατικό συναισθηματικό βάθος των επιστολών. Εστιάζοντας με σεβασμό και συνέπεια άλλοτε σε λέξεις και άλλοτε σε εκτενείς περιγραφές, άλλοτε σε γεγονότα και άλλοτε σε ψυχικές συνθήκες, άλλοτε στα ιστορικά σημαντικά επεισόδια και άλλοτε στις ενδόμυχες προσωπικές πτυχές και τις οικογενειακές σχέσεις του επιστολέα που σταδιακά ξεδιπλώνονται.

Εικόνες τοπίων και πόλεων, αναμνηστικές φωτογραφίες νεαρών -παιδιών σχεδόν- ένστολων φαντάρων, τοποθεσίες που κινούνται μεταξύ αλήθειας και μύθου στην Άλλη Όχθη της Ελληνικότητας. Αιχμάλωτα τριαντάφυλλα ανάμεσα στις σελίδες, απελπισία και ελπίδα, δάκρυα και θαλασσινό νερό, φωτιά, χώμα και αίμα, νυχτερινές πορείες και ανελέητος ήλιος, οικογενειακοί ιστοί και ερημία, απώλεια και μνήμη, ζωή και θάνατος. Ξεθωριασμένες φωτογραφίες, επιστολές και μικρές ζωές που έγιναν μνήμες ζωντανεύουν τώρα ξανά, υφαίνοντας το θραυσματικό οργανικό υλικό της έκθεσης.

«Η Ιστορία είναι συναρπαστική όταν τη διαβάζεις, όταν όμως τη ζεις είναι αφόρητη», έγραψε πρόσφατα σε συνέντευξή του στο περιοδικό Andro.gr ο Ηλίας Μαγκλίνης με αφορμή την πρόσφατη έκδοση του εξαιρετικού βιβλίου του «Το μόνο της ζωής τους ταξίδι» από τις εκδόσεις Μεταίχμιο, με αντικείμενο την ιστορία του παππού του που πολέμησε το ’22 στο μικρασιατικό μέτωπο αλλά και το ταξίδι του ίδιου εκεί, με στόχο να ακολουθήσει τα βήματα του ελληνικού στρατού. Στη συναρπαστική αφήγηση του Σπύρου Κοκκίνη, το αφόρητο της Ιστορίας έχει ήδη συντελεστεί, συμπαρασύροντας στη δίνη του την ιστορία ενός αθώου στρατιώτη, μαζί με χιλιάδες ακόμη ατομικές ιστορίες. «Αγαπητέ μου Πατέρα χαίρε», «Αγαπητέ Γεράσιμε ευτυχισμένος τόπος εδώ πέρα…», «Αγαπητή μου Αδερφή Χαίρε!», «Αγαπητέ Ιπποκράτη», «Το δάκρυ του στρατιώτη Κοκκίνη μπροστά στα πεδία των αντιθέσεων», «Νέα από το Μέτωπο», «Έπαιζε χορούς για να χορέψουν και να σταματήσουν οι πυροβολισμοί», «Προσκλητήριο νεκρών», «Απελπισία και ελπίδα», «Ενθύμιον Αϊδινίου», «…Αυτά είναι αγαπητέ μου τα τής Σμύρνης…», «… είμαι καλά, το ίδιο εύχομαι και δι’ υμάς», «Μη έχων έτερον σας φιλώ…», «Πορεία προς το μοιραίο», «Το τελευταίο γράμμα, Ο Άγιος Δημήτριος Ανεβάζει στον Ουρανό τον Σπύρο Κοκκίνη -ένα πολύ καλό παιδί», «Η στάχτη που ταξιδεύει», «Πάντα σας συλλογιέμαι, να με θυμάστε!»… Τα σπαρακτικά γράμματα του αθώου στρατιώτη Σπύρου Κοκκίνη έγιναν τίτλοι, έργα και έκθεση, διατρέχοντας με τη σειρά τους το ίδιο μικρό χρονικό του προαναγγελθέντος θανάτου του και προξενώντας σε όσους τα μοιραστήκαμε μια παρατεταμένη σιωπή και μια αληθινά αναβλύζουσα συγκίνηση.

Στην έκθεση συμμετέχουν:

Κώστας Αγγελάκης, Χρήστος Αλατσάκης, Άννα Αχιλλέως, Κάτια Βαρβάκη, Κωνσταντίνος Βερούτης, Μαρίνα Βλαχάκη, Ειρήνη Βογιατζή, Κική Βουλγαρέλη, Μαίρη Γαλάνη-Κρητικού, Στρατηγούλα Γιαννικοπούλου, Κατερίνα Γραφανάκη, Κρίστι Γρηγορίου, Βερονίκη Δαμιανίδου, Μαριέττα Δενδρινού-Πεπελάση, Δικαία Δεσποτάκη, Μαρία Διακοδημητρίου, Κώστας Ευαγγελάτος, Μάριον Ιγγλέση, Αποστόλης Ιτσκούδης, Μεμάς Καλογηράτος, Μηνάς Καμπιτάκης, Εβίτα Κανέλλου, Ειρήνη Καουκάκη, Νικόλας Κληρονόμος, Γεωργία Κοκκίνη, Στέλλα Κομηνά, Νίκος Κόνιαρης, Σοφία-Ρόουζ Κοσμίδου, Κωνσταντίνος Κουτούμπας, Νίκος Λεοντόπουλος, Βασίλης Λιαούρης, Κώστας Μανιατόπουλος, Λίζα Μέρλιν-Βασιλάτου, Μάνος Μπατζόλης, Μηνάς Μαυρικάκης, Ορφέας Μπάτσιος, Αθηνά Μπίκου, Γεωργία Μπλιάτσου, Αγγελική Μπόμπορη, Ισμήνη Μπονάτσου, Ρούλη Μπούα, Γιάννης Μπρούζος, Μαίρη Νταγιαντά, Ισαβέλλα Ντάσση, Ιόλη Ξιφαρά, Βασιλική Πανταζή, Γεύσω Παπαδάκη, Ιωάννα Παρασκευά, Χριστίνα Παρασκευοπούλου, Μαρία Πάστρα, Ελένη Πεχλιβάνη, Μπάμπης Πυλαρινός, Ράνια Ράγκου, Αντωνία Σιμάτου, Έφη Σπηλιώτη, Ματίνα Σταυροπούλου, Μαρίνα Στελλάτου, Νίκος Τριανταφύλλου, Κλαίρη Τσαλουχίδη-Χατζημηνά, Κατερίνα Τσεμπελή, Αγάπη Φεσατίδου-Ψαρράκη, Μαρία Χαλκιά, Αθηνά Χατζή, Νίκος Χιωτίνης, Ελένη Χουρμούζη.

Η έκθεση «Γράμματα ενός Αθώου Στρατιώτη» στο Καλογεροπούλειο Ίδρυμα θα λειτουργεί για το κοινό έως και τις 10 Ιουνίου 2023.