Μαρίλη Μαργωμένου: «Η συνταγή της καταστροφής: αυτή είναι η ιστορία του Εφήμερου. Πώς με τις καλύτερες προθέσεις, μπορεί να τινάξεις τα πάντα στον αέρα.»

Συνέντευξη στην Βιργινία Αυγερινού // fractalart.gr

 

 

Η Μαρίλη Μαργωμένου γεννήθηκε στην Αθήνα το 1974. Σπούδασε δημοσιογραφία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και έκανε master στη δημιουργική γραφή στο Πανεπιστήμιο του Εδιμβούργου. Εργάστηκε είκοσι πέντε χρόνια ως δημοσιογράφος στις εφημερίδες και στην τηλεόραση. Το πρώτο της βιβλίο, Το θηρίο βγήκε βόλτα, εκδόθηκε το 2021 από τις Εκδόσεις Καστανιώτη.
Το μυθιστόρημα Εφήμερος είναι το δεύτερο βιβλίο της και είναι η αφορμή για την συνέντευξη που ακολουθεί και που πρόθυμα μας παραχώρησε η συγγραφέας.

 

-Πρόσφατα κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Καστανιώτη το δεύτερο έργο σας με τίτλο «ΕΦΗΜΕΡΟΣ». Πώς προέκυψε η συγγραφή αυτού του βιβλίου και τι ακριβώς θέλατε να τονίσετε μέσα από την ιστορία που πραγματεύεται;

Τον «Εφήμερο» ξεκίνησα να τον γράφω καθαρά και μόνο από νοσταλγία για τα νιάτα μας. ‘Ήθελα να γυρίσω πίσω σ’ εκείνη την εποχή, στα τέλη της δεκαετίας του ’90, που ήμασταν ακόμα σχεδόν παιδιά, αλλά νομίζαμε πως κάνουμε την πιο σημαντική δουλειά του κόσμου– ήμασταν νέοι δημοσιογράφοι. Μιλάω στον πληθυντικό, γιατί νομίζω πως αυτή η νοσταλγία δεν αφορά μόνο εμένα. Ήταν οι φίλοι μας, οι φίλοι των φίλων μας, οι γραφίστες, οι κλητήρες, οι συμφοιτητές μας, οι αρχισυντάκτες μας… όλοι ζούσαμε μέσα σε μια τρέλα, δουλεύαμε μέχρι αργά τη νύχτα σε φοβερή πίεση με ελάχιστα λεφτά, κάποιοι και χωρίς λεφτά, αλλά κανείς δε σκεφτόταν να τα παρατήσει. Ήταν σα να υπάρχει μια αδήλωτη συμφωνία μεταξύ μας, πώς κάπως θα γίνει, και όλοι μαζί θ’ αλλάξουμε τον κόσμο – αν όχι των άλλων, τουλάχιστον τον δικό μας. Αφέλεια, θα πείτε – δίκιο θα έχετε. Αποδείχθηκε εκ των υστέρων, άλλωστε. Όμως, πώς αλλιώς μπορεί κανείς να είναι νέος, αν όχι έτσι; Εντελώς τυφλός στις παγίδες και γεμάτος ενθουσιασμό για ό,τι δεν έχει ξαναζήσει – δηλαδή, για όλα. Η συνταγή της καταστροφής: αυτή είναι η ιστορία του Εφήμερου. Πώς με τις καλύτερες προθέσεις, μπορεί να τινάξεις τα πάντα στον αέρα.

 

-Ποια συναισθήματα επικρατούσαν κατά τη διάρκεια της συγγραφής αυτού του βιβλίου και πόσο χρόνο χρειαστήκατε για να το ολοκληρώσετε;

Ένα χρόνο κράτησε. Το έγραφα μέσα στην πανδημία, τότε που σαπουνίζαμε τα ψώνια του σούπερ μάρκετ και κάναμε ρεβεγιόν κοιτάζοντας ο ένας τον άλλον απ’ το μπαλκόνι. Θυμάμαι πως όταν γύριζα από εκείνες τις σουρεάλ εξόδους με τα sms στο 13033 και ξεκινούσα να γράφω, έμοιαζε πιο πραγματικό το σύμπαν του Εφήμερου απ’ τον αληθινό κόσμο – αυτό, τουλάχιστον, είχε κανόνες που δεν άλλαζαν απ’ τη μια στιγμή στην άλλη. Θυμάμαι πως έγραφα κάθε μέρα και για πολλές ώρες. Μετά τα πρώτα κεφάλαια, που είχαν αποκτήσει υπόσταση οι ήρωες του βιβλίου, ήταν δύσκολο να τους ξεφύγεις, σε τραβούσαν πίσω, να συνεχίσεις να γράφεις. Ακόμα πιο δύσκολο, βέβαια, ήταν όταν έφτανε η ώρα να τους αποχωριστείς. Όταν καταλαβαίνεις πως, δε γίνεται αλλιώς, και κάποιος πρέπει να πεθάνει, ας πούμε. Ξέρετε, νιώθεις εντελώς παλαβός ώρες ώρες. Κάθεσαι και στεναχωριέσαι επειδή αποφάσισες πως θα πεθάνει κάποιος που στην πραγματικότητα δεν υπήρξε ποτέ.

