Home Life & Art Tεντ Χιούζ, δύο ποιήματα από το “Κοράκι”

Tεντ Χιούζ, δύο ποιήματα από το “Κοράκι”

Δύο ποιήματα από το «Κοράκι»

Δύο ποιήματα από το «Κοράκι»

Ο Τεντ Χιουζ (1930-1998) γεν­νή­θη­κε στο Γιόρκ­σαϊρ και πέ­ρα­σε τα πρώ­τα χρό­νια της ζω­ής του κο­ντά στη φύ­ση. Σπού­δα­σε αρ­χαιο­λο­γία και αν­θρω­πο­λο­γία στο Κέι­μπριτζ και ει­δι­κεύ­τη­κε στη με­λέ­τη της μυ­θι­κής πα­ρά­δο­σης. Η ζωή του ση­μα­δεύ­τη­κε τρα­γι­κά από τον γά­μο του με τη Σίλ­βια Πλαθ, η οποία αυ­το­κτό­νη­σε το 1963, και από τη σχέ­ση του με την Άσια Γου­έ­βιλ, η οποία επί­σης αυ­το­κτό­νη­σε -μα­ζί με το παι­δί τους- έξι χρό­νια αρ­γό­τε­ρα. Ο Τεντ Χιουζ ξε­χώ­ρι­σε ως ποι­η­τής ήδη με την πρώ­τη του συλ­λο­γή, το Γε­ρά­κι στη βρο­χή (1957). Εκτός από ποί­η­ση έγρα­ψε παι­δι­κά βι­βλία και λι­μπρέ­τα για την όπε­ρα. Ση­μα­ντι­κό­τε­ρες συλ­λο­γές του εί­ναι το Κο­ρά­κι (1970), οι Ιστο­ρί­ες απ’ τον Οβί­διο (1997) και τα Γράμ­μα­τα γε­νε­θλί­ων (1998). Η ποί­η­σή του δια­κρί­νε­ται για τις ζω­ντα­νές ει­κό­νες της φύ­σης που πε­ριέ­χει και τη δύ­να­μη του συμ­βο­λι­σμού της και για το σου­ρε­α­λι­στι­κό της χιού­μορ και τις μυ­θο­λο­γι­κές και ρο­μα­ντι­κές της κα­τα­βο­λές.

 

Με τη Σίλβια Πλαθ
Με τη Σίλβια Πλαθ

Δύο μύ­θοι

            I

Μαύ­ρο ήταν το έξω μά­τι
Μαύ­ρη ήταν η μέ­σα γλώσ­σα
Μαύ­ρη ήταν η καρ­διά
Μαύ­ρο το συ­κώ­τι, μαύ­ρα και τα πνευ­μό­νια
Ανή­μπο­ρα το φως να ανα­πνεύ­σουν
Μαύ­ρο το αί­μα μες στη βου­ε­ρή του σή­ραγ­γα
Μαύ­ρα τα έντε­ρα μες στο κα­μί­νι στοι­βαγ­μέ­να
Μαύ­ροι κι οι μύ­ες του
Πα­σχί­ζο­ντας στο φως ν’ ανα­δυ­θούν
Μαύ­ρα τα νεύ­ρα, μαύ­ρο το μυα­λό
Με τα τα­φι­κά του ορά­μα­τα
Μαύ­ρη επί­σης κι η ψυ­χή, το θε­ό­ρα­το τραύ­λι­σμα
Της κραυ­γής που, φου­σκώ­νο­ντας, δεν μπο­ρού­σε
Να προ­φέ­ρει τον ήλιο της.

                II

Μαύ­ρο εί­ναι της ενυ­δρί­δας το βρεγ­μέ­νο κε­φά­λι, που υψώ­νε­ται.
Μαύ­ρος εί­ναι ο βρά­χος, που βου­τά­ει μες στον αφρό.
Μαύ­ρη εί­ναι η χο­λή πά­νω στην κλί­νη του αί­μα­τος.
Μαύ­ρη εί­ναι η σφαί­ρα της Γης, τρεις πό­ντους πα­ρα­μέ­σα,
Ένα αβγό σκο­τει­νό
Όπου ο ήλιος και το φεγ­γά­ρι εναλ­λάσ­σουν τον και­ρό τους.
Για να εκ­κο­λά­ψουν ένα κο­ρά­κι, ένα μαύ­ρο ου­ρά­νιο τό­ξο
Λυ­γι­σμέ­νο μες στο κε­νό
πά­νω από το κε­νό
Που όμως πε­τά­ει

Γε­νε­α­λο­γία

Εν αρ­χή ην η Κραυ­γή
Που εγέν­νη­σε το Αί­μα
Που εγέν­νη­σε το Μά­τι
Που εγέν­νη­σε τον Φό­βο
Που εγέν­νη­σε τα Φτε­ρά
Που εγέν­νη­σε τα Κό­κα­λα
Που εγέν­νη­σε τον Γρα­νί­τη
Που εγέν­νη­σε τη Βιο­λέ­τα
Που εγέν­νη­σε την Κι­θά­ρα
Που εγέν­νη­σε τον Ιδρώ­τα
Που εγέν­νη­σε τον Αδάμ
Που εγέν­νη­σε τη Μα­ρία
Που εγέν­νη­σε τον Θεό
Που εγέν­νη­σε το Τί­πο­τα
Που εγέν­νη­σε το Πο­τέ
Πο­τέ Πο­τέ Πο­τέ

Που εγέν­νη­σε το Κο­ρά­κι

Ουρ­λιά­ζο­ντας για Αί­μα
Σκου­λή­κια, ψω­μί
Οτι­δή­πο­τε

Τι­νά­ζο­ντας τους άφτε­ρους αγκώ­νες του μέ­σα στη βρό­μα της φω­λιάς του