 

-Ξέρατε από την αρχή της συγγραφής ότι θα χρησιμοποιούσατε τον συγκεκριμένο τίτλο και για ποιον λόγο τελικά τον επιλέξατε;

Ο τίτλος, αυτή η ταλαιπωρία! Από τότε που δούλευα στο Βήμα, ποτέ δεν τα κατάφερνα με τους τίτλους. Όλο κάτι σούπες σκεφτόμουν – πάλι καλά που υπήρχαν οι υλατζήδες. Και τώρα, πάλι τα ίδια. Όταν τελείωσα το γράψιμο του βιβλίου, ήταν ακόμα χωρίς τίτλο. Είχα μια λίστα με πιθανούς τίτλους, κι ήταν ο ένας χειρότερος απ’ τον άλλον. Αλλά έπρεπε να το στείλω στον εκδότη, και πώς να το στείλεις με την πρώτη σελίδα λευκή; Οπότε, με μισή καρδιά, έγραψα στο εξώφυλλο «Εφήμερος». Όταν το είδαν στον Καστανιώτη, και πριν προλάβω να πω πως το έβαλα ίσα να υπάρχει, μου είπαν πως είναι πολύ ωραίος τίτλος, οπότε λούφαξα και δεν είπα τίποτα. Προφανώς, όχι μόνο δεν ξέρω να βγάζω τίτλους, αλλά ακόμα κι αν πέσω κατά τύχη πάνω σε κάποιον καλό, πάλι δεν το καταλαβαίνω…

 

-Ποιος ήρωας σάς δυσκόλεψε περισσότερο και γιατί;

Ο βασικός ήρωας, ο Αλκιβιάδης Μπρίτας, που είναι συγχρόνως διευθυντής της εφημερίδας «Εφήμερος» και αρχηγός μιας ομάδας τρομοκρατών. Όσο προχωρούσε η ιστορία, κι έβλεπα πού πάει το πράγμα, ήθελα με κάθε τρόπο να βρω μια διέξοδο, να μην υποστεί όσα τελικώς υπέστη – ειδικά προς το τέλος του βιβλίου. Δε σας λέω περισσότερα για ν’ αποφύγω τα σπόιλερ, αλλά πραγματικά προσπάθησα να το τελειώσω αλλιώς το βιβλίο, ακόμα και ν’ αλλάξω την πλοκή. Ήταν, όμως αδύνατον. Δε στεκόταν καμία άλλη εκδοχή. Ήταν σα να σε πίεζε ο ίδιος ο Μπρίτας να πας την ιστορία εκεί που δε θες να την πας. Σα να μην καταδεχόταν άλλο τέλος.

 

-Σε ποιο βαθμό σάς επηρεάζει η πορεία της κοινωνίας μας στη συγγραφή;

Όποιος έζησε το 1999, θα διαπιστώσει πως ό,τι συνέβη εκείνη τη χρονιά, υπάρχει μέσα στο βιβλίο. Είναι η εποχή που τελειώνει η αθωότητα της δεκαετίας του 1990 και ξεκινά η τρελή εικοσαετία με το Χρηματιστήριο, το ευρώ, τους Ολυμπιακούς Αγώνες, τη διαφθορά, κι ό,τι άλλο μας έριξε τελικώς στα βράχια το 2010. Η αρχή αυτής της πορείας, είναι η ιστορία του «Εφήμερου». Οι ήρωες βλέπουν πως κάτι δεν πάει καλά. Μεσ’ τη γενική ευωχία, αυτοί διακρίνουν τη διαφθορά, βλέπουν πώς θα καταλήξει η υπόθεση με το Χρηματιστήριο. Διαλέγουν έναν άγριο τρόπο να αντιδράσουν, αλλά τουλάχιστον το κάνουν για τους σωστούς λόγους: θέλουν ν’ αλλάξουν τον κόσμο.

 

-Μπορεί να αλλάξει ο κόσμος ή τελικά αλλάζουμε μόνο σε προσωπικό επίπεδο κάποιες φορές;

Αυτή είναι μεγάλη ερώτηση. Αυτήν προσπαθούσα να απαντήσω, κι έτσι κατέφυγα στους Αντάρτες Πόλης, την τρομοκρατική ομάδα που δρα στο βιβλίο. Αν, δηλαδή, τότε, εκείνη την αθώα εποχή του 1999 υπήρχαν κάποιοι από μας έβλεπαν πιο μακριά, αν καταλάβαιναν που πάει το πράγμα, κι ήταν πρόθυμοι να κάνουν ό,τι περνάει απ’ το χέρι τους, θα μπορούσαν να ξυπνήσουν τους υπόλοιπους; Έστω μ’ ένα τεράστιο σοκ, θα μπορούσαμε να αποφύγουμε όλο αυτό το κύμα διαφθοράς που μας ξέβρασε στην κρίση του 2010; Δηλαδή, αν το δεις από μακριά, τι είναι καλό, και τι κακό; Και ως πού επιτρέπεται να προχωρήσει κανείς αν υποθέσουμε ότι βλέπει πιο καθαρά απ’ όλους τους άλλους; Και μήπως το να βλέπεις πιο καθαρά – ή το να νομίζεις πως βλέπεις πιο καθαρά – είναι από μόνο του μια τρέλα που σε αλλάζει με το χειρότερο δυνατό τρόπο; Αυτή η ερώτηση τίθεται στον «Εφήμερο». Και ελπίζω να είναι κι αυτή που μένει, όταν κλείσει κανείς το βιβλίο. Ελπίζω δηλαδή πως το βιβλίο όταν το τελειώσεις, θα σου αφήσει κάτι να κατασταλάξει μέσα σου, για να το σκεφτείς.

 

-Μπορεί κανείς αναπολώντας το παρελθόν, όπως κάνει ο ήρωάς σας, να ξεκαθαρίσει μέσα του πώς ακριβώς και κάτω από ποιες προϋποθέσεις συντελέστηκε το λάθος στην πορεία του;

Μακάρι να υπήρχε ένα μεγάλο λάθος για κάθε χαλασμένη ζωή – τότε ίσως να μπορούσε κανείς κάπως να το προλάβει, ή έστω εκ των υστέρων να το διορθώσει. Αλλά συνήθως είναι οι καθημερινές αποφάσεις, η τύχη, η επιπολαιότητα, ο χαρακτήρας μας ο ίδιος που μας σέρνει αργά – αργά στο αδιέξοδο. Και στο τέλος κάθεσαι μόνος μπροστά στον τοίχο και ψάχνεις το μεγάλο λάθος. Στον «Εφήμερο», ας πούμε, βλέπουμε τον ηλικιωμένο τρομοκράτη, στο γηροκομείο πια, να αναστοχάζεται τη ζωή του, και να βλέπει πως στην πραγματικότητα, την πέταξε στα σκουπίδια. Όλα αυτά τα μικρά πράγματα, τα ευτυχισμένα – οικογένεια, παιδιά, φίλοι, συγγενείς, εκδρομές, ταξίδια- όλα αυτά τα έχασε. Και στα τελευταία του, πάει να την πάρει πίσω τη ζωή του, αλλά αντιστέκεται ο εαυτός του. Όχι μόνο γιατί είναι γέρος και αδύναμος. Κυρίως γιατί, αν το τολμήσει, θα είναι σα να παραδέχεται πως δεν ήταν από ατυχία που απέτυχε. Ήταν από μεγαλομανία. Πίστεψε πως αυτός μόνο ξέρει τι είναι σωστό, και ήρθε η πραγματικότητα να τον συντρίψει, κι αυτό ήταν και μια δίκαιη τιμωρία.

 


-Η ΜΑΡΙΛΗ ΜΑΡΓΩΜΕΝΟΥ ως συγγραφέας. Τι έρχεται πρώτο όταν ένα έργο αρχίζει να σχηματίζεται, η πλοκή ή οι χαρακτήρες; Μιλήστε μας λίγο για τον τρόπο που γράφετε. Γράφετε γραμμικά ή μπορείτε να παραλείψετε τη σειρά και να γράψετε μελλοντικές σκηνές;

Επειδή κρατάει πολύ καιρό το γράψιμο ενός βιβλίου, είναι μεγάλη υπόθεση να έχεις κατασταλάξει σε δύο τουλάχιστον ήρωες που σε κάνουν να θέλεις να γράψεις γι’ αυτούς και να μη βαριέσαι όταν τους σκέφτεσαι. Αν βρεις πώς περίπου θα είναι οι βασικοί ήρωες, μετά ψάχνεις μια εποχή που να σ’ ενδιαφέρει, και στην οποία θα εκτυλίσσεται το βιβλίο. Στη συνέχεια, συνδυάζεις τους χαρακτήρες με την εποχή, και ξεκινάς να γράφεις ένα σκαρίφημα της πλοκής – δηλαδή την υπόθεση του βιβλίου σε τρεις, τέσσερις σελίδες, απ’ την αρχή ως το τέλος. Και μετά, ακολουθώντας το σκαρίφημα, παίρνεις κάθε πρόταση, και την αναλύεις σε ένα κεφάλαιο, κι έτσι φτιάχνεις ένα βιβλίο.

Απλό δεν ακούγεται; Μακάρι να ήταν έτσι! Οι χαρακτήρες που υπολογίζεις για βασικούς συνήθως καταρρέουν μετά απ’ τα πρώτα κεφάλαια, ενώ άλλοι, δευτερεύοντες, αναδεικνύονται και φέρνουν μαζί τους νέες ιδέες για την εξέλιξη της πλοκής. Οπότε -τι να κάνεις;- ξαναγράφεις το σκαρίφημα και προσπαθείς να το υπηρετήσεις στη νέα του μορφή, αλλά σε κάποιο σημείο κολλάς, γιατί ξαφνικά η νέα εκδοχή σου φαίνεται αφελής, και η παλιά καλύτερη. Να μη σας τα πολυλογώ, στα δύο βιβλία που έχω γράψει μέχρι σήμερα, το μόνο που έμεινε ίδιο ως το τέλος, ήταν η τελευταία σκηνή. Η οποία είναι σαν ένα φωτάκι κάπου εκεί μακριά, για να ξέρεις προς τα πού να κολυμπήσεις, όταν βρεθείς να πνίγεσαι μέσα στις σελίδες του βιβλίου που γράφεις.

-Πως θα παρουσιάζατε εσείς το βιβλίο σας στο αναγνωστικό κοινό; Τι θα θέλατε να κρατήσει ο αναγνώστης από αυτό, κλείνοντας την τελευταία σελίδα του;

Θα ήθελα να αφήσει κάτι στον αναγνώστη να σκεφτεί. Κατ’ αρχήν, να ξεκαθαρίσουμε εδώ πως πρόκειται για τρομοκράτες που ζουν στις σελίδες ενός βιβλίου, όχι γι’ αυτούς που σκοτώνουν ανθρώπους εκεί έξω, στην πραγματική ζωή, και που η δράση τους είναι σε κάθε περίπτωση καταδικαστέα. Με την αυθαιρεσία, λοιπόν, που επιτρέπει η λογοτεχνία, οι Αντάρτες Πόλης στο βιβλίο είναι απλοί άνθρωποι, περίπου σαν εμάς, που έχουν όμως μια τρέλα στο κεφάλι τους, κι αυτήν θα την πληρώσουν ακριβά, όπως ακριβά πληρώσαμε όλοι μας τις δικές μας τρέλες. Υπ’ αυτή την έννοια, δεν πρόκειται για μια ιστορία τρομοκρατίας. Ο «Εφήμερος» είναι πιο πολύ μια αλληγορία για τη ζωή του καθενός μας. Γι’ αυτό ελπίζω πως μπορεί κανείς να βρει τον εαυτό του στο βιβλίο. Μιλάει γι’ αυτό που ήμασταν, αυτό που ψάχναμε να γίνουμε, και γι’ αυτά που μας συνέβησαν. Και υπάρχει η πικρή διαπίστωση πως αυτά που πιστέψαμε, άνοιξαν τελικά την πόρτα σ’ εκείνα που μας πρόδωσαν.

-Κλείνοντας, αφού σας ευχαριστήσουμε, θα θέλατε να προσθέσετε κάτι για το βιβλίο σας και να μας μιλήσετε για τα μελλοντικά συγγραφικά σας βήματα;

Αν κάποιος έχει σκοπό να το διαβάσει, θα ήθελα από πριν να ξέρει πως οι Αντάρτες Πόλης δεν υπήρξαν ποτέ βέβαια, αλλά όλα τα άλλα είναι όπως ήταν το 1999: τα μπαρ που πηγαίναμε, η Αθήνα που τριγυρίζαμε, η δουλειά στην εφημερίδα με τα τρελά ωράρια και τους διευθυντές αυτοκράτορες, η τρέλα του Χρηματιστηρίου, αυτά που λέγαμε, ακόμα και τα στέκια μας, τα τσιγάρα που καπνίζαμε και ο τρόπος που φλερτάραμε, αυτά είναι όπως ήταν τότε, πριν αγριέψει ο κόσμος.

Κατά τα λοιπά, ακόμα δεν έχω ιδέα τι θα πραγματεύεται το επόμενο βιβλίο. Το μόνο που ξέρω, είναι πως θέλω να το γράψω.